ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΟΥΡΤΑΝΙΩΤΗΣ

...κρίνω περιττόν να αναφέρω τον ένθερμον ζήλον, και τας όσας κατά δύναμιν εκδουλεύσεις εδυνήθην να προσφέρω εις την πατρίδαν και εις όσον καιρόν εφύλαττον τον τόπον θηβών δεν απετόλμησε ο εχθρός να κάμη την παραμικράν καταδρομήν. σπεύδω λοιπόν να προσφέρω και αύθις εις την σεβαστήν διοίκησιν τον ίδιον ζήλον μου και επειδή ο εχθρός καθημερινώς λεηλατεί και αιχμαλωτεί τους αδελφούς μας και ο τόπος επαπειλείται από μέγαν κίνδυνον... να δυνηθώ να προφθάσω τους δυστυχείς αδελφούς μας από τον επαπειλούμενον κίνδυνον. μ' όλον ότι εισέτι δεν ημπορώ να ησυχάσω από τους δριμυτάτους πόνους της πληγής μου, δε βαστά η ψυχή μου να βλέπω τους αδελφούς μας να αιχμαλωτούνται αδίκως...


τη 20 μαϊου 1825
ναύπλιον
ο πατριώτης
αθανάσιος σκουρτανιώτης

Τετάρτη 3 Απριλίου 2019

ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ-Ο ΤΑΚΗΣ ΛΑΠΠΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΣΚΟΥΡΤΑΝΙΩΤΗ


Ο Τάκης Λάππας για τον Αθανάσιο Σκουρτανιώτη






Ο βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνών συγγραφέας Τάκης Λάππας, η φωνή του εικοσιένα όπως τον αποκάλεσαν άλλοι,  στο βιβλίο του ''ΑΘΑΝΑΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ'' σκιαγραφεί με λογοτεχνικό τρόπο προσωπικότητες ηρώων του 1821, όπως των Υψηλάντηδων, του μάρτυρα Ησαϊα Σαλώνων, του αρχοντόπουλου Νοταρά, του Κανάρη, του Νικηταρά, του Αγγελή Γοβγιού και στο διήγημα με τίτλο ''Αληθινό παραμύθι'' σκιαγραφεί τον Αθανάσιο Σκουρτανιώτη και τη μάχη του Μαυροματίου. Ας το απολαύσουμε, γραμμένο από τη μοναδική πένα του Τάκη Λάππα...



ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Τον παππού μου, τον πατέρα της μητέρας μου, τον πρόκανα πολλά χρόνια, ώς που έγινα μεγάλο παιδί. Κοντά εκατό χρονών πέθανε. Κι αν δεν τσακιζόταν πέφτοντας απ' τ' άλογό του, μπορεί να ξεπερνούσε τα εκατό. Τόσο καλοστεκούμενος ήταν. Ψηλός, αδύνατος, ορθόστητος, με την άσπρη γενειάδα του, ντυμένος πάντα με την ολοκάθαρη φουστανέλα του και το γαϊτανόπλεκτο γιλέκι του.
Αυτός ήταν ο πρώτος που μου ξεσκέπασε την άγνωστη για μένα εποχή του εικοσιένα και μ' έκανε τόσο να το αγαπήσω.
Κάθε τόσο μας μιλούσε για την ελληνική επανάσταση, κι όλο και κάτι καινούριο είχε να μας πει. Με πόση λαχτάρα προσμέναμε τα εγγόνια του αυτές τις ιστορίες... Ήξερε κι άλλα πολλά γιατί ήταν διαβασμένος και είχε μακροταξιδέψει σε ξένες χώρες. Στο χωριό του το Δίστομο, τον είχαν για σοφό. Μας μολογούσε ακόμη για θρύλους και ιστορίες του τόπου μας, για νεράιδες και ξωτικά. Τι δε μας έλεγε! Μα τι το θες, σαν άρχιζε να ιστοράει κανένα περιστατικό του Εικοσιένα, άλλος άνθρωπος γινόταν. Θαρρούσες και τα όσα έλεγε, ο ίδιος τα είχε ζήσει! Και γω τότε ήμουν ο πρώτος από τα εγγόνια του που τον ζύγωνα και συνεπαρμένος τον κοίταζα κατά πρόσωπο, για να μην χάσω τίποτα απ' τα μολογήματά του. Θεός σχωρέστον, τον καλό κείνον άνθρωπο. Η μνήμη του πάντα με συντροφεύει και του χρωστάω πολλά. Μονάχα το φταίξιμό μου ήταν, που τα όσα μας ιστορούσε δεν τα κράτησα στο χαρτί μα στη μνήμη. Και είναι αλήθεια πως η παιδιάστικη θύμησή μου πολλά κράτησε, μα και πόσα τα χρόνια δε θα σβήσαν, που τώρα ούτε και τα φέρνει ο λογισμός μου...
Τα πιο πολλά που μας έλεγε για τον αγώνα ήταν άγνωστα. Αρκετά τα συνάντησα ύστερα στις μελέτες μου κι όμως ήταν αλήθεια!
Πού λοιπόν τα ήξερε ο παππούς μου, αφού δεν ήταν αγωνιστής, γιατί γεννήθηκε ύστερα από χρόνια; Ο πατέρας του ήταν ένας άτρομος πολεμιστής, ένας τρανός καπετάνιος. Ήταν Σουλιώτης. Κατέβηκε στον αγώνα ακολουθώντας τους Μποτσαραίους, κλείστηκε μαζί τους στο Μεσολόγγι, πήρε μέρος σε διάφορες μάχες και πολέμησε πλάι πλάι με τον μεγάλο της Ρούμελης, τον Καραϊσκάκη. Σαν τέλειωσε ο πόλεμος άραξε στη Ρούμελη, στο Δίστομο. Εκεί πέθανε, ενενηντάρης. Μα είχε το λογικό του και τη θύμησή του ως τη στερνή του ώρα. Τι και τι δεν τους μολογούσε για τις μάχες που ο ίδιος έλαβε μέρος...
-Με το νι και με το σίγμα τα θυμόταν ο συχωρεμένος, μας είπε κάποτε ο παππούς.
Μα και τούτος δε πήγαινε πίσω. Όσα από χρόνια του ιστόρησε ο πατέρας του, όλα τα θυμόταν με το νι και με το σίγμα... Στη μνήμη ο παππούς ήταν φαινόμενο κι ίσως ξεπέρασε κι αυτόν ακόμα τον πατέρα του.
Χρωστάω πολλά να γράψω για τον παππού και τον προπάππο μου. Κάποτε, ελπίζω το χρέος μου αυτό να το ξεπληρώσω...


