ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΟΥΡΤΑΝΙΩΤΗΣ

...κρίνω περιττόν να αναφέρω τον ένθερμον ζήλον, και τας όσας κατά δύναμιν εκδουλεύσεις εδυνήθην να προσφέρω εις την πατρίδαν και εις όσον καιρόν εφύλαττον τον τόπον θηβών δεν απετόλμησε ο εχθρός να κάμη την παραμικράν καταδρομήν. σπεύδω λοιπόν να προσφέρω και αύθις εις την σεβαστήν διοίκησιν τον ίδιον ζήλον μου και επειδή ο εχθρός καθημερινώς λεηλατεί και αιχμαλωτεί τους αδελφούς μας και ο τόπος επαπειλείται από μέγαν κίνδυνον... να δυνηθώ να προφθάσω τους δυστυχείς αδελφούς μας από τον επαπειλούμενον κίνδυνον. μ' όλον ότι εισέτι δεν ημπορώ να ησυχάσω από τους δριμυτάτους πόνους της πληγής μου, δε βαστά η ψυχή μου να βλέπω τους αδελφούς μας να αιχμαλωτούνται αδίκως...


τη 20 μαϊου 1825
ναύπλιον
ο πατριώτης
αθανάσιος σκουρτανιώτης

Δευτέρα 30 Ιουνίου 2008

ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ!!




Η φωτογραφία που δημοσιεύουμε έχει τραβηχτεί στις 3/06/2008. Το μαρτυρικό εκκλησάκι της Αγίας Σωτήρας Μαυροματίου γκρεμίζεται. Πέτρες από την οροφή έχουν πέσει μπροστά στην Αγία Τράπεζα! Μήπως ο κ. Δήμαρχος με το συμβούλιό του, αγνοούν ότι η Αγία Σωτήρα είναι ένα τεράστιο μνημείο; Δε φτάνουν όσα εγκλήματα –και θα μιλήσουμε γι’ αυτά σύντομα- έχουν γίνει κατά καιρούς στο προαύλιο, πάνω και μέσα στην Αγία Σωτήρα; Πρέπει να αφήσουμε αυτό το μνημείο να γκρεμίσει από μόνο του επειδή ίσως δεν διαθέτουμε την απαιτούμενη ευαισθησία και ίσως την στοιχειώδη γνώση περί τίνος πρόκειται;
Κύριοι, η Αγία Σωτήρα Μαυροματίου είναι ένα ιερό σύμβολο για όλους τους Έλληνες.
Έχετε υποχρέωση να το διατηρήσετε.
Αυτά προς το παρόν. Θα επανέλθουμε.

Μυρίζουν ακόμη λιβανιά (5)

Λίγο πάνω από την εκκλησία της Παναγίας, ήταν η μικρή πλατεία των Σκούρτων, με τρεις τέσσερις καφενέδες τριγύρω. Το πατρικό σπίτι του Θανάση Σκουρτανιώτη, ήταν πολύ κοντά σε αυτή τη πλατεία. Ένα μακρινάρι πέτρινο ισόγειο, με όψη στην ανατολή και κεραμίδια γεμάτα πράσινα βρύα. Ένα μεγάλο μέρος της αυλής ήταν πλακόστρωτο κάτω από μια τεράστια συκιά. Εκεί έμενε ακόμα με τη μάννα, τη γυναίκα και όλα του τ’ αδέρφια. Παντρεύτηκε με το έμπα της επανάστασης και δε βρήκε καιρό να φτιάξει το δικό του σπίτι. Από την άλλη βέβαια, ήταν ο πρωτότοκος και σύμφωνα με τα έθιμα, έπρεπε αυτός να μείνει στο πατρικό, όταν κάποτε θα παντρεύονταν όλα του τ’ αδέρφια. Οι χρόνοι όμως της φωτιάς, δεν άφηναν και πολλά περιθώρια για τέτοιες πολυτέλειες, αφού ο Κώτσιος ήταν ήδη παντρεμένος, είχε ένα τρίχρονο γιο το Παναγή και έμενε κι αυτός με τη γυναίκα του στο ίδιο σπίτι.
Λίγο έξω απ’ το χωριό οι Σκουρτανιώτες είχαν τα μαντριά τους. Ένα κοπάδι με καμιά τριακοσαριά πρόβατα και γίδια . Οι Σκουρτανιώτες από παράδοση, δεν ήταν πλούσιοι με γρόσια. Αλλά ποτέ από το σπίτι τους δεν έλειπε το κρέας, το τυρί, το γάλα και το μαλλί. Και επειδή πάντα είχαν πλεόνασμα σε αυτά, τα αντάλλασαν με αλεύρι, λάδι, κρασί, ρούχα, ακόμη και κοσμήματα. Από αυτή την άποψη βέβαια, ήταν και αισθάνονταν πλούσιοι.
Από τη στιγμή όμως που ο Θανάσης έγινε αρχηγός του αποσπάσματος των Δερβενοχωρίων και αφού στο απόσπασμα μετείχαν τα περισσότερα από τ’ αδέρφια του, έπεφταν και κάποιοι ψωρομισθοί, που είχαν δώσει στο Σκουρτανιωτέικο μια κάποια άνεση τα τελευταία χρόνια. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Οι διάφορες επιθέσεις σε τούρκικες εφοδιοπομπές, τους βοηθούσαν ενίοτε με διάφορα. Με όπλα, πυρομαχικά, ιματισμό, τρόφιμα, άλογα, κάποιες φορές ακόμα και με γρόσια, αν και σε όλα αυτά η μοιρασιά γινόταν με όλους τους πολεμιστές του αποσπάσματος. Πολλές φορές κιόλας, ειδικά ιματισμό και τροφές, ο Θανάσης τα μοίραζε σε πολύ φτωχές οικογένειες των Δερβενοχωρίων που ήξερε ότι είχαν μεγάλη ανάγκη. Δεν ήταν επίσης λίγες οι περιπτώσεις ειδικά τελευταία, που οι Σκουρτανιώτες έδιναν ακόμη κι απ’ τη τσέπη κι από τα ζωντανά τους, για να διατηρήσουν το στράτευμα του αδερφού τους, άρα το κύρος τους, σε υψηλά επίπεδα. Αυτά βέβαια, όταν οι μισθοί και οι τροφές από τη κυβέρνηση αργούσαν ή δεν έρχονταν καθόλου. Έτσι, ένα κοπάδι που έφτανε πριν την επανάσταση κοντά στα οχτακόσια ζωντανά, τελευταία είχε τόσο αποδυναμωθεί, που μόλις και μετά βίας έφτανε τα τριακόσια.
Την ευθύνη βέβαια του κοπαδιού, την είχε εδώ και χρόνια ο Λουκάς, ο δευτερότοκος γιος της Αγαθής. Ήταν ο μόνος που δε μετείχε στα στρατιωτικά των αδερφών του και έδειχνε να μη τον απασχόλησαν ποτέ, όσα πολεμικά και ανατρεπτικά συνέβαιναν γύρω του. Στα τριάντα ένα του, ήταν ευτυχισμένος με το κοπάδι και ο παράδεισός του ήταν οι βοσκές και τα μαντριά του. Από κάθε άποψη χρήσιμος όμως ο Λουκάς, γιατί καθώς οι άλλοι ήταν μπλεγμένοι σε μάχες και το πόλεμο, εκείνος πρόσεχε το σπίτι και φρόντιζε μη λείψει τίποτα στη μάνα, στις νύφες και στα δύο μικρά του ανήψια.