Ο παππούς έμενε πάντα στο χωριό το Δίστομο. Τα παιδιά του είχαν εγκατασταθεί πια στην πολιτεία στη Λειβαδιά. Αυτός όμως σπάνια μας ερχόταν. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε όλοι εκεί για παραθέρισμα και μέναμε κοντά του δύο και τρεις μήνες. Μα και μέσα στον χρόνο, πάντα δυο τρεις φορές, θα πεταγόμαστε στο χωριό για δυο μέρες. Αγαπούσαμε πολύ τον παππού και τη γιαγιά, την άγια κείνη γυναίκα.
Μια χρονιά έτυχε ν' αρρωστήσω κι ο γιατρός διάταξε να φύγω απ' την πολιτεία για κανένα μήνα. Πού αλλού λοιπόν θα πήγαινα, απ' τ' αρχοντικό του παππού στο χωριό;
Θυμάμαι με πόση χαρά με δέχτηκε και τι και τι δεν κάνανε αυτός και η γιαγιά, να μ' ευχαριστήσουν και ν' αναλάβω μίαν ώρα αρχήτερα απ' την αρρώστια μου...

Ήταν στις αρχές του Οκτώβρη. Ο χειμώνας ήταν πρώιμος και στο χωριό, που άγρια το δέρνει ο βοριάς και βρίσκεται σε ψήλωμα, είχε κιόλας χειμωνιάσει.
Ανήμερα του Αι Δημητριού, κι από δυο μέρες τώρα, το χιόνι σκέπαζε το χωριό, και κάθε βράδυ καινούριο αυγάταινε το παλιό. Δεν ξέρω γιατί σε κείνα τα χρόνια ο χειμώνας ερχόταν πιο γρήγορα κι ήταν πιο άγριος. Τώρα σάμπως αλλιώτεψε ο καιρός...
Επειδή αυτήν την ημέρα γιόρταζα, ο παππούς και η γιαγιά δεν ξέρανε πώς να μ' ευχαριστήσουν. Ακόμα θυμάμαι τις αφράτες τηγανίτες με πετιμέζι μου μούφτιαξε η γιαγιά πριν ακόμα ξυπνήσω. Το δειλινό με τον παππού είχαμε καθίσει στο παραγώνι και χαιρόμαστε τη φωτιά. Νύχτα και μέρα το τζάκι δεν έσβηνε μα σήμερα ήταν γιορταστικά αναμμένο. Δύο τεράστια κούτσουρα πουρναρίσια καίγανε απ' την αυγή.





-Θα σου ψήσω κάστανα στη χόβολη, μου είπε φτιάχνοντας τη στάχτη στο τζάκι. Και για τη γιορτή σου σήμερα θα σε φιλέψω με κάτι που σου αρέσει!
Μεμιάς τα μάτια μου πέσανε στον τοίχο, που βρισκότανε τα άρματα του προπάππου Σουλιώτη. Το καριοφίλι του, το γιαταγάνι, η πάλα, ένα ζευγάρι κουμπούρια, οι μπαλάσκες, το χαϊμαλί, τα τσαπράζια και μερικά ακόμα της φορεσιάς του. Άλλα μαλαματοκαπνισμένα κι άλλα ασημένια. Όλα τους όμως καλά διατηρημένα απ' τον παππού μου, που ο ίδιος τα φρόντιζε, γιατί τα είχε σαν κειμήλια. Νόμιζα λοιπόν πως θα μου χάριζε κανένα απ' τ' άρματα για να το βάλω στη συλλογή μου από άρματα του Εικοσιένα που είχα κληρονομήσει απ' τον πατέρα μου. Κατάλαβε τη ματιά μου που έπεσε στ' άρματα και μου λέει...
-Όχι γιε μου, όχι απ' αυτά! Όσο ζω και βρίσκομαι καρφί δε θα φύγει από τον τοίχο! Σαν έρθει με το καλό ο καιρός και σταυρώσουν για πάντα τα χέρια μου, ε τότε τα παιδιά και τα εγγόνια μου, να τα μοιράσετε, να θυμάστε τον παππού σας τον Σουλιώτη καπετάνιο, τον Τζίμα Ζέρβα.* Για τη γιορτή σου σήμερα θα σου κάνω ένα άλλο φίλεμα, κάτι που σου αρέσει...
Κατάλαβα τότε πως κάποια ιστορία του εικοσιένα θα μου έλεγε. Και μ' όλο που τώρα πια ήμουν αρκετά μεγάλος, ζύγωσα και πάλι τον παππού, όπως συνήθιζα σαν ήμουνα μικρός.
Έβγαλε από την τσέπη του το μεγάλο μαύρο καλογερίστικο κομπολόγι του και το στριφογύρισε στο δεξί του χέρι, Έτσι έκανε πάντα όταν άρχιζε τις διηγήσεις του.
-Θα σου μολογήσω γιε μου σήμερα το βιος του καπετάν Σκουρτανιώτη... του Θανάση Σκουρτανιώτη... τον έχεις ακουστά αυτόν τον καπετάνιο του Ξεσηκωμού, όπως συνήθιζε πάντα ο παππούς να λέει την επανάσταση.
Με είδε σαστισμένον και χωρίς να μ' αφήσει να αποκριθώ εξακολούθησε...
-Καλά, τα βιβλία, τα χαρτιά δε μολογάνε τίποτα γι' αυτόν;
-Μμμ κάτι έχω διαβάσει μα...
-Ώστε κάτι γράφουν και γι' αυτόν! Μ' άλλα λόγια δεν περίσσεψε χαρτί και μελάνι για τον Σκουρτανιώτη; Καταλαβαίνω γιε μου, είναι κι αυτός απ' τους άγραφους...
Και βάλθηκε να χαράζει τα κάστανα και να τα σκεπάζει με τη ζεστή στάχτη.
-Ήταν Σουλιώτης παππού;
-Όχι από την Αραπιά!
Κατάλαβα πως η απάντηση ήταν ειρωνικιά. Δεν απάντησα. Τον άφησα μόνος του να εξακολουθήσει. Κι αφού τακτοποίησε τα κάστανα, γυρίζει και μου λέει...
-Ο Σκουρτανιώτης ήταν ντόπιος, ντόπιος! Να λίγο αλάργα από τη Θήβα, απ' το χωριό Σκούρτα, στα Δερβενοχώρια. Το σωστό του όνομα ήταν Θανάσης Γάτσης, μα τρανός καπετάνιος όπως ήταν πριν απ' τον Ξεσηκωμό μας, του κόλλησαν του χωριού του το όνομα για επίθετο. Ακούς εκεί να μη γράφουν για τον Σκουρτανιώτη, που κατεβατά ολάκερα θα έπρεπε να ιστοράνε το βιος και την πολιτεία του...
Τα τελευταία του λόγια τα είπε με παράπονο. Κι επειδή κατάλαβα πως ο παππούς θα τα έβαζε με τους ιστοριογράφους και τότε δε θα είχε τελειωμό, θέλησα να τον αποτρέψω ρωτώντας τον...
-Ο πατέρας σου παππού, σου είχε ιστορήσει γι' αυτόν;
-Αμ ποιος άλλος; Πολλές φορές μου μολογούσε για τον Σκουρτανιώτη, που τον είχε για έναν απ' τους τρανότερους ήρωες του Ξεσηκωμού...
Έβγαλε την καπνοσακούλα του και παίρνοντας λίγο καπνό, έστριψε τεχνικά σε τσιγαρόχαρτο το τσιγάρο του. Το άναψε με κάρβουνο απ' το τζάκι και καπνίζοντας ηδονικά, εξακολούθησε...
-Οι Γάτσηδες ήταν εφτά αδέρφια, ο πιο μεγάλος ήταν ο Θανάσης, μα κι ο πιο παλικαράς. ''Κορμί δράκοντα είχε και καρδιά λιονταριού'' μου έλεγε ο πατέρας μου. Σου είπα πως πριν απ' τον Ξεσηκωμό ήταν καπετάνιος στα Δερβενοχώρια. Σαν ξέσπασε ο πόλεμος, πήρε τα παλικάρια του και πολεμούσε κατά καιρούς κοντά στον Κριεζώτη, στο Βάσσο, στον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Στα 1825 τα τούρκικα ασκέρια αλώνιζαν στη Βοιωτία. Οι δικοί μας ζητούσαν και τη συνδρομή του Σκουρτανιώτη, που βρισκόταν τότε στα Δερβενοχώρια και τα φύλαγε. Σαν πήρε το μήνυμα ο Σκουρτανιώτης, ετοίμασε τα παλικάρια του, καμιά πενηνταριά, ναρθεί σε τούτα τα χώματα. Οι Δερβενοχωρίτες όμως από φόβο, δε θέλανε να τον αφήσουν να φύγει. Μα έλα που κείνος ήθελε να πάει να βοηθήσει τη Βοιωτία σε κείνη τη δύσκολη στιγμή! Ήρθε σε λόγια με τους χωριανούς του. ''Δε θ' αλαργέψω πολύ'' τους είπε, για να τους δώσει κουράγιο ''Να δω κοντά θα είμαι κι άμα σταθεί χρεία, θα τρέξω κοντά σας!''. ''Όχι, μη φύγεις!'' του φώναζαν κείνοι δειλιασμένοι. ''Εγώ θα πάω στο χρέος μου!''. Κι ετοίμασε τα παλικάρια του να φύγει. Τότε ο παπάς του χωριού, ένας χοντρόπαπας ίσαμε κει πάνω, που για το χόντρος του τον λέγανε Παπαδιπλό, του φωνάζει... ''Να πας και να μη ξαναγυρίσεις!''. Κοντοστάθηκε ο καπετάν Σκουρτανιώτης, απ' τα λόγια του Παπαδιπλού, που μοιάζανε με κατάρα, μα ύστερα χωρίς να τα λογαριάσει, αποφασιστικά κίνησε κι έφυγε.