Ο Θανάσης από την άλλη, έχαιρε καθολικής εκτίμησης στα Δερβενοχώρια και όχι μόνο. Σκληρός στη μάχη μα πράος, δίκαιος και συνετός στην ειρήνη με τους αμάχους. Προστάτης των Δερβενοχωρίων χρόνια, δεν άφησε να πατήσει το τόπο του τούρκικο ποδάρι. Πριν την επανάσταση, οι σχέσεις του με τους Τούρκους της Θήβας ήταν άριστες. Εκείνος ήταν που με το απόσπασμά του, μία φορά το χρόνο μετέφερε το μικρό συμβολικό φόρο των Δερβενοχωριτών στους Τούρκους της Θήβας. Το πρωτόκολλο της εθιμοτυπικής αυτής ετήσιας συνάντησης, προέβλεπε να θέτει ο Σκουρτανιώτης στην άκρη του σπαθιού του το πουγκί με τον φόρο των Δερβενοχωριτών και μπροστά στον μπέη να λέει:
-Τα Δερβενοχώρια τηρούν το λόγο τους, το Βιλαέτι, τον τηρεί;
Η συμφωνία Δερβενοχωριτών και Τούρκων εδώ και πάρα πολλά χρόνια, ήταν κάθε χρόνο να στέλνουν στους Τούρκους αυτό το συμβολικό φόρο και οι Τούρκοι με τη σειρά τους να μη πατάνε εκεί, παραχωρώντας τους διοικητική και πολιτική αυτονομία. Με λίγα λόγια να τους αφήνουν εντελώς ήσυχους κι ελεύθερους.
-Τον τηρεί και το Βιλαέτι, απαντούσε χαμογελώντας ο Τούρκος μπέης και ακολουθούσε τραπέζι στον καπετάνιο των Δερβενοχωρίων και τους συντρόφους του.
Όπως ήταν φυσικό κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Σκουρτανιώτης είχε αναπτύξει προσωπικές και φιλικές σχέσεις με τους Τούρκους της Θήβας. Σχέσεις που φρόντιζε να αξιοποιήσει και να εκμεταλλευτεί προς όφελος των συμπατριωτών του. Και πράγματι. Μετά από συμφωνίες μαζί τους, συμφωνίες που έγιναν μεταξύ τύρου και αχλάδου, πήρε το ελεύθερο να φεύγει όποτε θέλει από τα Δερβενοχώρια με το απόσπασμά του, να κατεβαίνει στον ανατολικό κάμπο της Βοιωτίας για να ελέγχει και να απελευθερώνει τις διόδους από τους ληστές που λυμαίνονταν χρόνια τη περιοχή. Σε αντάλλαγμα οι Τούρκοι, θα επέτρεπαν στους Δερβενοχωρίτες να μπαίνουν στη πόλη της Θήβας για να πουλάνε τα προϊόντα τους, κάτι που για πολλά χρόνια ήταν απαγορευμένο στους αρβανίτες.
Και έτσι έγινε. Πολύ σύντομα ο Σκουρτανιώτης καθάρισε τη περιοχή και άφησε ελεύθερες τις διόδους για τις συγκοινωνίες της εποχής και το εμπόριο. Ο Σκουρτανιώτης όμως κέρδισε ακόμα κάτι πολύ σημαντικό. Με παρέμβασή του άρχισαν τα Δερβενοχώρια να καλλιεργούν και σιτάρι. Μέχρι τότε, επειδή ο σπόρος ήταν σπάνιος, κάποιοι Δερβενοχωρίτες παραμόνευαν τις ημέρες της σποράς στο βουνό και παρακολουθούσαν ποια χωράφια έσπερναν οι Τούρκοι στο κάμπο. Τη νύχτα λοιπόν κατέβαιναν και μάζευαν λίγο χώμα από το σπαρμένο χωράφι ελπίζοντας να έχει μέσα αρκετούς σπόρους. Γέμιζαν μισό, ένα σακί όσο μπορούσε ο καθείς να κουβαλήσει. Έριχναν λοιπόν αυτό το χώμα σε ένα καλό σημείο στα Δερβενοχώρια και περίμεναν να φυτρώσουν μερικά στάχια. Αυτά τα στάχια τα κρατούσαν για να τα σπείρουν πάλι την επόμενη χρονιά. Αυτό συνεχιζόταν δύο, τρία ή και τέσσερα χρόνια μέχρι να πάρουν κάποια ικανοποιητική σοδειά καθαρά για οικογενειακή χρήση, πράγμα δύσκολο βέβαια, γιατί το συγκεκριμένο σιτάρι ήταν καμπόσταρο και δεν είχε μεγάλη τύχη στις ορεινές συνθήκες και το χώμα των Δερβενοχωρίων. Ο Σκουρτανιώτης και οι δημογέροντες λοιπόν, γνωρίζοντας τη μεγάλη τους ανάγκη για σιτάρι, κατόρθωσαν να πείσουν και να πάρουν από τους Τούρκους τριακόσια σακιά βλαχόσταρο, ειδικό και ανθεκτικό σε ορεινές περιοχές, για να σπείρουν, αρκεί το καλοκαίρι να επέστρεφαν τα διπλάσια σακιά. Εκείνη τη χρονιά σπάρθηκαν γύρω στα επτακόσια στρέμματα σιτάρι στα Δερβενοχώρια, δίνοντας στο τέλος δύο χιλιάδες εκατό σακιά, από τα οποία έδωσαν στους Τούρκους τα εξακόσια και τα άλλα τους έμειναν για να τα ξανασπείρουν και να αρχίσει σιγά σιγά η καλλιέργεια του βλαχόσταρου στο οροπέδιο των Δερβενοχωρίων, καλλιέργεια που θα μείωνε κατά πολύ τις εξωτερικές ανάγκες τους σε αλεύρι και ψωμί.
Αυτές οι επιτυχίες, ανέβασαν όχι μόνο στα μάτια των Δερβενοχωριτών το νεαρό καπετάνιο, αλλά και στα μάτια των ίδιων των Τούρκων. Για πρώτη φορά μετά από πολλούς αιώνες, η γύρω περιοχή καθάρισε από ληστές, αφήνοντας ανοιχτούς τους δρόμους για ειρηνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων. Οι Δερβενοχωρίτες με τον Θανάση Σκουρτανιώτη άρχισαν να νιώθουν σιγουριά και ασφάλεια. Ακόμα κι οι Τούρκοι. Ειδικά της Θήβας.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, οι Δερβενοχωρίτες δεν είχαν ουσιαστικούς λόγους να τα βάλουν μαζί τους. Έχοντας εξασφαλίσει μοναδικά προνόμια για την εποχή, υπό τη σκέπη ενός άγρυπνου νεαρού καπετάνιου που είχε τάξει σκοπό της ζωής του να τους προστατεύει, ζούσαν εν ειρήνη και προόδευαν.
Εδώ βρίσκει το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης τα Δερβενοχώρια.
Επανάσταση για κείνους σήμαινε τεράστια αβεβαιότητα και σοβαρότατος κίνδυνος. Κανένας δε μπορούσε να εγγυηθεί τη συγκεκριμένη στιγμή, ότι η επανάσταση θα ήταν επιτυχής. Στην αντίθετη περίπτωση, οι Δερβενοχωρίτες θα έχαναν όχι μόνο τα κεκτημένα, αλλά ίσως και την ίδια τους την ύπαρξή. Γι’ αυτό, φυσικό είναι να υπήρχαν τυχόν διχογνωμίες και δισταγμοί στους απλούς κατοίκους των Δερβενοχωρίων, όσον αφορά τη στάση τους απέναντι στο ξεσηκωμό. Διχογνωμίες και δισταγμοί όμως, που ο Σκουρτανιώτης, αποδεικνύοντας το τεράστιο μέγεθος της προσωπικότητάς του παρ’ όλο το σχετικά νεαρό της ηλικίας του, δεν άφησε ν’ ανθίσουν. Είναι μόλις είκοσιοκτώ ετών, μα από τις πρώτες μέρες υψώνει τη σημαία της επανάστασης, ξεσηκώνοντας, χαρακτηρίζοντας και φέρνοντας προ τετελεσμένων γεγονότων τα Δερβενοχώρια. Πολύ σύντομα μάλιστα, προβαίνει σε μία τεράστιας σημασίας συμβολική αλλά και ουσιαστική πράξη. Μια πράξη που μάλλον δεν της έχει δοθεί η πρέπουσα σημασία από τους ιστορικούς. Γιατί άραγε;
Μαζί με το Μελέτη Βασιλείου από τη Χασιά, υπό την αρχηγία του Λιβαδείτη οπλαρχηγού Δήμου Αντωνίου, απελευθερώνουν την Αθήνα και πολιορκούν τους Τούρκους στην Ακρόπολη.
Η Ακρόπολη!
Δύο χιλιάδες χρόνια μετά!
Αν ο Σκουρτανιώτης έμεινε στην ιστορία για το ολοκαύτωμα του Μαυροματίου, αυτό οφείλεται στη δραματικότητα του συγκεκριμένου γεγονότος και εν μέρει τον αδικεί. Η άλλη τεράστια πράξη του, ήταν ότι αποτελεί τον έναν από τους τρεις πρώτους αρχηγούς, που επιτέθηκαν σε μια Αθήνα, σκλαβωμένη και ξεχασμένη για δύο χιλιάδες και πάνω χρόνια. Μια Αθήνα παρατημένη στο έλεος των τριών κατά σειρά κατακτητών της. Ρωμαίων, Βυζαντινών και Οθωμανών*. Μια Αθήνα που αριθμεί εκείνη την εποχή μόλις δεκαοχτώ χιλιάδες κατοίκους. Που αν ο πρώτος κατακτητής την θαύμασε, την λήστεψε και προσπάθησε να την μιμηθεί, που αν ο δεύτερος την φθόνησε και προσπάθησε να την εξαφανίσει, ο τελευταίος αδιαφόρησε εντελώς για την ιστορία της. Και πουλούσε μπιρ παρά στους Έλγιν τα ανεπανάληπτα γλυπτά της, αδυνατώντας καν να συλλάβει το μεγαλείο και την ουσία της.
Αυτοί η τριανδρία όμως, ανάμεσά τους και ο Θανάσης Γάτσης ή Σκουρτανιώτης απ’ τα Δερβενοχώρια Βοιωτίας, κατηφορίζουν με τα αποσπάσματά τους, έχοντας πλήρη επίγνωση του στόχου τους. Να απελευθερώσουν για πρώτη φορά την Αθήνα μετά από είκοσι περίπου αιώνες!
Και χρεώνονται ακόμα την αξιοζήλευτη πράξη, να σηκώσουν δίπλα στο ήδη αναρτημένο από την Αγία Λαύρα σύμβολο του χριστιανικού σταυρού, το άλλο μεγαλοπρεπές σύμβολό της ελληνικής επανάστασης.
Την Ακρόπολη.