Έφτασε στη Βοιωτία. Από κει έγραφε στους διάφορους καπεταναίους, να πάνε να τον ανταμώσουν ''γιατί έχουμε γάμο και δεν πρέπει να λείψει κανένας... τέτοιο χαροκόπι δε θα ματαδούμε άλλο!'' Λες γιε μου και σαν κάτι μέσα να του έλεγε το τι θ' ακολουθούσε.
Και παίζοντας καμπόσο νευρικά ο παππούς το κομπολόγι συνέχισε.
-Αστόχησα να σου πω. Είπαν ύστερα πως σαν έφευγε απ' τα Δερβενοχώρια, στο δρόμο του, δύο φορές ξεπετάχτηκε μπροστά του λαγός.
-Α μου έχεις πει κι άλλοτε παππού, πως οι κλέφτες σαν βρίσκανε λαγό στο δρόμο τους, το είχανε για κακοσημαδιά.
-Ναι γεια σου. Τα παλικάρια του Σκουρτανιώτη, δείλιασαν απ' τη γρουσουζιά κι ο αδερφός του ο Κώστας, που ήταν πάντα κοντά του, του λέει...
''Άσχημα κινήσαμε Θανάση. Απ' τη μια τα λόγια του Παπαδιπλού κι απ' την άλλη τούτοι οι λαγοί, δε θα μας βγει σε καλό!'' Κείνος αδιάφορος, σήκωσε τις πλάτες και του αποκρίθηκε... ''Ό, τι και να μας βρει Κώστα, καλώς ναρθεί! Εμείς κάνουμε το χρέος μας στη πατρίδα''...

Κώστας (Κώτσιος) Σκουρτανιώτης

Σαν και σήμερα, του Αι Δημητριού, στα 1825, έφτασε την αυγή ο καπετάν Σκουρτανιώτης, με καμιά πενηνταριά, στο χωριό Μαυρομάτι. Εδώ αντάμωσε και τον Βαγιώτη καπετάνιο Τζουνάρα με καμιά εικοσαριά νομάτους. Πήγε με τα παλικάρια του στην εκκλησιά, μέρα που ήταν, άναψε κερί, λειτουργήθηκε, και σαν σκόλασε, ζήτησε να μάθει κατά πού βρισκόταν ο εχθρός. Του είπαν πως κει κοντά τριγύριζαν.
Ο Σκουρτανιώτης για να μη δώσει βάρος στο χωριό, πήρε τα παλικάρια του και έριξε το ορδί του έξω από το Μαυρομάτι, εκατό μέτρα, στην εκκλησιά της Αγιά Σωτήρας. Τον ακολούθησε κι ένας καλογεράκος, που τον λέγανε Πανάρετο. Από κει ο καπετάνιος έστειλε το Δρίτσουλα, που ήταν απ' τα Χώστια και ήξερε τον τόπο καλά, με δέκα άλλους μαζί, να παρακολουθήσει κατά πού βρίσκονταν οι Τούρκοι.
Μια ώρα μακριά απ' το Μαυρομάτι, ο Δρίτσουλας είδε καμιά εικοσαριά καβαλαραίους Τούρκους νάρχονται ξέγνοιαστοι καταπάνω του. Κρύφτηκε με τα παλικάρια του και σαν ζύγωσαν, τους στρώνουν στο ντουφεκίδι. Σκότωσαν μερικούς κι άλλοι φύγανε. Μεμιάς γύρισε στον καπετάνιο του και του είπε το τι έτρεξε. ''Δεν έπρεπε Δρίτσουλα να τους βαρέσεις'' του λέει ο Σκουρτανιώτης ''κείνοι που γλίτωσαν θα ειδοποιήσουν τους άλλους πως δω γύρα βρίσκονται Έλληνες πολεμιστές... βιάστηκες να τους ντουφεκίσεις... για τούτο πρέπει τώρα να φύγουμε, να μη μας προκάνουν δωπέρα''.
Ο Δρίτσουλας που ήταν παλιό παλικάρι του Ανδρούτσου και είχε κλειστεί μαζί του στο χάνι της Γραβιάς, ήταν αλήθεια πως δεν τα καλολογάριαζε. Ριχνόταν μέσα στα όλα κι όπως ερχόταν.
''Μη με μαλώνεις καπετάνιε'' του αποκρίνεται ο Δρίτσουλας ''Οι Τούρκοι δε θα είναι περισσότεροι από εκατόν πενήντα ως διακόσιοι. Καλώς να μας έρθουν. Να, θα πιάσουμε εδώ τη μάντρα της Αγιά Σωτήρας. Θα τους τσακίσουμε! Έτσι κάναμε και με τον Δυσσέα στο χάνι της Γραβιάς. Θα σώσουμε την πατρίδα και θα δοξαστούμε!''
''Άσχημα τα λογαριάζεις Δρίτσουλα'' του λέει ο καπετάνιος του ''Οι Τούρκοι θα είναι πολλοί. Μπαρουτόβολα δεν έχουμε τόσα, για να τους βαστήξουμε δωπέρα. Θα πάθουμε ο, τι έπαθε ο Διάκος στην Αλαμάνα''.
Αυτό γιε μου που τους έλεγε ο Σκουρτανιώτης, ήταν και το σωστό. Μα δεν τον ακούσανε. Γιατί με τη γνώμη του Δρίτσουλα πήγανε και τ' άλλα παλικάρια, ως κι αυτός ακόμα ο αδερφός του καπετάνιου, ο Κώστας. Σα να τους έσπρωχνε η μοίρα τους να χαθούν.

Όπως κουβέντιαζαν λοιπόν να δούνε τι θ' αποκάνουν, θα φύγουν ή θα μείνουν, είδανε ένα τσοπανόπουλο να κατηφορίζει τρεχάτο κατά την Αγία Σωτήρα. Παράτησε τα προβατά του, που βόσκαγε πιο πάνω και ξυπόλητο όπως ήταν, με το ραβδί του στο χέρι τόβαλε στην τρεχάλα, να φτάσει στην εκκλησιά. Δε θα ήταν περισσότερο από δεκαπέντε χρονών και το λέγανε Τάσο.
-Το επίθετό του παππού; τον ρώτησα.
-Πολλά ζητάς. Ρώτησα και γω κάποτε τον πατέρα μου για έναν άλλον και ξέρεις τι μου αποκρίθηκε; ''Γιε μου οι άνθρωποι τότε δεν είχαν όλοι επίθετα, όπως τώρα. Δανεικά παίρνανε, του χωριού τους, το μικρό όνομα του πατέρα τους ή της μάνας τους και καμιά φορά του καπετάνιου τους. Να, μεις οι Σουλιώτες κρατάγαμε πάντα για επίθετο το βαφτιστικό όνομα του πατέρα μας. Έτσι κι εγώ μ' όλο που γεννήθηκα εδώ στο Δίστομο, κράτησα το Σουλιώτικο έθιμο και για επίθετο πήρα το μικρό όνομα του πατέρα μου.
Η διακοπή που έκανα του παππού, στάθηκε η αφορμή να στρίψει άλλο ένα τσιγάρο. Και καπνίζοντας εξακολούθησε...