*Ίσως θα έπρεπε να προσθέσουμε και Λατίνων ή Φράγκων από τις Σταυροφορίες

(συνεχίζεται)

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2008

Μυρίζουν ακόμη λιβανιά (4)

Τα Δερβενοχώρια λίγο πριν από την επανάσταση του 1821 αλλά και κατά την διάρκεια αυτής, ίσως ήταν από τα λίγα μέρη της Βοιωτίας που έσφυζαν από ζωή. Η διοικητική αυτονομία, το δικαίωμα της αυτοδιοίκησης, η δύσκολη έως αδύνατη εκεί προσβασιμότητα των Τούρκων, η ύπαρξη του Θανάση Σκουρτανιώτη, ενός δίκαιου και συνετού άντρα που τους προστάτευε, ήταν τα αίτια που εδώ και κάμποσα χρόνια είχαν καταστήσει τα Δερβενοχώρια, πόλο έλξης πολλών επαναστατημένων και κυνηγημένων από το κάμπο της Βοιωτίας.
Η κύρια γλώσσα βέβαια των Δερβενοχωριτών, ήταν την εποχή εκείνη η αρβανίτικη, γιατί από το 1382 η περιοχή είχε εποικιστεί, όπως και άλλες περιοχές της Ελλάδας από αρβανίτες. Ο εποικισμός αυτός, ήταν αποτέλεσμα των δύσκολων συνθηκών ζωής και διαβίωσης των Ιλλυριών της Βόρειας Ηπείρου και μέρους της σημερινής Αλβανίας. Οι ντόπιοι άρχοντες είχαν καταδυναστεύσει τους απλούς ανθρώπους των περιοχών αυτών, που αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν νότια. Το σημαντικό για κείνους την εποχή της μετανάστευσης του 1382, ήταν η ανυπαρξία εθνικής ή ιστορικής συνείδησης. Εθνική και ιστορική συνείδηση που δεν άργησαν από την άλλη να αποκτήσουν σιγά σιγά στον Ελλαδικό χώρο, επειδή η τότε εξουσία τους καλοδέχτηκε ως αναζωογόνηση του αυτόχθονου αραιοκατοικημένου πληθυσμού και τους έδωσε ρόλο και τόπο να σταθούν. Στην πλειονότητά τους οι αρβανίτες και από την αρχή ακόμα της εποίκισής τους, δεν ήταν δούλοι ή μεροκαμιατιάρηδες σκλάβοι των αυτόχθονων, αλλά πολίτες ίσοι με αυτούς, αφού τους δόθηκαν περιοχές ολόκληρες να εποικίσουν. Η κύρια απασχόλησή τους ήταν η κτηνοτροφία. Ίσως ο μόνος τρόπος στην αρχή να επιβιώσουν, αλλά και να διατηρήσουν εκείνο που τους άρεσε πιο πολύ. Την ελευθερία τους. Σιγά σιγά βέβαια, απλώνοντας ρίζες στο τόπο που εποίκισαν, άρχισαν να ασχολούνται και με τη γεωργία και αργότερα έγιναν τεχνίτες ακόμη και έμποροι.
Οι αρβανίτες ενσωματώθηκαν σχεδόν αμέσως στον Ελλαδικό χώρο, παρά τα πρώτα αναπόφευκτα προβλήματα, αποδεικνύοντας προαιώνιες εκλεκτικές συγγένειες με το τόπο και τους ανθρώπους του. Διατήρησαν τα πολιτιστικά και πολιτισμικά τους στοιχεία, που η ουσία όμως αυτών των στοιχείων, δεν απείχε και πολύ από την ουσία των πολιτιστικών στοιχείων του αυτοχθόνου πληθυσμού.
Δε θα ήταν υπερβολή να υποθέσουμε, πως αυτά τα καταπιεσμένα στίφη που διψούσαν για πρόοδο και δικαιοσύνη, απέκτησαν σύντομα τη πρώτη τους, έστω λανθάνουσα στην αρχή εθνική συνείδηση, μαζί με τους άλλους για αιώνες καταπιεσμένους, από τη Ρωμαϊκή και Βυζαντινή αυτοκρατορία. Τους Έλληνες της Στερεάς Ελλάδας, της Πελοποννήσου, των νήσων κτλ. Έλληνες που έρχονταν κατ’ ευθείαν από την αίγλη της αρχαίας Ελλάδας και οι οποίοι είχαν καταληστευτεί πολιτιστικά από τους Ρωμαίους και έπειτα διωχθεί από το Βυζάντιο ως ειδωλολάτρες. Και δεν είναι βέβαια κρυφός, ο τρόπος εγκαθίδρυσης του χριστιανισμού σε αυτές της περιοχές. Καύση των αρχαίων ναών, απαγόρευση των αγώνων, υποχρεωτική αποστροφή από την αρχαία ελληνική φιλοσοφία και τα θέατρα, με τη δαμόκλειο σπάθη της θανατικής καταδίκης στους μη συμμορφουμένους κτλ.
Πάντα όμως σε αυτές τις περιοχές υπήρχαν θύλακες αντίστασης ποικιλόμορφοι και ποικιλότροποι. Και αυτό το ήξερε η Κωνσταντινούπολη. Χαρακτηριστικό είναι, ότι μετάθεση Βυζαντινού αξιωματούχου στη Στερεά και τη Πελοπόννησο, θεωρούνταν δυσμενή μετάθεση, σημάδι ότι οι περιοχές αυτές, ήταν πάντα στο μάτι της Βυζαντινής αυτοκρατορίας ως πρώην ειδωλολατρικές και πάντα επικίνδυνες.
Μοναδική περίπτωση επιστροφής στο αρχαιοελληνικό πνεύμα, υπό την ανοχή των αυτοκρατόρων Μανουήλ και Ιωάννη Παλαιολόγου, ήταν η περίπτωση του Πλήθωνος Γεμιστού, μόνο και μόνο γιατί ο συγκεκριμένος φιλόσοφος, που άφησε την Κωνσταντινούπολη και ήρθε στο Μυστρά, ήταν προσωπικός φίλος των δύο αυτοκρατόρων. Ο Πλήθων Γεμιστός ίδρυσε σχολή και μεταλαμπάδευσε στην Φλωρεντία κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας, κάτι πολύ σημαντικό για την προετοιμασία εκεί της αναγέννησης και του Διαφωτισμού μετέπειτα, μεγάλα κινήματα που επηρέασαν με τη σειρά τους και προετοίμασαν ακόμα και την ελληνική επανάσταση. Υπό αυτή την έννοια το αρχαιοελληνικό ιδεώδες διασώζεται, αναγεννιέται στην Ευρώπη και επιστρέφει δριμύτερο να οπλίσει ιδεολογικά, να προετοιμάσει και να δώσει ταυτότητα στην ελληνική επανάσταση.
Η περίπτωση όμως του Πλήθωνος Γεμιστού, ήταν από τις ελάχιστες περιπτώσεις ανοχής της νεορωμαϊκής ή Βυζαντινής αυτοκρατορίας απέναντι στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Κατά κανόνα, το Βυζάντιο εδίωκε δια ροπάλου τον υποτιθέμενο ειδωλολατρικό πληθυσμό και τέτοιες τάσεις.
Με άλλα λόγια, αρβανίτες και παλαιοί Έλληνες, είχαν κοινά βιώματα καταπίεσης και διωγμών, διψούσαν για ελευθερία, δικαιοσύνη και πρόοδο και αυτά ακριβώς τα στοιχεία τους ένωσαν.