-Πού είχαμε μείνει;
-Στο τσοπανόπουλο, τον Τάσο παππού.
-Α ναι. Έφτασε στην Αγιά Σωτήρα και λαχανιασμένο τους λέει... ''Καπεταναίοι, Τούρκοι έρχονται πολλοί! Γεμίσανε τον κάμπο. Τους είδα πάνω απ' το ψήλωμα στο Μεγάλο Πουρνάρι που βόσκαγα το κοπάδι μου. Έτρεξα μεμιάς να σας φέρω χαμπέρι''. Πετάχτηκαν όλοι και πρώτος ο Σκουρτανιώτης, που τους λέει δυνατά... ''Άϊντε συγυριστείτε γιατί δωπέρα θ' ανοίξουμε ντουφέκι. Ας χαθούμε για να μη μας πούνε κιοτήδες''. Κι άρχισαν να φτιάχνουν γύρω απ' την εκκλησιά στη μάντρα, πρόχειρα ταμπούρια. Τον Τάσο τον έδιωξε ο καπετάνιος να πάει και πάλι πάνω στο Μεγάλο Πουρνάρι. Από κει θα παρακολουθούσε τις κινήσεις του εχθρού και θα τους έφερνε ειδήσεις. Φώναξε ο Σκουρτανιώτης τέσσερα παλικάρια και τα έδιωξε να φύγουν τρέχοντας από διάφορες μεριές. ''Όποιους καπεταναίους δικούς μας συναντήσετε στη στράτα σας, να τους πείτε νάρθουν δωπέρα στην Αγιά Σωτήρα στο Μαυρομάτι. Αν μας βρούνε ζωντανούς να μας συντράμουν, ειδ' αλλιώς σκοτωμένους, να μας θάψουν. Να μη φάνε τα κουφάρια μας τα όρνια και τα ζουλάπια''. Αυτά τους έδωσε παραγγελιά ο καπετάν Θανάσης Σκουρτανιώτης. Και μεμιάς τα τέσσερα παλικάρια ξεχυθήκανε τρέχοντας να φέρουν την παραγγελιά του.
Ένα από αυτά αντάμωσε τον πατέρα μου έξω από τη Λειβαδιά και του είπε όσα πιο πάνω άκουσες.
-Και πήγε ο πατέρας σου;
 -Ναι γιε μου, μα όσο να πάει το κακό είχε γίνει. Παρακάτω θα σου τα μολογήσω.
-Κι καλόγερος έμεινε μαζί τους;
-Ο Πανάρετος; ναι έμεινε κει στην εκκλησιά. Αυτός ύστερα μολόγησε στον πατέρα μου, τα όσα θα σου πω πιο κάτω.
Να μην τα πολυλογάμε, κατά τη μία η ώρα το μεσημέρι, φάνηκαν οι Τούρκοι, πεζοί και καβαλάρηδες, καμιά πεντακοσαριά. Ρίχτηκαν με ορμή κατα πάνω στη μάντρα της Αγια Σωτήρας. Μα οι Έλληνες από μέσα τους δέχτηκαν μ' αδιάκοπο ντουφεκίδι. Στρώμα κάτω τα τούρκικα κουφάρια. Αυτό όμως αντί να τους δειλιάσει, τους πεισμάτωνε πιο πολύ και πέφτανε κατά πάνω στους Έλληνες μανιασμένοι. Κι οι Έλληνες όμως τους καλοδέχονταν. Κατά τις τρεις η ώρα, ολόγυρα στη μάντρα θα ήταν καμιά εκατονπενηνταριά εχθρικά κουφάρια.
Οι Τούρκοι αποτραβήχτηκαν και σταματήσανε το ντουφεκίδι. Τότε ακούστηκε ο Σκουρτανιώτης να λέει στους συμπολεμιστές του... ''Τώρα ή θα φύγουν οι Αγαρηνοί ή θα τους έρθει μεντάτι... Αν είχαμε μπαρουτόβολα κι αν μας πρόφτανε βοήθεια άλλοι τόσοι όσοι ήμαστε, ε τότε η Αγια Σωτήρα θα σκέπαζε το χάνι της Γραβιάς!''.
Δεν είχε προκάνει να τελειώσει τα λόγια του ο καπετάνιος και φάνηκε ο Τάσος να κατηφορίζει τρέχοντας απ' το Μεγάλο Πουρνάρι κατά την Αγια Σωτήρα. Κατάλαβαν πως κάποια είδηση τους φέρνει. Σε λίγο βλέπουν τον μικρό τσοπάνη να σκαρφαλώνει πάνω στη μάντρα και να φωνάζει στους κλεισμένους πολεμιστές... ''Έρχονται κι άλλοι πολλοί από δω κι από κει κι από πάνω καβαλαραίοι!''. Και το τσοπανόπουλο, πηδώντας ανηφόρισε τρεχάλα και πάλι στο Μεγάλο Πουρνάρι.
Το άγγελμα του Τάσου, σήμαινε θάνατο για τους Έλληνες πολεμιστές. Μ' από κείνους ποιος να το λογαριάσει ή να δειλιάσει; Το δέχτηκαν ατάραχοι. Το μόνο που πρόσταξε ο καπετάν Σκουρτανιώτης, ήταν να μη σπαταλάνε τις ριξές τους, μα κάθε ντουφεκιά τους να σωριάζει σκοτωμένο κι έναν Τούρκο.

Η πληροφορία που τους έφερε ο μικρός Τάσος, δεν άργησε να βγει αληθινή. Σε λίγο ακούστηκαν να ζυγώνουν τα τούρκικα τουμπελέκια και να φαίνωνται τ' ασκέρια. Κοντά χίλια ντουφέκια, πεζούρα και καβαλαρία, έρχονταν κατά την Αγια Σωτήρα. Δε χασομερήσανε κι άρχισαν τα ρεσάλτα τους. Οι επιθέσεις τους όμως αυτές, ήταν πολύ μεγαλύτερες και πιο αποφασιστικές από τις προηγούμενες. Μα κι οι Έλληνες σωρό στοίβαζαν, απ' έξω από τη μάντρα τα τούρκικα κορμιά.
Ο ήλιος άρχισε να βασιλεύει. Και στους Έλληνες πολεμιστές είχαν πια απομείνει από πέντε χαρτούτσια στον καθένα. Να γλιτώσουν κάνοντας γιουρούσι με τα σπαθιά στα χέρια, ήταν αδύνατο. Πώς θα περνούσαν απέναντι από τόσο εχθρό;
Ο Σκουρτανιώτης τότε πρόσταξε ν' αφήσουν τη μάντρα και να κλειστούν μέσα στην εκκλησιά της Αγια Σωτήρας. Και για να τους δώσει κουράγιο τους λέει... ''Αδέρφια μπορούμε να νικήσουμε, αν καθένας μας σκοτώσει από πέντε Τούρκους!''.
Απ' την εκκλησιά όμως ήταν δύσκολο να πολεμήσουν. Ένα ερημοκλήσι ήταν χωρίς παράθυρα. Και μόνο μια πόρτα είχε. Πού πρόφταιναν ν' ανοίξουν μασγάλια;
Γι' αυτό πιάσανε μερικοί τη μισάνοιχτη πόρτα και ντουφεκάγανε, κι άλλοι από μέσα γεμίζαν τα καριοφίλια, για να ρίχνουν ακατάπαυστα. Ο ίδιος ο Σκουρτανιώτης έμεινε στην πόρτα και μαζί του ο αδερφός του Κώστας, ο κουνιάδος του και ο Δρίτσουλας. Από κει τα καριοφίλια του θέρισαν τόσες ψυχές τούρκικες. Μα όσο πήγαιναν, τα χαρτούτσια λιγόστευαν κι οι ντουφεκιές αραίωναν.
Άρχισε να σουρουπώνει. Κι οι Τούρκοι γιε μου, πάντα στον Ξεσηκωμό μας, απέφευγαν νύχτα τον πόλεμο.
-Γιατί παππού;
-Γιατί δεν ξέρανε τι τους βρίσκει στο σκοτάδι. Οι κιοτήδες έχουν σύντροφο μόνο τη μέρα, ενώ τα παλικάρια δεν ξεχωρίζουν μέρα και νύχτα. Ό, τι τους λάχει.
Για να μη νυχτωθούν κειπέρα οι Τούρκοι και για να τελειώσουν με τους κλεισμένους μέσα στην Αγια Σωτήρα, σκέφτηκαν να πολεμήσουν με άλλο τρόπο. Σύναξαν από γύρω ξερά χαμόκλαδα και φρύγανα που βγάζανε πολύ καπνό. Απ' το Μαυρομάτι φέρανε κι ό, τι ρετσίνι βρήκανε μέσα στο χωριό. Είχαν μαζί τους και θειάφι.
Μερικοί τολμηροί τότε καταφέρανε ν' ανεβούν πάνω στη σκεπή της εκκλησιάς. Άνοιξαν τρύπες και ρίχνανε μέσα αναμμένα τα χαμόκλαρα, το θειάφι και το ρετσίνι. Η εκκλησιά άρχισε να γεμίζει καπνό, γιατί μόνο απ' τη μισανοιγμένη πόρτα μπορούσε να φύγει. Σου είπα, παράθυρα δεν είχε! Μα ο καπνός που έβγαινε, ήταν τίποτα μπροστά σε κείνον που οι Τούρκοι ρίχνανε αδιάκοπα απ' τις τρύπες της σκεπής. Οι πολεμιστές δεν μπορούσανε πια ν' αντέξουν. Ο ένας σωριαζότανε πάνω στον άλλον νεκρός. Σκάζανε απ' το θειάφι και το ρετσίνι. Σε λίγο εξηνταπέντε κορμιά κείτονταν άψυχα μέσα στην εκκλησιά της Αγια Σωτήρας. Δυο μονάχα ανάσαιναν. Ο Σκουρτανιώτης κι ο καλόγερος Πανάρετος. Αυτοί οι δυο είχαν πιάσει τη μισάνοιχτη πόρτα. ο Σκουρτανιώτηςκάπου κάπου ντουφεκούσε κι ο καλόγερος τον βοηθούσε, γεμίζοντας τα καριοφίλια. Από κει όμως μπορούσαν και παίρνανε λίγο αέρα. Μα σε λιγάκι, ούτε κι από κει μπορούσανε να βαστήξουν τη μυρωδιά απ' το ρετσίνι και το θειάφι. Ο καλόγερος τότε κλαίγοντας, λέει στον Σκουρτανιώτη... ''Καπετάνιε άσε με να πάρω λίγο αέρα!... Άσε με, έσκασα, δεν αντέχω άλλο!... Λυπήσου με... με φάγανε τα σκυλιά...''. Και κείνος του αποκρίνεται... ''Καλόγερε μη βιάζεσαι... Βάλε τη μύτη σου δω στην πόρτα κι ανάσαινε!...''
Σε κάποια στιγμή που ο Σκουρτανιώτης απ' το θειάφι και το ρετσίνι ζαλίστηκε, ο Πανάρετος άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω.




Δε πρόκανε να πάει δέκα δρασκελιές και τον πιάσανε οι Τούρκοι. Με τη φοβέρα του γιαταγανιού, ο καλόγερος μαρτύρησε πως κανένας πια δε ζούσε μέσα στην εκκλησιά, εξόν απ' τον Θανάση Σκουρτανιώτη, που βρισκόταν πίσω απ' την μισάνοιχτη πόρτα, ζαλισμένος όμως κι αυτός.
-Τον σκοτώσανε τον καλόγερο παππού;
-Όχι, τον αφήσανε λεύτερο. Αυτός ύστερα ιστόρησε, τα όσα είδε μέσα στην εκκλησιά. Ύστερα απ' την επανάσταση, ο Πανάρετος καλογέρεψε στο μοναστήρι της Ευαγγελίστριας, στον Ελικώνα. Σ' όλη του τη ζωή, έκανε μνημόσυνα και τρισάγια για τους εξηνταέξι της Αγια Σωτήρας. Σ' ένα φύλλο στο Ευαγγέλιο, είχε γράψει πολλά απ' τα ονόματά τους, που τα ήξερε. Ποιος ξέρει τι να έγινε το Ευαγγέλιο κείνο, θα χάθηκε...
-Και μαζί μ' αυτό και τα ονόματα των μαχητών. Κι ο Σκουρτανιώτης παππού;
-Ναι ο Σκουρτανιώτης. Μ' όλο που οι Τούρκοι μάθανε απ' τον καλόγερο πως ήταν ζαλισμένος ή πιο καλά μισοπεθαμένος, ακόμα τον σκιάζονταν. Δεν είχαν το θάρρος να τον χτυπήσουν με τα σπαθιά τους ή με τα ντουφέκια τους. Κρυφά καταφέρανε να βάλουν στη μεριά της πόρτας δύο οβούζια με μακριά φιτίλια. Τα ανάψανε και σα σκάσανε κάνανε κομμάτια το Σκουρτανιώτη.