Με τη πτώση του Βυζαντίου, παλαιοί Έλληνες και Αρβανίτες είχαν πια κοινή μοίρα απέναντι στο κατακτητή και αυτό τους ένωσε ακόμη περισσότερο. Ο χριστιανισμός από το 1453 και μετά, στη διάρκεια των τετρακοσίων χρόνων της Οθωμανικής κυριαρχίας, είναι το εμφανές στοιχείο που μπορεί να διαχωρίζει τους παλαιούς Έλληνες και τους Αρβανίτες από τους Οθωμανούς και γι’ αυτό οι Αρβανίτες τον ασπάσθηκαν. Ο χριστιανισμός ήταν το αντίπαλο δέος απέναντι στον μουσουλμανισμό επειδή ήταν και οι δύο θρησκείες μονοθεϊστικές. Από την άλλη, ήταν από δύσκολη έως αδύνατη η αναβίωση της αρχαίας θρησκείας, διότι τα δύο τεράστια δέντρα, ο μουσουλμανισμός και ο χριστιανισμός, ήταν σε τέτοια ανάπτυξη που δεν θα άφηναν ποτέ να ανθίσει ξανά ένα τέτοιο δέντρο από κάτω τους. Επίσης δεν υπήρχαν καν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να συμβεί κάτι τέτοιο. Το δέντρο ήταν βγαλμένο από τη ρίζα του. Οι ναοί ήταν ερείπια ή θαμμένοι κάτω από χριστιανικούς ναούς, δεν υπήρχαν ιερείς ούτε η αναγκαία παιδεία για να στηρίξει μια τέτοια αναβίωση. Για κάθε φωτεινό πνεύμα λοιπόν αυτής της εποχής, ήταν αντιληπτό, πως οποιαδήποτε τάση σχετική με το αρχαίο παρελθόν, έπρεπε να περάσει μονάχα μέσα από τον χριστιανισμό και να μεταμφιεστεί τα στοιχεία του. Τη συγκεκριμένη στιγμή, ο μεγάλος εχθρός ήταν οι Οθωμανοί γι’ αυτό χριστιανισμός και αρχαιοελληνικό ιδεώδες, έπρεπε να συμμαχήσουν ή να μετατοπίσουν την επίλυση των διαφορών τους στο μέλλον. Η επίγνωση του ενός πόλου για την αναγκαιότητα του άλλου, είναι το πολύτιμο στοιχείο, που όχι μόνο έδρασε σα θρυαλλίδα για να ανάψει το όραμα της δημιουργίας ελληνικού κράτους, αλλά τελικά και η προϋπόθεση για την επιτυχή έκβαση αυτού του οράματος.
Γιατί όμως, ήταν απαραίτητη αυτή η συμμαχία; Γιατί, για να έχει πιθανότητες η προεργασία και η έκβαση αυτής της επανάστασης, έπρεπε να συμμαχήσει ο χριστιανισμός με το αρχαιοελληνικό ιδεώδες;
Μα ακριβώς γιατί ήταν οι κυρίαρχες τάσεις που διαφοροποιούνταν από την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Ο χριστιανισμός, σαν ήδη καθιερωμένη δύναμη, είχε σφραγίσει και διαφοροποιήσει από τον Μουσουλμανισμό και τους Τούρκους, το μεγάλο μέρος των κατοίκων του ελλαδικού χώρου. Προσέδιδε διαφορετική ταυτότητα σε αυτούς και τους ομογενοποιούσε. Ο χριστιανισμός επίσης, είχε στα σπλάχνα του κάτι που όσο κι αν ήταν λησμονημένο μες στους αιώνες, έπρεπε πάση θυσία να επιστρατευτεί ξανά, γιατί ήταν μια συνταγή πετυχημένη, αφού είχε κατορθώσει να εκπορθήσει εκ των έσω ακόμη και τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Και αυτή η συνταγή δεν ήταν άλλη από την συνταγή της συνομωσίας. Ο χριστιανισμός λοιπόν, γνωρίζοντας καλά από αυτές τις τακτικές, θεωρούνταν απαραίτητος σε αυτόν τον αγώνα. Στον αγώνα που χρειαζόταν όσο τίποτε, τουλάχιστον στην αρχή, το συστατικό της συνομωσίας. Ένα ακόμα στοιχείο που έκανε τον χριστιανισμό ουσιαστικό σύμμαχο στον αγώνα της απελευθέρωσης, ήταν η ιδεολογική του συγγένεια με τους φτωχούς, τους σκλάβους και τους πληβείους. Παρατηρούμε δηλαδή, πως παρά την μεταφυσικότητά του, ο χρστιανισμός ήταν απαραίτητος καθαρά για λειτουργικούς λόγους στην ελληνική επανάσταση. Για λόγους ομογενοποίησης, πρόσδεσης ταυτότητας του πληθυσμού που έπρεπε να ξεσηκωθεί και σύσφιξη των σχέσεων αυτού του πληθυσμού μεταξύ του.
Από την άλλη, το αρχαιοελληνικό ιδεώδες ήταν το όραμα αυτού του πληθυσμού. Το όραμα της ελευθερίας, της δημοκρατίας και του ορθολογισμού. Η αρχαία Ελλάδα δεν ήταν μόνο η έμπνευση αλλά και ο στόχος. Ποτέ δε θα είχε πετύχει ο χριστιανισμός από μόνος του με την ελληνική επανάσταση, αν δεν υπήρχε το όραμα του αρχαιoελληνικού ιδεώδους. Αν το όραμα ήταν επιστροφή στο Βυζάντιο, η επανάσταση θα είχε αποτύχει παταγωδώς εν τη γενέσει της. Το όραμα λοιπόν ήταν η αναβίωση των επιτευγμάτων της αρχαίας Αθήνας. Ο χριστιανισμός απλά χρησιμοποιήθηκε, επειδή ήδη είχε εγκαθιδρυθεί και ομογενοποιήσει τους σκλάβους. Κανένας δε θα ξεσηκωνόταν για να βάλει αφέντες καλόγερους και παπάδες πάνω απ' το κεφάλι του. Κανένας δε θα ξεσηκωνόταν για να αναβιώσει το Βυζάντιο. Θα ξεσηκωνόταν όμως, αν κέρδιζε την ελευθερία της σκέψης και της βούλησης, αν κέρδιζε την Δημοκρατία. Τα κύρια στοιχεία που ανακάλυψαν και ύψωσαν σε ιδεώδες οι αρχαίοι Έλληνες.
Έτσι, παρά τους πρώτους δισταγμούς, αρκετά μοναστήρια και κει επειδή ακριβώς είχαν καταφύγει αρκετές πεφωτισμένες προσωπικότητες όχι κατ' ανάγκη για θρησκευτικούς λόγους, δεν ήταν μόνο φορείς του χριστιανισμού. Ήταν και κέντρα μελετών. Και μάλιστα αρχαιοελληνικών μελετών. Δεν ήταν λίγοι οι διψασμένοι για γνώση, που ντύνονταν το ράσο μόνο και μόνο για να αποκτήσουν πρόσβαση σε αυτή τη γνώση. Και εκεί ακριβώς, ανακάλυπταν το αρχαίο ελληνικό μεγαλοπρεπές παρελθόν. Δεν ήταν λίγοι από αυτούς τους μελετητές που ονειρεύτηκαν την αναβίωση αυτού του παρελθόντος και έτσι για πρώτη φορά, έχουμε το οξύμωρο φαινόμενο μέσα στα χριστιανικά μοναστήρια, τα άντρα του χριστιανισμού που λίγους αιώνες πριν κυνηγούσε λυσσαλέα τους ειδωλολάτρες και οτιδήποτε θύμιζε την αρχαία αίγλη, να σιγοψιθυρίζεται και το παρελθόν των αρχαίων Ελλήνων. Η συμμαχία που λέμε πιο πάνω, αρχίζει να παίρνει σάρκα και οστά. Έτσι, αν υποθέσουμε πως σταδιακά και αχνά δημιουργείτε το όραμα της ελευθερίας, αυτό έχει δύο άξονες. Από τη μια τον χριστιανισμό και από την άλλη την αναβίωση του αρχαιοελληνικού ιδεώδους. Για πρώτη φορά, τόσο αντίθετα μεταξύ τους στοιχεία, ενώνονται για να δημιουργήσουν το όραμα της ελευθερίας. Είναι σα ένα ξίφος που είχε δύο όψεις και κόψεις. Από τη μία ο χριστιανισμός, από την άλλη το αρχαιοελληνικό ιδεώδες, που φυσικά δεν αναδιοργανωνόταν μόνο στα μοναστήρια, αλλά πολύ περισσότερο στην Ευρώπη. Στην Ευρώπη, που από την εποχή του Κοπέρνικου και του Γαλιλαίου ακόμα, ύστερα του Γκαίτε και μετέπειτα των Διαφωτιστών, υποκλινόταν ευλαβικά όχι πια στην Ιερουσαλήμ, αλλά στην αρχαία Αθήνα.

Οι τέσσερις αιώνες δουλείας από τους Οθωμανούς για να επανέλθουμε, η κοινή θρησκεία, η κοινή μοίρα, έκαναν αυτό το κράμα παλαιών Ελλήνων και Αρβανιτών ένα αδιάσπαστο στοιχείο, ένα καινούριο μέταλλο, πιο ισχυρό και πιο λαμπερό, ακριβώς όπως ο σίδηρος όταν αναμιγνύεται με τον κασσίτερο δίνει κάτι πιο σκληρό και ανθεκτικό. Τον χάλυβα.
Φτάνουμε έτσι στα 1821, όπου Αρβανίτες και παλαιοί Έλληνες, δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι καινούριοι Έλληνες. Γιατί δε τους διαχωρίζει πια απολύτως τίποτα παρά μόνο η γλώσσα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως πολλοί αρβανίτες δε μιλούν ελληνικά. Οι Αρβανίτες διατρανώνουν αγέρωχα την Ελληνική τους συνείδηση και ταυτότητα και ξεσηκώνονται μαζί με όλους τους Έλληνες. Ακριβώς γιατί νιώθουν Έλληνες. Έχουν αποδείξει όλα αυτά τα χρόνια, ότι ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες, κάτω δηλαδή από τη καταπίεση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, μπορούν να ανθίζουν, να προοδεύουν και φυσικά να αγαπάνε και να προστατεύουν το τόπο τους. Οι μισοί σχεδόν ήρωες της Ελληνικής επανάστασης είναι αρβανίτες με συνείδηση Ελληνική. Ο Σκουρτανιώτης και οι Δερβενοχωρίτες το ίδιο. Οποιαδήποτε αναφορά σε Αλβανικό παρελθόν τους εξοργίζει, ακριβώς γιατί η πρώτη τους εθνική συνείδηση είναι η ελληνική. Αν υπήρχε κάτι άλλο, τόσες γενιές θα το φρόντιζαν και θα το διατηρούσαν, όπως κάνουν κρυφά οι γενεές των ανθρώπων, όταν θέλουν να διαφυλάξουν κάτι ιερό και πολύτιμο. Τέτοια συνείδηση λοιπόν ποτέ δεν υπήρχε. Η πρώτη και μοναδική συνείδηση των Αρβανιτών ήταν και είναι η ελληνική. Αυτό είναι το πολύτιμο που απέκτησαν οι αρβανίτες τόσους αιώνες στον Ελλαδικό χώρο και αυτό το πολύτιμο, το προάσπισαν και το διαφύλαξαν με το αίμα τους.
Και αυτοί οι καινούριοι Έλληνες, είναι σε θέση πια, να πάρουν όλοι μαζί το ξίφος με τις δύο κόψεις, από τη μια τη χριστιανισμού και από την άλλη του αρχαιοελληνικού ιδεώδους και να το στρέψουν ενάντια στη κραταιά Οθωμανική αυτοκρατορία.

Θα ήταν παράλειψη όμως να μην αναφέρουμε και κάποιες εξαιρέσεις του αγώνα των αρβανιτών κατά την διάρκεια της ελληνικής επανάστασης. Μια τέτοια, ήταν και η περίπτωση των Χασιωτών αρβανιτών, που πρόδωσαν τον καπετάνιο Μελέτη Βασιλείου στους Τούρκους. Δε θα πρέπει να ξεχνάμε όμως, τη χρονική περίοδο που έλαβε χώρα το συγκεκριμένο γεγονός. Και αυτή η περίοδος, δεν είναι άλλη από την σκοτεινή περίοδο που ο Γκούρας ήταν φρούραρχος των Αθηνών και κυριολεκτικά είχε καταληστεύσει και τρομοκρατήσει τους κατοίκους των γύρω περιοχών με αποτέλεσμα αυτοί οι κάτοικοι και η τοπική δημογεροντία να έχουν κυριολεκτικά απαυδήσει με τα καμώματα των Ελλήνων που πρέσβευαν ένα καλύτερο αύριο. Η αρπακτική και ληστρική συμπεριφορά του Γκούρα και της παρέας του, πράγματι υποδαύλισε σημαντικά την επανάσταση, γιατί βλέποντας ο απλός κόσμος πως στην ουσία άλλαζε αφέντες στο σβέρκο του, έχασε ξαφνικά κάθε προθυμία για την συνέχιση του αγώνα και έγινε ευάλωτος στη πολιτική των Τούρκων, που θέλησαν να εκμεταλλευτούν στο έπακρο το γεγονός. Η δημογεροντία λοιπόν της Χασιάς, έλαβε την απόφαση, να συμμαχήσει με τους Τούρκους για να γλιτώσουν απ' τη παρέα του Γκούρα. Ίσως βέβαια ήταν και μια απόφαση να σώσουν αμάχους και γυναικόπαιδα από το λεπίδι των Τούρκων. Γιατί θα πρέπει να πούμε εδώ, πως ίσως σε μας σήμερα φαντάζουν όλα εύκολα και επίπεδα. Στη πραγματικότητα όμως, η ελληνική επανάσταση, δεν ήταν ούτε επίπεδη, ούτε ρηχή, ούτε εύκολη υπόθεση.
Τέτοια γεγονότα όμως, ακόμη κι αν είναι ως ένα σημείο δικαιολογημένα από τις μεγάλες αντιφάσεις αυτής της εποχής, δε παύουν να αποτελούν μελανές σελίδες στη ιστορία της ελληνικής επανάστασης. Γιατί στην ουσία δε τη πλήρωσε ο Γκούρας όπως θάπρεπε, αλλά ένας αγνός αγωνιστής με μεγάλη προσφορά όπως ο αρβανίτης Μελέτης Βασιλείου. Ευτυχώς δε, που τέτοια γεγονότα όπως της Χασιάς, ήταν απλά ελάχιστες σκοτεινές εξαιρέσεις, στη μεγάλη προσφορά του συνόλου των αρβανιτών στον αγώνα της εθνεγερσίας.


(συνεχιζεται)

Κυριακή 15 Ιουνίου 2008

Μυρίζουν ακόμη λιβανιά (3)

Τον αγαπούσε κι ας συνέχισε να τον πικραίνει. Γιατί δεν ήταν μόνο τα παραπάνω. Τελευταία ο Γιώργης είχε κατηγορηθεί μαζί με έναν παπά για ύποπτες συναλλαγές με τους Τούρκους. Για νταραβέρια μαζί τους και ίσως καπάκια.* Έκανε καναδυό μήνες φυλακή. Το γεγονός είχε πειράξει πολύ τον Θανάση. Άντεξε το ότι τον παράτησε, μα δεν άντεχε να λέρωνε και το όνομά του. Ένα όνομα που είχε χτίσει τόσο δύσκολα. Δεν ήξερε καν αν ήταν αλήθεια όλα αυτά ή ο μικρός είχε πέσει θύμα των καιρών. Δεν είχε ιδέα. Πάντως όταν τον επισκέφθηκε στη φυλακή εκείνος έσκιζε τα ρούχα του, πώς όλα ήταν συκοφαντίες. Και ήταν, γιατί βγήκε γρήγορα έξω. Οι κατηγορίες δε στηρίζονταν. Περισσότερο όμως επηρέασε την απελευθέρωσή του ο Γκούρας, παρά ο ίδιος. Κι αυτό τον πείραξε. Ότι δεν εισακουόταν πια όπως παλιά. Και πως ο Γιώργης με την ορμή και την επιπολαιότητά του, σκίαζε το δικό του όνομα. Προσπαθούσε να υποσκελίσει με τα καμώματά του τον ίδιο και την ιστορία του.

Ναι, ούτε τον αδερφό του δεν είχε πια μαζί του, πώς να τα έβαζε με το ετοιμοπόλεμο και έμπειρο στράτευμα του Ομέρ;
Ένιωθε περισσότερο αδύναμος από ποτέ. Αν μετρούσε τους έμπιστούς του πια, δε θάβρισκε πάνω από δέκα. Ο εμφύλιος, οι διχόνοιες κι αυτή η δίψα που είχε απλωθεί σαν αρρώστια παντού να πιάσουν όλοι πόστα, είχε αποδυναμώσει τους οπλαρχηγούς. Η κυβέρνηση στους ημέτερους έδινε μιστούς και πολεμοφόδια με το τσουβάλι,για να
διατηρούν και να αυξάνουν το στράτευμά τους, σε άλλους τάδινε με το στανιό και με χίλια παρακάλια, για ν’ αποδυναμωθούν. Και τελευταία, μάλλον δεν ανήκε στους ημέτερους, αν έκρινε από τα ελάχιστα που τούστελναν.
Μα τότε γιατί αυτή η εξωφρενική διαταγή της αντιστρατηγίας; Μήπως ήταν όλα ένα
οργανωμένο σχέδιο να τον εξοντώσουν; Μήπως…μήπως αυτός ο αδίσταχτος ο Γκούρας, τον είχε διαβάλει πείθοντας τη κυβέρνηση να τον βγάλει από τη μέση, για να βάλει στη θέση του τον Γιώργη, που τον είχε του χεριού του; Μήπως ο Γκούρας θέλει μ' αυτό το τρόπο να πάρει τον έλεγχο, ακόμα και των Δερβενοχωρίων;
Ο Θανάσης κοίταξε τριγύρω μη τον δει κανένα μάτι. Είχε βουρκώσει.
Όχι…όχι… Κι αν ακόμη είναι έτσι, ο Γιώργης δε θα έχει ιδέα. Κι αν είναι έτσι, απλά δε μπορεί να δει τα σχέδια του Γκούρα. Μπορεί να είναι φιλόδοξος ο Γιώργης και ορμητικός, αλλά δε θα έφτανε σε τέτοιο σημείο ποτέ.
Από την άλλη μπορεί να μην είναι τίποτα όλα αυτά. Μπορεί ο ίδιος να είναι καχύποπτος μόνο. Μπορεί τα πράματα να είναι όπως τα λέει το γράμμα. Η κυβέρνηση βλέποντας τριγύρω τη κατάντια, να έβαλε στην άκρη ημέτερους και μη και να σκέφθηκε μόνο το καλό της πατρίδας. Στη Βοιωτία έκανε ό, τι ήθελε ο Ομέρ, έπρεπε κάποιος να τον σταματήσει. Για να κλείσουν πάλι οι πόρτες για τη Πελοπόννησο. Να ξανανθίσει η επανάσταση.
Έπειτα, δεν είχε έρθει ποτέ σε σύγκρουση με τους κυβερνώντες. Δε τους είχε φιλήσει βέβαια και το κώλο, αλλά δε τάβαλε ποτέ ανοιχτά μαζί τους. Όποιος ήταν στη κυβέρνηση τον είχε αποδεχτεί. Αυτός ήταν στρατιωτικός, δεν έμπαινε στα παιχνίδια τους. Αν είχαν κάποιο λόγο να τον εξοντώσουν, αυτός ήταν μια αχνή φιλία με τον Ανδρούτσο. Μα με τον Ανδρούτσο ήταν φίλοι ένα σωρό οπλαρχηγοί. Και ποιος δεν ήταν; Ναι είχε εξοργιστεί όταν τον σκότωσαν, πρώτα γιατί ήταν παλικάρι και τον έτρεμαν οι Τούρκοι, και δεύτερο γιατί μ’ αυτό που τούκαναν, περιφρονούσαν και έβαζαν στην άκρη όλο το στρατιωτικό συνάφι, που έπαιζε τη ζωή του κορώνα γράμματα, για να δίνουν αυτοί διαταγές και να παριστάνουν τους σπουδαίους. Κι ο ίδιος ήξερε καλά πως ο θάνατος του Ανδρούτσου, ήταν ένα σαφές μήνυμα προς όλους τους οπλαρχηγούς.
«Καθίστε καλά γιατί θα πάθετε τα ίδια. Κουμάντο τώρα κάνουν οι πολιτικοί!»
Όλες αυτές τις σκέψεις του όμως, δε τις είχε ομολογήσει, παρά στους έμπιστούς του. Δεν υπήρχε περίπτωση να έχει μιλήσει κάποιος απ’ αυτούς, οπότε τζάμπα φοβόταν.
Το γράμμα της κυβέρνησης τότε, δε μπορεί παρά να είναι ειλικρινές. Η κυβέρνηση δε ζητούσε τίποτε άλλο αυτές τις δύσκολες ώρες, παρά έναν ηγέτη στη Βοιωτία που θα αναδιοργάνωνε τον αγώνα, θα ένωνε όλους τους οπλαρχηγούς από κάτω του για να αντιμετωπίσουν τον Ομέρ και να κλείσουν τους δρόμους για τη Πελοπόννησο όπως παλιά. Ο Διάκος έλειπε πια, ο Ανδρούτσος έλειπε, ο Γκούρας ήταν μισητός. Έπρεπε να αδράξει την μεγάλη ευκαιρία και να συνδέσει το όνομά του με την αναγέννηση της επανάστασης και γιατί όχι, την απελευθέρωση της πατρίδας. Μα για να γίνει αυτό, έπρεπε να πείσει πρώτα τους ίδιους τους Δερβενοχωρίτες που τους προστάτευε χρόνια, πως δεν ήταν προστάτης πια μόνο των Δερβενοχωρίων, αλλά όλης της Βοιωτίας. Και για το λόγο αυτό, έπρεπε να φύγει και να οργανώσει τον αγώνα δυτικά. Γιατί δεν ήταν μόνο το γράμμα. Τελευταία, όλο και πλήθαιναν οι παραινέσεις των κατοίκων των δυτικών χωριών, να πάει να τους βοηθήσει και να κάνει αισθητή τη παρουσία του εκεί που οι Τούρκοι είχαν ξεσαλώσει. Κι αν δε τόχε τολμήσει μέχρι σήμερα, ήταν γιατί δεν ήθελε να μπει χωρίς άνωθεν διαταγή στα χωράφια μικροοπλαρχηγών που δυστυχώς πολλοί απ’ αυτούς ήταν κοινοί κατσικοκλέφτες. Μα τώρα τα πράματα ήταν αλλιώς. Ακόμα και σ’ αυτούς έπρεπε να βάλει σειρά. Είχε διαταγή.
Ο Θανάσης Σκουρτανιώτης σηκώθηκε απ’ το βράχο. Τα καστανά του μαλλιά που έπεφταν ίσια στους ώμους ανέμισαν στο ψυχρό αεράκι. Ήταν κι αυτός ωραίος άντρας. Φιλική φυσιογνωμία. Άνθρωπος, που από τη πρώτη στιγμή που τον αντίκριζες, δεν είχες τίποτα να φοβηθείς και τον εμπιστευόσουν με τη πρώτη. Δεν ήταν τυχαία η αγάπη που τούχε ο απλός κόσμος. Δεν έκρυβε μέσα του άλλα. Αστραφτερό γυαλί πέρα ως πέρα. Λίγο κάτω από ένα ογδόντα. Μελαψός και αδύνατος, χωρίς τίποτα περιττό πάνω του, μα συνάμα δυνατός και σβέλτος. Ένα ελάφι του βουνού. Ένα γνήσιο λουλούδι του τόπου.
Άκουσε ένα σφύριγμα και είδε από μακριά τον δεκαοχτάχρονο Νίκο Γκέλη που ερχόταν να συνεχίσει αυτός τη προφυλακή. Άρχισε να κατεβαίνει απ' τη φυλάχτρα. Σε λίγο θα νύχτωνε. Μόλις αντάμωσαν, ο καπετάνιος χάιδεψε πατρικά τα μαλλιά του μικρού Γκέλη και τον προέτρεψε να έχει τα μάτια του ανοιχτά και να προσέχει.
Μετά, πήρε ήρεμος κι αποφασισμένος το δρόμο για τα Σκούρτα που βυθίζονταν αργά αργά στο σκοτάδι.



(συνεχίζεται)

*Καπάκια: Προέρχεται από τη τούρκικη λέξη Kapak που σημαίνει συμφιλίωση. Θεωρούνταν οι μυστικές συμφωνίες –συνήθως των οπλαρχηγών της Στερεάς- με τους Οθωμανούς, που γίνονταν για διάφορους λόγους. Ήταν ουσιαστικά μια τακτική πρόσκαιρου προσκυνήματος και ανακωχής με τον εχθρό, για να κερδηθεί πολύτιμος χρόνος , να σωθούν άμαχοι από σφαγές ή για να ανανεωθεί η άμυνα. Τα καπάκια είχαν χρησιμοποιηθεί πολλές φορές προς όφελος της επανάστασης. Στα χέρια των πολιτικών όμως, έγιναν πολιτικό όπλο, γιατί μπορούσαν κατά το δοκούν, να κατηγορούν οπλαρχηγούς για προδοσία κτλ. Τα καπάκια ήταν προσφιλής και αποδεκτή τακτική πολλών οπλαρχηγών της Στερεάς, όπως του Ανδρούτσου, του Καραϊσκάκη και πολλών άλλων.

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2008

Μυρίζουν ακόμη λιβανιά (2)

(λογοτεχνική απόπειρα του ολοκαυτώματος)

Πήρε το δρόμο για το αγαπημένο του μέρος. Από μικρό παιδί σαν ήθελε να σκεφτεί και να ηρεμήσει, εκεί πήγαινε. Πάνω σε έναν βράχο παρατηρητήριο δυτικά του χωριού, στην κακοτράχαλη κορυφογραμμή που από κει, μπορούσε να αντικρύσει το κάμπο χαμηλά, βόρεια των Δερβενοχωρίων.
Δεν έκανε πάνω από ένα τέταρτο να φτάσει, έτσι γοργός που ήταν.
Άκουσε το συνθηματικό σφύριγμα του άντρα που είχε την ευθύνη να ελέγχει την δίοδο στα Δερβενοχώρια από τη Λιάτανη και το Κλειδί. Ανταπέδωσε το σφύριγμα και σε λίγο είδε το Ντούσια να εμφανίζεται χαμογελαστός πάνω σε έναν βράχο με το τεράστιο καριοφίλι του στο χέρι.
«Τσ’ μπν καπετάνιο; Τσι μπόρε γκα κουτού; » (Τι κάνεις καπετάνιο, τι έχασες από δω;) του είπε σε άψογα αρβανίτικα αστειευόμενος.
«Νι νούσε με στεφάν» (Μία νύφη με στεφάνι) ανταπέδωσε το αστείο εκείνος.
Ο Ντούσιας γέλασε και πήδησε απ’ το βράχο, ερχόμενος προς αυτόν. Μαζί με το καριοφίλι, κρατούσε κι ένα σκοτωμένο λαγό. Σε λίγο συναντήθηκαν.
«Πώς πάει;» ρώτησε ο Θανάσης.
«Ησυχία καπετάνιο, πουλιά πετούμενα μόνο»
«Και λαγοί πετούμενοι! Σούχω πει να μη ρίχνεις ντουφέκι Ντούσια όταν είσαι προφυλακή! Στόχω πει χίλιες φορές!» είπε ο Θανάσης αυστηρά.
«Τι νάκανα καπετάνιο, αφού μου πήδησε μπροστά. Θα γέλαγε με μένα!» είπε απολογητικά ο άλλος.
«Τράβα στο χωριό Ντούσια. Θα μείνω εγώ καναδυό ώρες. Τράβα και μη ξαναρίξεις σε λαγό, όταν φυλάς το χωριό. Προδίδεις τη θέση σου!»
«Καλά καπετάνιο» είπε εκείνος κάπως πειραγμένος και κίνησε να φύγει.
Μετά από λίγα μέτρα, σταμάτησε, πασπάτεψε ευχαριστημένος το λαγό και τον έκοψε στη πλάτη.
«Θα σου φυλάξω μια μερίδα καπετάνιο!» φώναξε και συνέχισε το δρόμο του σφυρίζοντας κεφάτος.


Ο Θανάσης κάθισε δίπλα στο βράχο κι ατένισε το κάμπο. Ένα κάμπο που τον γνώριζε καλά γιατί μέσα του, έπαιζε χρόνια κλεφτοπόλεμο με τους Τούρκους της Χαλκίδας και τους ληστές που λυμαίνονταν τη περιοχή. Τα χωριά κάτω, τα ήξερε με κλειστά μάτια και είχε φίλους παντού. Το Κουμπίτσα και Κοτζάνη που ήταν πιο κάτω προφυλακή από τη Λιάτανη. Το Μπουγέσα το Σταμάτη πάλι από τη Λιάτανη. Δεν ήταν πολεμιστής ο Μπουγέσας. Αλλά το σπίτι του ήταν πάντα φιλόξενο και εκείνος βοηθούσε με κάθε τρόπο στις εξορμήσεις τον ίδιο και τους άντρες του. Με αλεύρι, τυρί, ακόμα και σφαχτά. Κι άλλους. Το Γεωργίου και το Τόλια απ' το Σχηματάρι που τους είχε μαζί του ως πολεμιστές όταν κατέβαινε, το Κότα το Φράγκο από τα Χάλια, τον Αθανασίου από το Χλεμποτσάρι, το Μπλάνα το Κώτσο και το Μήτρο Μπελεγράτη από το Μπράτσι, το μπουλουξή* Αναστάση Νταούτη από τις Μουσταφάδες κι ένα σωρό άλλους. Λεβέντες όλοι τους κι αδέρφια στον αγώνα.
Ο τόπος του!
Που τον ονειρευόταν λεύτερο! Μη το πατάει Τούρκικο ποδάρι.

Ήταν συννεφιασμένο το απόγευμα. Ένα ψυχρό αεράκι ερχόταν απ’ το βοριά, υπενθυμίζοντάς του, πως σε λίγο θα έμπαινε άλλος ένας χειμώνας. Και πάντα ήταν δύσκολοι οι χειμώνες στο οροπέδιο των Δερβενοχωρίων. Με αφόρητο κρύο και πολύ χιόνι. Έβγαλε από το κόρφο του πάλι την επιστολή της κυβέρνησης. Τη ξαναδιάβασε. Ναι αισθανόταν μπερδεμένος. Από τη μια η αντιστρατηγία που τον έκανε αρχηγό των όπλων της Βοιωτίας. Από την άλλη η διαταγή. Ρητή. Να θέσει τέρμα στις επελάσεις του Ομέρ Πασά του Ευρίπου. Ήταν εξωφρενικό. Με τι στράτευμα; Και ποιον να νικήσει; Τον Ομέρ Πασά, που δεν είχε κατορθώσει να τον νικήσει κανένας; Ούτε καν αυτός ο Ανδρούτσος; Γιατί του έδιναν μια τέτοια διαταγή; Μήπως ήταν παγίδα; Μήπως τον είχαν προγράψει και τον είχαν συνδέσει με τον Ανδρούτσο; Από μια άποψη, αν ακολουθούσε πιστά τη διαταγή, ήταν αυτοκτονία. Δεν είχε καμία τύχη αν ερχόταν αντιμέτωπος ευθεία με τον Ομέρ. Και με τι στράτευμα αλήθεια; Με τους λιγοστούς Δερβενοχωρίτες που του έμεναν πιστοί; Ούτε καν κι αυτός ακόμη ο αδερφός του ο Γιώργης, δεν ήταν μαζί του.
Ο Γιώργης. Ο μικρότερος αδερφός του Θανάση. Άγγελος και διάβολος μαζί. Άλλοτε μαλακός σα μπαμπάκι, άλλοτε σκληρός σα γρανίτης. Ίσως να μην υπήρχε ομορφότερος άντρας στη Βοιωτία. Δυνατός, ψηλός, γεμάτος μυς και ένα πρόσωπο σαν αρχαίος Έλληνας. Είκοσι δύο χρονών, στο απόγειο της ομορφιάς και της δύναμής του. Ενθουσιώδης, με ξεσπάσματα χαράς και οργής, ένας χείμαρρος ζωής, μια δύναμη της φύσης. Άγριος κι ερωτικός. Συχνά αδίστακτος. Γεννημένος πολεμιστής.
Μα έκανε εδώ και καιρό του κεφαλιού του. Τον παράτησε και πήγε με το Γκούρα. Πρώτα κυνήγησε μαζί του τον Ανδρούτσο και τώρα ποιος ξέρει πού βρισκόταν. Ίσως στην Ακρόπολη, ούτε πούδινε πια λογαριασμό. Καπετανάτο δικό του ο μικρός. Το τελευταίο γράμμα είχε έρθει από τις Λιβανάτες, όπου τον πληροφορούσε ότι ήταν μαζί με το Γκούρα και κυνηγούσαν τον Ανδρούτσο. Είχε οργιστεί τότε. Δεν είχε καμιά δουλειά ο μικρός αδερφός του Θανάση Σκουρτανιώτη, να κυνηγάει τον Ανδρούτσο. Δεν είχε καμιά δουλειά να έκανε αυτός πολιτική με το όνομά του. Ακολούθησε καυγάς όταν βρέθηκαν τυχαία αργότερα στη Κάζα. Ο μικρός είχε σηκώσει μπαϊράκι. Του είχε πει κατάμουτρα ότι δε ξέρει να ελίσσεται. Ότι ο Ανδρούτσος εκτός από προδότης ήταν χαμένος μια για πάντα. Δε τον ήθελε η κυβέρνηση. Τον είχαν διαγράψει και το τέλος του ήταν κοντά.
«Το μέλλον είναι ο Γκούρας! Χέστον Ανδρούτσο!» του είχε πει αυθάδικα ο μικρός.
«Δε ξέρεις τίποτα για τον Ανδρούτσο» απάντησε ο Θανάσης κι έπνιξε την ορμή να του ριχτεί. Έσφιξε τα σαγόνια του κοιτάζοντας το χώμα.
«Έπρεπε νάμουν εγώ καπετάνιος στα Δερβενοχώρια!» συνέχισε εκείνος.
Τότε κατάλαβε, ότι ο μικρός τον ζήλευε.
Πικράθηκε. Δε τούφταναν οι Μορφόπουλοι κι όλοι οι άλλοι, είχε και τον ίδιο του τον αδερφό που τον ζήλευε και του πήγαινε κόντρα. Υποχώρησε. Δεν ήθελε νάρθει στα χέρια μαζί του. Μαλάκωσε. Ήταν περισσότερο πατέρας γι’ αυτόν παρά αδερφός.
«Δε ξέρεις τίποτα για τον Ανδρούτσο» του είπε πιο μαλακά « Ο Ανδρούτσος είναι παλικάρι. Όπως δε ξέρεις και τίποτα για το Γκούρα. Από πού φύτρωσε αυτός; Ο Αντρούτσος τον έβγαλε στο κουρμπέτι και τώρα τονε κυνηγάει;»
Αλλά ο μικρός είχε μεγάλο στόμα. Δε τόβαζε κάτω.
«Και τι σου έκανε εσένα ο Ανδρούτσος ε; Στις προτάσεις για προαγωγές σε είχε απόξω! Σα να μην υπήρχες. Μόνο για τις μάχες σε ήθελε και να του κουβαλάς νερό!»
Δε απάντησε ο Θανάσης. Η αλήθεια είναι ότι είχε πικραθεί κι ο ίδιος με τον Ανδρούτσο τότε. Είχε πέσει από τα σύννεφα όταν έμαθε ότι δε τον είχε συμπεριλάβει στις προαγωγές κι ας είχε δώσει τόσες μάχες μαζί του στην Εύβοια και στη Κάρυστο κι ας είχε δείξει την αξία του. Δε μίλησε όμως. Το είχε καταπιεί. Μα ο μικρός, έξυσε την αόρατη πληγή.
«Από δω και μπρος» συνέχισε απτόητος ο μικρός «κομμένα όλα! Δουλειά σου και δουλειά μου. Μη με υπολογίζεις!»
Τον είδε ν’ απομακρύνεται και κάτι κόπηκε μέσα του. Ο Γιώργης προσπαθούσε ν’ ανοίξει τα φτερά του μα τον πότιζε δηλητήριο. Τον ήθελε δίπλα του τον Γιώργη. Μόνο μαζί θα έκαναν πολλά και θα γίνονταν μεγάλοι. Γιατί τόλεγε η καρδιά του μικρού. Ήταν γενναίος. Γεννημένος πολεμιστής. Μα πάνω απ’ όλα ο μικρός του αδερφός. Τον αγαπούσε.



*μπουλουξής: Υπαξιωματικός. Ικανός σε άμεση διαταγή να συγκεντρώσει και να διευθύνει 10 με 15 άντρες.