Είχε νυχτώσει πια. Οι Τούρκοι αφού ξεκάνανε έτσι άναντρα τους κλεισμένους στην Αγια Σωτήρα, φύγανε για τη Θήβα. Υποψιάστηκαν πως δε θ' αργούσανε να φτάσουν εκεί τα ελληνικά σώματα. Και πρώτος έφτασε ο πατέρας μου μ' εκατό παλικάρια. Μόλις χάραζε σαν ήρθε στην Αγια Σωτήρα... Τι να δούνε όμως; Εξηνταπέντε Έλληνες κείτονταν μέσα στην εκκλησιά. Απ' το θειάφι και το ρετσίνι ήταν κατάμαυροι... Άνοιξαν λάκκους και τους θάψανε στην αυλή της εκκλησιάς.
-Το Σκουρτανιώτη;
-Ο πατέρας μου μολογούσε πως απ' αυτόν δε βρήκαν σχεδόν τίποτα να θάψουν. Τα οβούζια σκόρπισαν τις σάρκες του. Μονάχα το δεξί του χέρι βρήκαν να βαστάει ακόμη το γιαταγάνι... Αυτό απόμεινε απ' τον ήρωα Σκουρτανιώτη...
-Και η θυσία του παππού, που ήταν απ' τις πιο μεγάλες του Εικοσιένα!
-Το χέρι του Σκουρτανιώτη το θάψανε όπως το βρήκανε, μαζί με το γιαταγάνι του...







Τάκης Λάππας
1958



*Και αν η διήγηση του Λάππα μοιάζει με παραμύθι, είναι πασιφανές πως έχει στηριχθεί στο μεγαλύτερο μέρος του στη διήγηση του Τσεβά. Πέρα από αυτό όμως, βάζει στη μάχη Μαυροματίου κάποια καινούρια στοιχεία, όπως ο προπάππους του Τζήμας Ζέρβας, τον οποίον όπως διηγείται ο Λάππας, τον βρήκε αγγελιοφόρος του Σκουρτανιώτη έξω από τη Λειβαδιά και εκείνος έτρεξε με εκατό στρατιώτες, αλλά έφτασε τα χαράματα της άλλης μέρας. ''Έφτασε βοήθεια, όμως πάρα καιρόν'' όπως λέει ο Οικονόμου, μόνο και μόνο για να θάψει τους ήρωες του Μαυροματίου. Στην αρχή δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αν ήταν αλήθεια αυτό, γιατί πολλές φορές τα όρια λογοτεχνίας  και ιστορίας είναι λίγο δυσδιάκριτα ειδικά σε συγγραφείς που σμίγουν αυτά τα δύο, όμως ο Τζήμας Ζέρβας ήταν υπαρκτό πρόσωπο τελικά. Αναφέρεται και ως Διαμαντής Τζήμας Ζέρβας, αλλά και ως Διαμαντής Ζέρβας, ήταν όντως Σουλιώτης και όντως διέτριβε στην περιοχή που λέει ο Λάππας. Τον βρήκα μετά από έρευνα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους σε έγγραφο στις 9 Σεπτεμβρίου του 1824, όπου βρισκόταν τότε στην περιοχή, μεταξύ Σαλώνων, Άμπλιανης, Ταλαντίου και Λειβαδιάς. Οπότε θα πρέπει να λάβουμε πολύ σοβαρά υπ' όψη μας, τα όσα διηγείται ο Λάππας, για το τι είδε ο Τζήμας Ζέρβας όταν έφτασε στο Μαυρομάτι και ας τα λέει σαν παραμύθι ή με λογοτεχνικό τρόπο ''... Μόλις χάραζε σαν ήρθε στην Αγια Σωτήρα... Τι να δούνε όμως; Εξηνταπέντε Έλληνες κείτονταν μέσα στην εκκλησιά. Απ' το θειάφι και το ρετσίνι ήταν κατάμαυροι... Άνοιξαν λάκκους και τους θάψανε στην αυλή της εκκλησιάς...'' που αφορούν απ' τη μια τον αριθμό των νεκρών, γιατί έχει μεγάλη σημασία η συμμετοχή η μη στη μάχη του Μαυροματίου του Τζουνάρα -αυτή η εμφάνιση 23 παραπάνω ανθρώπων την τελευταία στιγμή, πιθανόν να έγειρε την πλάστιγγα της απόφασης του Σκουρτανιώτη να παραμείνει και να δώσει τη μάχη- όπως πρέπει ακόμη να λάβουμε υπ' όψη μας και το ότι σύμφωνα με τη διήγησή του, από τον Σκουρτανιώτη βρήκαν μόνο το χέρι του να κρατάει ακόμη το γιαταγάνι κι έτσι τον θάψανε...






Δεν υπάρχουν σχόλια: