ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΟΥΡΤΑΝΙΩΤΗΣ

...κρίνω περιττόν να αναφέρω τον ένθερμον ζήλον, και τας όσας κατά δύναμιν εκδουλεύσεις εδυνήθην να προσφέρω εις την πατρίδαν και εις όσον καιρόν εφύλαττον τον τόπον θηβών δεν απετόλμησε ο εχθρός να κάμη την παραμικράν καταδρομήν. σπεύδω λοιπόν να προσφέρω και αύθις εις την σεβαστήν διοίκησιν τον ίδιον ζήλον μου και επειδή ο εχθρός καθημερινώς λεηλατεί και αιχμαλωτεί τους αδελφούς μας και ο τόπος επαπειλείται από μέγαν κίνδυνον... να δυνηθώ να προφθάσω τους δυστυχείς αδελφούς μας από τον επαπειλούμενον κίνδυνον. μ' όλον ότι εισέτι δεν ημπορώ να ησυχάσω από τους δριμυτάτους πόνους της πληγής μου, δε βαστά η ψυχή μου να βλέπω τους αδελφούς μας να αιχμαλωτούνται αδίκως...


τη 20 μαϊου 1825
ναύπλιον
ο πατριώτης
αθανάσιος σκουρτανιώτης

Πέμπτη 11 Απριλίου 2019

Η ΠΕΡΙΕΡΓΗ ''ΕΞΟΡΙΑ'' ΤΟΥ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΟΣ ΜΑΥΡΟΜΑΤΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΣΗΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝ ΚΑΙ Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΤΟΥ ''ΓΚΟΒΕΡΝΟ ΜΙΛΙΤΑΡΕ''




Εδώ και δεκατέσσερα χρόνια, ερευνώ τον ήρωα της ελληνικής επανάστασης Αθανάσιο Σκουρτανιώτη, που βρήκε μαζί με άλλα πενήντα περίπου παλικάρια, μαρτυρικό θάνατο στο εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος στο Μαυρομάτι Θηβών στις 3 Νοεμβρίου του 1825, πολεμώντας επτακοσίους περίπου Τούρκους του Ευρίπου. Πρόκειται περί ενός εκκωφαντικού ολοκαυτώματος, ισάξιου με το ολοκαύτωμα του Σαμουήλ ή του Αρκαδίου. Αφού οι Έλληνες πολεμιστές αμύνθηκαν γενναία -σε πρώτη φάση κρατώντας τη μάνδρα γύρω από το ναό- απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις προκαλώντας τους μάλιστα ανυπολόγιστη φθορά, στο τέλος δίχως μπαρουτόβολα πια αναγκάστηκαν να καταφύγουν μέσα στο ναό όπου εν τέλει απεπνίγησαν και κατακάηκαν όλοι μέχρι ενός, όταν οι Οθωμανοί έριξαν από τη στέγη οβούζια, αναμμένα φουσέκια, ρετσίνια και άλλες εύφλεκτες ύλες. 

Πρόκειται περί μιας τεράστιας θυσίας που δυστυχώς έχει αποσιωπηθεί από την επίσημη ιστορία. Σήμερα όμως προσεγγίζοντας ξανά το γεγονός, κατανοούμε ότι έχουμε να κάνουμε με κάτι πολύ μεγάλο. Γιατί γνωρίζουμε πια, πως ο Σκουρτανιώτης αποφάσισε να μπει σ' αυτήν τη μάχη, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι είναι χαμένη, επιδιώκοντας ηθική και όχι υλική νίκη, όπως ακριβώς ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες. 
Η άποψη πως η μάχη και το ολοκαύτωμα Μαυροματίου λησμονήθηκαν τυχαία από την επίσημη ιστορία, επειδή τάχα τέτοια γεγονότα ήταν συνηθισμένα εκείνη την εποχή, είναι παντελώς αβάσιμη, παράλογη και ανιστόρητη. Κανένα πολεμικό γεγονός με τέτοιες ηθικές προεκτάσεις, δεν έχει λησμονηθεί από την επίσημη ιστορία! Ούτε ένα! Δεν είναι σε καμιά περίπτωση τυχαίο το γεγονός, σαράντα δύο παλικάρια να πολεμούν με τέτοιο πείσμα, ενάντια σε επτακόσιους πεζούς και καβαλάρηδες οπλισμένους σαν αστακούς Οθωμανούς, να πέφτουν όλοι μέχρι ενός και μάλιστα με τέτοιον φρικτό τρόπο. Ποιο άλλο τέτοιο γεγονός λησμονήθηκε τόσο αλόγιστα από την επίσημη ιστορία; Γι' αυτό είναι δικαιολογημένες και εύλογες οι απορίες όσων έχουν εντρυφήσει έστω και στο ελάχιστο στη μάχη του Μαυροματίου. 
Αλήθεια, γιατί αποσιωπήθηκε αυτή η μάχη;


Δέκα τέσσερα ολόκληρα χρόνια, προσπάθησα να μη πω κακιά κουβέντα, να σταθώ στη μέση, να διατηρήσω την ουδετερότητα του ιστορικού ερευνητή, προσπάθησα ακόμη να δικαιολογήσω κάποιες αποφάσεις του Κωλέττη ως επιβεβλημένες από τις συνθήκες, όμως τόσα χρόνια έρευνας στα Γενικά Αρχεία του Κράτους και σε βιβλία ιστορικά της εποχής, καθώς και τα στοιχεία που αποκόμισα απ' αυτήν την χρόνια έρευνα, νομίζω ότι όχι μόνο μου δίνουν το δικαίωμα, αλλά με αναγκάζουν πια να απαντήσω. Η μάχη του Μαυροματίου αποσιωπήθηκε, γιατί ήθελε να αποσιωπηθεί ο Κωλέττης! Γιατί το γεγονός, δεν έχει μόνο ηθικές αλλά και πολιτικές προεκτάσεις!

Όπως προκύπτει από την έρευνά μου, μεγάλη ευθύνη για την αποδυνάμωση του στρατιωτικού Σώματος Σκουρτανιώτη, άρα και της καταστροφής του από τα Οθωμανικά στρατεύματα του Ομέρ του Ευρίπου, φέρει ο Κωλέττης, αφού μέσα σε τέσσερις μήνες -από το Οκτώβριο του 1824 μέχρι τον Ιανουάριο του 1825- μείωσε με δικές του διαταγές και ευθύνη το στρατιωτικό Σώμα του Σκουρτανιώτη, από 430 που είχε το καλοκαίρι του 1824 σε μόλις 50, χωρίς να δίνει καμία σημασία στις αλλεπάλληλες εκκλήσεις του καπετάνιου για αύξηση της δύναμής του. Και οι εκκλήσεις του ήταν πέρα για πέρα δικαιολογημένες. Γιατί είχε να εποπτεύει μ' αυτούς τους 50 άντρες, μια τεράστια περιοχή που άρχιζε από τον Μαραθώνα, Καπανδρίτι, Κάλαμο, Ωρωπό, Δήλεσι και συνέχιζε στον Αυλώνα, Εύριπο, Χάλια, Ανηφορίτη, Δερβενοχώρια, στρατόπεδο Αέρος στα Γεράνεια όρη, Μέγαρα, Κάζα, Θήβα, όλες τις βόρειες παρυφές του Κιθαιρώνα, μέχρι την Πέτρα Βοιωτίας -για να μη πούμε και για τις εκκλήσεις των προκρίτων Σαλώνων, οι οποίοι τον ζητούσαν απεγνωσμένα και στα Σάλωνα. Η απόφαση λοιπόν του Κωλέττη να αφήσει τον Σκουρτανιώτη μονάχα με 50 άντρες σ' αυτήν την τεράστια και άκρως επικίνδυνη περιοχή, που οθωμανικά στρατεύματα μπορούσαν να κατέβουν ανά πάσα στιγμή από τα Σάλωνα, αλλά που την ταλαιπωρούσαν κυρίως οι καθημερινές σχεδόν έξοδοι στρατευμάτων του Ομέρ πασά του Ευρίπου, με επτακόσιους ή χίλιους πολεμικούς άντρες κάθε φορά, μονάχα εγκληματική και μάλιστα εσκεμμένα εγκληματική μπορεί να χαρακτηριστεί.


Ι. Κωλέττης
Ο Κωλέττης αποφάσισε ξαφνικά το Φθινόπωρο του 1824 να ''μικρύνει'' τον Σκουρτανιώτη. Αργότερα να τον εξοντώσει. Στο πρόσωπο του Σκουρτανιώτη ο Κωλέττης είχε διακρίνει έναν ατίθασο και υπό εκκόλαψη νέο Ανδρούτσο. Στον Β' εμφύλιο στην Πελοπόννησο που έμειναν αρκετές ημέρες μαζί και τον γνώρισε καλύτερα από κοντά, ενισχύθηκε αυτή η άποψή του. Ένα μήνα αργότερα, αμέσως μετά τα γεγονότα της λήξης του εμφυλίου, του μειώνει το στράτευμα σε 50. Το ευχαριστώ που συμμετείχε στον εμφύλιο. Και δε του ξαναδίδει πια μισθούς. Όπως οδήγησε με μαεστρικό τρόπο τον Ανδρούτσο στην αγκαλιά των Τούρκων, ώστε να χαρακτηριστεί προδότης και να τον δολοφονήσει με τις ευλογίες σχεδόν της κοινής γνώμης, έτσι οδηγεί αργά και μεθοδικά τον Σκουρτανιώτη στη στρατιωτική του αποδυνάμωση, στην οικονομική κατάρρευση, στη στρατιωτική και προσωπική του αποκαθήλωση και τέλος ακόμη και στη φυσική του εξόντωση. Για τον Κωλέττη, έπρεπε εκείνη την εποχή να εξαφανιστεί κάθε ίχνος στρατιωτικής απείθειας. Να κοπεί κάθε κεφάλι που ξεχωρίζει. Να ξεμπερδέψει μια για πάντα με το ''γκοβέρνο μιλιτάρε'', με την ευρύτερη έννοια του όρου. Ο άνθρωπος ήταν αδίστακτος και έχω αποδείξεις γι' αυτό. Πιθανότατα να προκάλεσε και ο ίδιος τη μάχη του Μαυροματίου! 
Και δε μιλώ στην τύχη...

Έναν μήνα μόλις πριν το ολοκαύτωμα Μαυροματίου, σε μια σκληρή αντιπαράθεση ανάμεσα στον Αθανάσιο Σκουρτανιώτη και την κυβέρνηση σχετικά με την κατακράτηση από μέρους του των εθνικών εισοδημάτων της περιοχής των Θηβών -ενέργεια από τη μια συνήθης για τους οπλαρχηγούς της εποχής, από την άλλη και ενέργεια απελπισίας αφού δεν μπορούσε να θρέψει το στράτευμά του διαφορετικά μιας και δεν του έδιναν τους μισθούς των αντρών του εδώ και ένα χρόνο- το υπουργείο πολέμου τον προειδοποιεί και τον απειλεί: ''... επειδή αν απειθήσεις ήξευρε καλώς, ότι το υπουργείον χωρίς αναβολήν, θέλει φερθεί προς εσέ διαφορετικώς...εν Ναυπλίω τη 29η Σεπτεμβρίου 1825''. Την ίδια εποχή επίσης, ο Κωλέττης βάζει τον παραστάτη Θηβών Βρυζάκη, να γράψει μια επιστολή-κόλαφο προς την κυβέρνηση εναντίον του Σκουρτανιώτη και να ζητήσει την αντικατάστασή του. Σε μια εποχή που όλοι οι οπλαρχηγοί της Στερεάς και του Μοριά έχουν υποκύψει, που ο Ανδρούτσος ήταν ήδη πέντε μήνες νεκρός, που όλοι οι στρατιωτικοί -ακόμη και ο μεγάλος Κολοκοτρώνης- είχαν προσκυνήσει την κυβέρνηση και ο Καραϊσκάκης εδώ κι ένα χρόνο είναι ευπειθής παρά τη δολοφονία του Ανδρούτσου, γιατί θέλει το ντεσκερέ που του δίνει τα Άγραφα, ο μόνος που σηκώνει κεφάλι -έστω και από απόγνωση- και έρχεται σε αντιπαράθεση μαζί της είναι ο Αθανάσιος Σκουρτανιώτης. Αντιλαμβανόμενος πια την καταστροφική πολιτική που ασκεί πάνω του ο Κωλέττης, αντιδρά. Επισκέπτεται τον έπαρχο Θηβών Αθανάσιο Οικονόμου και έξαλλος βρίζει με πολύ σκληρά λόγια τους ιθύνοντες και την κυβέρνηση. Ο Αθανάσιος Οικονόμου ειδοποιεί φυσικά άμεσα τον προϊστάμενό του έπαρχο Σαλώνων -ειδικά διορισμένο από την κυβέρνηση λίγους μήνες πριν για να συνδράμει στο κυνήγι των αντικυβερνητικών στρατιωτικών και ιδιαίτερα του Ανδρούτσου- Παναγιώτη Λοιδορίκη κι εκείνος με τη σειρά του ενημερώνει το Ναύπλιο...
''...ύβρισε και Δημογέροντες και Έπαρχον και Διοίκησιν με τας πλέον αναιδείς εκφράσεις...''... 
Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, αποτελεί τελειωτικά ξένο σώμα για την κυβέρνηση. Όχι μόνο είναι απόκληρος, αλλά πρέπει να βγει κιόλας από τη μέση. Αλλιώς θα έδινε το κακό παράδειγμα ξανά στους στρατιωτικούς, που οι πολιτικοί πάλευαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια να τους χειραγωγήσουν και επιτέλους το είχαν καταφέρει. Τα εθνικά εισοδήματα των επαρχιών, ανήκαν πια στην κυβέρνηση και όχι στις τοπικές δημογεροντίες όπως γινόταν μέχρι τότε. Η πράξη του Σκουρτανιώτη να κατακρατήσει μέρος των εισοδημάτων της επαρχίας του, για να εξασφαλίσει κάποιους μισθούς των αντρών του -έστω κι αν αυτό αποτελούσε παραδοσιακή συνήθεια μέχρι τότε- θεωρούνταν πια τεράστια πολιτική και οικονομική βλασφημία. Πέρα από αυτό, ο Σκουρτανιώτης εξύβρισε την κυβέρνηση! Ήταν πια απειθής. Εξελισσόταν σε νέο Ανδρούτσο! Έδειχνε το κακό παράδειγμα και έπρεπε να παταχθεί άμεσα και ανελέητα!
Όλα αυτά ένα περίπου μήνα πριν το Μαυρομάτι... 

Νάταν άραγε η ξαφνική και μη αναμενόμενη εμφάνιση των Τούρκων στα ψηλώματα του Μαυροματίου η απάντηση της κυβέρνησης; Να ήταν άραγε η ξαφνική εμφάνισή τους στην Αγια Σωτήρα η πραγματοποίηση της απειλής ''το υπουργείον θέλει φερθεί προς εσέ διαφορετικώς'';;; Ποιος ο ρόλος του αμφιλεγόμενου Δρίτσουλα τελικά σ' αυτήν την υπόθεση; Γιατί αν το δούμε με ψυχρή εντελώς ματιά, αυτός ήταν που πήρε τους Τούρκους από τον κάμπο ενώ όδευαν προς τη Λειβαδιά και τους έφερε πάλι πίσω και καταπάνω στον Σκουρτανιώτη! Αυτός ήταν που επέμενε τόσο έντονα να παραμείνει και να δώσει μάχη. Αυτός ήταν που επέμενε πως οι Τούρκοι ήταν μονάχα διακόσιοι, ενώ ήταν επτακόσιοι!

Γιάννης Δρίτσουλας

Και για να πάω ακόμη πιο πέρα. Ποιος ήταν ο ρόλος του Γκούρα -που δε βρισκόταν πολύ μακριά από το Μαυρομάτι εκείνες τις ημέρες, αλλά κάπου ανάμεσα στα Σάλωνα και τη Δομβραίνα και είχε  υπό την σκέπη του -από τις αρχές Μαρτίου του 1825- το άλλοτε κακό ορφανό του Ανδρούτσου, Γιάννη Δρίτσουλα; Μήπως δεν ήταν ο Γκούρας το μακρύ χέρι, ο εντολοδόχος και ο εκτελεστής όλης της βρώμικης δουλειάς του Κωλέττη;; Όσο για τα κροκοδείλια δάκρυα στην επιστολή του προς την κυβέρνηση για τη μάχη του Μαυροματίου ''...συμβάν ανέλπιστον και λυπηρότατον...'' τα έχουμε ξαναδεί αυτά τα δάκρυα στις επίσημες επιστολές του για τον θάνατο του Ανδρούτσου, ενώ είχε διατάξει ο ίδιος αυτόν τον θάνατο. Ο Γκούρας ακόμη κι αν συμπαθούσε τον Σκουρτανιώτη, δε θα δίσταζε να εκτελέσει διαταγή του Κωλέττη. Ήταν το σπαθί και ο εκτελεστής των εντολών της κυβέρνησης. Ακόμη και των βρώμικων εντολών. Τίποτα προσωπικό, δουλειά ήταν. Τόσο σκληρά, επώδυνα και αντιφατικά ήταν τα πράγματα και οι σχέσεις μεταξύ των πολεμιστών, σ' αυτήν την αιματοβαμμένη επανάσταση.
Και ακόμη, ποιος ήταν ο ρόλος του ουρανοκατέβατου στη μάχη Μαυροματίου Αναστάση Λεβεντάκη, που ο Στάθης Κατσικογιάννης, ο εξ' απορρήτων υπαρχηγός και το alter ego του Γκούρα, τον συστήνει λίγους μήνες πριν στον Κωλέττη για να τον χρησιμοποιήσει όπως θέλει και να του κάνει ''τα θελήματα'';... ''... ...αυτού έρχεται ο εξάδελφός μου αναστάσης λεβεντάκης ο οποίος είναι άξιος .......................... διωρίζοντάς τον όπου αγαπάτε και κοντά οπού θέλει σας χρησιμεύση...''

Όμως, μήπως αδικούμε τον Κωλέττη; Μήπως του έχουμε προσάψει άδικα τον τίτλο του ''μεγάλου αδελφού'', του αδίστακτου ραδιούργου και του εντολέα δολοφονιών; Ήταν πράγματι έτσι ή μήπως είναι θύμα μιας παράλογης συνωμοσιολαγνείας; Έχουμε αποδείξεις ότι πράγματι διέταζε δολοφονίες ή είναι όλα μονάχα εικασίες;
Κατά τη διάρκεια της επανάστασης, οι βρώμικες εντολές, δίδονταν ''στοματικώς''. Δηλαδή προφορικά, με ειδικούς και πολύ έμπιστους απεσταλμένους, για να μην αφήνουν ίχνη και να μην υπάρχουν αποδείξεις. Έτσι, είναι πολύ δύσκολο να βρούμε σήμερα αποδείξεις βρώμικων εντολών και συνήθως τα συμπεράσματα τα βγάζουμε μετέπειτα, από τη λογική εξήγηση των περιστατικών και γεγονότων.
Ωστόσο, η αφέλεια του Στάθη Κατσικογιάννη τον Φεβρουάριο του 1825, μας έχει δώσει ένα μοναδικό ντοκουμέντο για το ποιόν του ανδρός Ιωάννου Κωλέττη. Το έγγραφο, το βρήκα στα ΓΑΚ και απ' όσο ξέρω τουλάχιστον, παρουσιάζεται για πρώτη φορά σήμερα.
Βρισκόμαστε στον Φεβρουάριο του 1825. Ο Β' εμφύλιος έχει τελειώσει, ο Κολοκοτρώνης και οι υπόλοιποι αντίπαλοι του Κωλέττη είναι σε φυλακή στην Ύδρα και η κυβέρνηση είναι ελεύθερη πια να στρέψει ολοκληρωτικά την προσοχή της στον επόμενο κίνδυνο γι' αυτήν, που ακούει στο όνομα Οδυσσέας Ανδρούτσος. Η κυβέρνηση έχει δώσει εντολή στον Γιάννη Γκούρα να συνάξει στρατεύματα και να κινηθεί εναντίον του. Όμως παράλληλα με αυτά, ο Γκούρας στέλνει τον έμπιστό του Στάθη Κατσικογιάννη στην Πελοπόννησο να συναντηθεί με τον Κωλέττη και να λάβει περαιτέρω ή κρυφές εντολές. Ο Στάθης Κατσικογιάννης από την Τριπολιτσά, αμέσως μετά τη συνάντηση με τον Κωλέττη, στέλνει μια επιστολή σε κάποιον καπετάν Αναστάση από την Πέρα Χώρα της Κορίνθου, όπου του μεταφέρει επ' ακριβώς το σχέδιο του Κωλέττη. Παρακαλώ, διαβάστε με προσοχή...

αδελφέ μου καπετάν αναστάση αδελφικώς ασπάζομαι

''............ λοιπόν εγώ ομίλησα με τον εκλαμπρότατον κύριον κολέττην .................. αυτά όμως μας είπεν, ότι άμα οπού λάβεις το παρόν μου να κάμης όσους ανθρώπους ημπορέσης τριάντα σαράντα πενήντα και να περάσης πέρα αμέσως και να πας στον δυσσέα να γραφθής κοντά του και διά λουφέδες μη παρακάνης τζεφάδες (παζάρια) όσα σου δώσει ας σου δώσει, και όταν λάβης τον καιρόν σκότωσέ τον.........'' (!!!!)

Να που δεν ήμαστε λοιπόν συνωμοσιολάγνοι. Ίσως είναι το μοναδικό γραπτό ντοκουμέντο μέσα στον ωκεανό των εγγράφων των Γενικών Αρχείων του Κράτους, οπού ενοχοποιεί απροκάλυπτα τον Κωλέττη για σαφή εντολή δολοφονίας του Ανδρούτσου από Έλληνες και μάλιστα με πανούργο σχέδιο. Να γραφεί ο καπετάν Αναστάσης με τους άντρες του  ως φίλος στη δύναμη του Ανδρούτσου και μόλις βρει την ευκαιρία να τον σκοτώσει πισώπλατα! Στο ίδιο γράμμα ο Στάθης Κατσικογιάννης, διευκρινίζει πως η διοίκηση μετά απ' αυτό θα τον κάνει στρατηγό!

''... και η διοίκησις θέλει σε τιμήση καθώς πρέπει οπού να σε κάμη και στρατηγόν, σε κουβεντιάζει και ο παπάς στοματικά...''

Να και το ''στοματικά'' που λέγαμε. Ο Στάθης Κατσικογιάννης μέσα στην αφέλειά του έγραψε όλα αυτά, ενώ μπορούσε να τα μεταφέρει προφορικά στον καπετάν Αναστάση ο απεσταλμένος παπάς,  η επιστολή που απευθυνόταν στον καπετάν Αναστάση ως διά μαγείας σώθηκε και έτσι μας χαρίστηκε μια πολύτιμη και τρανή απόδειξη που φωτίζει τη μεγάλη αλήθεια της εποχής. Ο Κωλέττης όντως διέταζε δολοφονίες Ελλήνων και τα έμπιστα εκτελεστικά του όργανα, ήταν ο Γκούρας και ο Στάθης Κατσικογιάννης. Και δυστυχώς ο Σκουρτανιώτης τον Αύγουστο και το Φθινόπωρο του 1825, όταν αποφασίζει να σηκώσει μπαϊράκι εναντίον της κυβέρνησης, ήταν παγιδευμένος σ' αυτό το επικίνδυνο δολοφονικό τρίγωνο.
Υπάρχει και ένα πολύ περίεργο γράμμα του Στάθη Κατζικογιάννη, τρεις περίπου μήνες αργότερα από την καταστροφή του Μαυροματίου... ''Εκλαμπρότατε ...... είδον δε, ότι να μην έχω καμμίαν αμφιβολίαν διότι τα πράγματα θέλουν γίνει καθώς διά στόματος ομιλήσαμεν, πρέπει καθώς και άλλοτε να μην αθετήσης τας όσας ομιλίας εκάμαμεν και τα όσα με υπεσχέθης. Έως τώρα υπέμεινα ουκ ολίγον αλλά δεν είδον κανέν από τα όσα ομιλίσαμεν. τα της εκλαμπρότης σου εκτέλεσες κατά τον σκοπόν σου. εμέ δεν με ενθυμήθης. έχω όμως χρηστάς ελπίδας ότι δεν θέλεις αθετήση τας υποσχέσεις σου......... θέλει σας ομιλήση και ο άνθρωπός μου στοματικώς περί πάντων
8 φεβρουαριου 1826 από χώστια/ο ειλικρινής σας φίλος στάθης κατζικογιάννης'' Τι άραγε έχουν μιλήσει στοματικώς και κρυφά ο Κωλέττης με τον Στάθη Κατζικογιάννη;; Η υπόθεση του Ανδρούτσου είναι πολύ μακρινή πια και ο Κατσικογιάννης δεν είχε καμία συνέργεια στον θάνατό του στην Ακρόπολη. Ποια λοιπόν είναι η υπόσχεση που δεν πρέπει να αθετήσει ο Κωλέττης και για ποια ''εκδούλευση'' είναι ανταμοιβή αυτή η υπόσχεση; Τι είναι αυτά που ο Κωλέττης έκανε ''κατά τον σκοπόν του'' και δε θυμήθηκε ακόμη τον Κατζικογιάννη; Γιατί όλα αυτά ακούγονται σαν επικαλυμμένη, ευγενική απειλή ανθρώπου που έχει ράμματα για τη γούνα του άλλου και γνωρίζει πράγματα που τον ενοχοποιούν; Γιατί δεν τα γράφει φανερά στο χαρτί ο Κατσικογιάννης; Και γιατί στέλνει έμπιστο άνθρωπο να μιλήσει στοματικά; Για ποιο ανίερο έργο θέλει να πληρωθεί; Ποια είναι η σχέση του Στάθη Κατζικογιάννη με τον... Δρίτσουλα;;;; Μα σ' αυτόν προσέπεσε ο Δρίτσουλας όταν ο αρχηγός του ο Ανδρούτσος άρχισε να χάνει το παιχνίδι... ''Προχθές μου ήρθε και ο Δρίτσουλας...'' γράφει στην κυβέρνηση ο Κατσικογιάννης. Κωλέττης, Κατζικογιάννης, Δρίτσουλας, Λεβεντάκης. Μήπως ενώνουμε σιγά σιγά τα κομμάτια μιας από τις πιο σκοτεινές μάχες της ελληνικής επανάστασης;

Ο ύποπτος ρόλος του Δρίτσουλα άλλωστε, δεν έχει περάσει απαρατήρητος ούτε από τον Αντώνη Α. Βασιλείου. Στο βιβλίο του ''Δέκα ανέκδοτες επιστολές του Οδ. Ανδρούτσου στον Γεωργάκη Παγώνα'' γράφει...

''... Τα γεγονότα τούτα είναι κατοπινά, 26 Οκτωβρίου 1825, αλλά δε θα τ’ ανέφερα εάν μέσα σ’ αυτά δεν ήταν μπλεγμένο τ’ όνομα ενός Δρίτσουλα, από τα πρωτοπαλήκαρα του Ανδρούτσου, που ξαφνικά βρίσκεται ν’ ακολουθεί τον Σκουρτανιώτη στο Μαυρομάτι.
Στις 14 του Μάρτη έφθασε κι ο Γκούρας στη Λειβαδιά. Άγνωστο με τι τρόπο κατάφερε τους καπεταναίους Τρίτσουλα, Γιάννη Παππά και Μαριωτίνη ν’ αφήσουν τον αρχηγό τους Οδυσσέα (ο τρόπος σε μένα τουλάχιστον είναι γνωστός πια, αφού έχω βρει στα ΓΑΚ το αντίστοιχο έγγραφο)
Έγινε κυβερνητικός λοιπόν ο Τρίτσουλας ή Δρίτσουλας, για να συνεχίση το προδοτικό του έργο εναντίον όλων όσων παρέμειναν πιστοί στον Αρχηγό και μεταξύ αυτών ήταν και ο Σκουρτανιώτης (στο συγκεκριμένο λανθάνει ο Βασιλείου, από τα μέχρι τώρα στοιχεία δεν προκύπτει από πουθενά πως ο Σκουρτανιώτης είχε ιδιαίτερες σχέσεις με τον Ανδρούτσο, ή πως τον θεωρούσε αρχηγό. Από την πλευρά του δεν ήθελε καν να είναι απειθής απέναντι στην κυβέρνηση, απλά αντέδρασε και σήκωσε κεφάλι όταν συνειδητοποίησε πως το ''μπλέξιμό'' του με την κυβέρνηση και τον Κωλέττη, τον είχαν οδηγήσει μέσα σε ενάμισι χρόνο, στον οικονομικό και στρατιωτικό του αφανισμό) Γράφει ο ιστορικός των Θηβών, ότι «ο Δρίτσουλας αντέστη, θερμώς παρακαλών τον Σκουρτανιώτη να μη φύγωσι και βεβαιών αυτόν ότι δε θα είναι περισσότεροι των 150-200, οι μέλλοντες να επιτεθούν κατ’ αυτών Τούρκοι. Τώρα πώς ο Δρίτσουλας βρέθηκε ανάμεσα στους σκοτωμένους της Εκκλησίας, είναι άλλο ζήτημα, ας το βρη ο ιστορικός... ''

Νάταν λοιπόν ο άτυχος και στοχοποιημένος οπλαρχηγός Αθανάσιος Σκουρτανιώτης, το τελευταίο θύμα αυτού του κύκλου βίας και αίματος που είχε αρχίσει ο Κωλέττης με το ανήλεο κυνήγι των ''ιδιαίτερων'' στρατιωτικών, τη δολοφονία του Πάνου Κολοκοτρώνη, τις φυλακίσεις τόσων Πελοποννήσιων αρχηγών και αυτού ακόμη του Κολοκοτρώνη μέχρι την άνανδρη δολοφονία του Ανδρούτσου στην Ακρόπολη; Μήπως έξι μήνες πριν, η κυβέρνηση δεν είχε φυλακίσει στο Ναύπλιο τον αδερφό του Αθανασίου Σκουρτανιώτη, Γεώργιο, μαζί με τον έμπιστο ιερέα και ξάδελφό τους παπαθανάση από το Δερβενοσάλεσι (σημερινή Πύλη), κατηγορώντας τους πως βρίσκονταν σε μυστικές συνεννοήσεις με τον Ανδρούτσο;;; Ναι, υπάρχουν βάσιμες υποψίες προδοσίας στο Μαυρομάτι, προδοσία για την οποία μιλά απερίφραστα και ο ίδιος ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του...''...και τον γενναῖον ἀγωνιστῆ Σκουρτανιώτη τον Θανάση με σαράντα ἀνθρώπους ποιος τον πρόδωσε εἰς τους Τούρκους και τους κάψαν ὅλους σε μίαν ἐκκλησιά;''.

Όσο κι αν προσπαθούμε λοιπόν να αποστρέψουμε τα μάτια από την αλήθεια, όσο κι αν προσπαθούμε να πιστέψουμε πως όλα είναι καλά, να αγνοήσουμε ακόμη και τον Μακρυγιάννη, όσο κι αν επιμένουμε να βλέπουμε στη μάχη του Μαυροματίου μονάχα την εθνική της πλευρά και να την αναλύουμε ως μια περήφανη και περίφημη μάχη ανάμεσα  σε Έλληνες και Οθωμανούς, τελικά δεν είναι μόνο αυτό. Τα κρίσιμα ερωτήματα αυτής της μάχης και οι εμφανέστατες γύρω μας ενδείξεις πάντα θα κραυγάζουν, πάντα θα στρέφουν το πρόσωπό μας μέχρι να δούμε την πραγματική της διάσταση. Ο Κωλέττης πρόσφερε ως Ιφιγένειες τον Σκουρτανιώτη και τους άντρες του στα σπαθιά και τη φωτιά του Ομέρ, για να ξεμπερδεύει και με το τελευταίο στρατιωτικό οχυρό αντίστασης απέναντι στη κυβερνητική εξουσία, για να εξαφανίσει και το τελευταίο ίχνος στρατιωτικής απείθειας και κατ' επέκταση να αφανίσει μια για πάντα τον παλαιό κόσμο των κοινών και να γεννήσει έναν άλλον. Αυτόν της ολιγαρχίας μιας μικρής δράκας πολιτικών, που θα είχαν ξεμπερδέψει μια για πάντα με τους στρατιωτικούς και θα αλώνιζαν ασύδοτοι στο νέο συγκεντρωτικό κράτος.

Η βαριά σκιά του τα επόμενα είκοσι περίπου χρόνια ενεργού συμμετοχής στις κυβερνήσεις του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, επηρέασε τους πρώτους ιστορικούς, ώστε να τηρήσουν σιγή για το ηχηρότατο κατά άλλα ολοκαύτωμα Μαυροματίου και να αποκρύψουν τις μεγάλες ευθύνες του πανίσχυρου τότε πολιτικού ανδρός. Έτσι, το όνομα ''Σκουρτανιώτης'' μπήκε σε περίεργη καραντίνα και η συγκεκριμένη μάχη στον πάγο. Οι επόμενοι ιστορικοί, ακολουθώντας την εύκολη οδό να στηρίζονται μονάχα στους προηγούμενους χωρίς να πραγματοποιούν σχεδόν ποτέ καμία πρωτογενή έρευνα, συνέχισαν άθελά τους την εγκληματική αποσιώπηση. Έτσι η μάχη Μαυροματίου για πολλά χρόνια παρέμενε ένα τοπικό μονάχα θέμα που αφορούσε ελάχιστους παράγοντες των Θηβών, του Μαυροματίου, των Σκούρτων ή κάποιους απόγονους του καπετάνιου στις Μουσταφάδες. Ή ασχολήθηκαν μαζί της μονάχα περιφερειακοί ιστορικοί ερευνητές, όπως ο Τσεβάς. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα κινδύνεψε να λησμονηθεί παντελώς, αυτό το πολεμικό γεγονός, που όμως δεν πέρασε απαρατήρητο στην εποχή του. Έχουμε αποδείξεις, πως το ολοκαύτωμα Σκουρτανιώτη δημιούργησε ψιθύρους, αντιδράσεις και τριγμούς στην κυβέρνηση, οι οποίες όμως δεν ξεπέρασαν τους τέσσερις τοίχους του υπουργείου πολέμου ή τους διαδρόμους της τότε Βουλής στο Ναύπλιο. Απεκρύβησαν γρήγορα και δεν πήραν μεγάλες διαστάσεις. Μονάχα κάποιες διαταγές που αντέδρασαν πεισματικά στη θέληση του Κωλέττη τότε και μάλιστα ακύρωσαν δικές του διαταγές για το θέμα του αντικαταστάτη του Σκουρτανιώτη, μαρτυρούν πόσο είχαν οργιστεί μαζί του κάποιοι μέσα από την κυβέρνηση εκείνη την εποχή, για τον χειρισμό συνολικά της ''υπόθεσης Σκουρτανιώτη''.
Αυτή η περίεργη και χρόνια αποσιώπηση λοιπόν της μάχης του Μαυροματίου, μόνο ως ένδειξη ή ακόμη και απόδειξη ενοχής μπορεί να εκληφθεί.

Το ολοκαύτωμα Μαυροματίου δεν είναι καθόλου ένα τυχαίο γεγονός, δεν είναι απλά άλλη μια χαμένη και καταστροφική μάχη όπως νομίζαμε μέχρι σήμερα, αλλά το εκκωφαντικό τέλος ενός ιδιαίτερου εμφυλίου πολέμου. Στη μάχη του Μαυροματίου συμπυκνώνονται τα ιερά και τα ανίερα, το φως και το σκοτάδι, όλες οι αντιφάσεις της επανάστασης του 1821. Ο Σκουρτανιώτης με τους άντρες του, δεν είναι μόνο οι ήρωες ενός εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου, δεν είναι μόνο οι σκληροί στρατιώτες που πολέμησαν λυσσαλέα έναντι υπέρτερων εχθρών και έδωσαν τη ζωή τους σε μια ''θερμοπυλική'' μάχη, αλλά και τα τελευταία θύματα της θανατηφόρας διαμάχης μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών, διαμάχη που έχει αρχίσει από την Άνοιξη του 1822 με κύριο σταθμό και αφετηρία τις δολοφονίες του Νούτσου και Παλάσκα.
Παρεμπιπτόντως, ο Δρίτσουλας ήταν καθοριστικός συμμέτοχος και στις δολοφονίες του Νούτσου και του Παλάσκα, αλλά και στο ολοκαύτωμα του Μαυροματίου. Και στην αρχή δηλαδή, αλλά και στο τέλος αυτού του ιδιαίτερου εμφυλίου, που συνυπάρχει παράλληλα -άλλοτε ορατά, άλλοτε αδιόρατα- με τους άλλους δύο γνωστούς εμφυλίους. Ο Σκουρτανιώτης είναι ο τελευταίος στρατιωτικός που υψώνει έστω και τη τελευταία στιγμή, το ανάστημά του απέναντι στην κυβέρνηση. Μετά το Μαυρομάτι, δεν υπάρχει κανείς άτακτος οπλαρχηγός να σταθεί ορθός απέναντι στους πολιτικούς. Όλοι έχουν υποκύψει. Μεσολογγίτες και Σουλιώτες. Στερεοελλαδίτες και Πελοποννήσιοι. Βεΐκοι και Τζαβελαίοι. Ίσκοι και Καραϊσκοι. Μποτσαραίοι και Γιολτάσηδες. Ράγκοι και Ρούκηδες. Κολοκοτρωναίοι και Νοταράδες. Ζαϊμηδες και Σισίνηδες. Όλοι έχουν γονατίσει και φιλούν την άκρη της φουστανέλας του Κωλέττη και το γαντοφορεμένο χέρι του Μαυροκορδάτου. Οι πολιτικοί με τα δάνεια και τα χρήματα, ισοπέδωσαν εντελώς ''το γκοβέρνο μιλιτάρε'' μαζί με τον κόσμο που αυτό κουβαλούσε μέσα του.

Μετά το Μαυρομάτι, οδεύουμε οριστικά προς μια συγκεντρωτική εξουσία στο υπό σύσταση κράτος και η Ελλάδα προσανατολίζεται προς το πολιτικό πρότυπο που το κέντρο απορροφά όλες τις εξουσίες και τις οικονομικές απολαβές από τα διάφορα τμήματά του. Τα εθνικά εισοδήματα των επαρχιών συγκεντρώνονται πια προς το κέντρο, στα χέρια των ολίγων της εξουσίας και αυτοί έχουν το δικαίωμα και τη δύναμη να τα κατανείμουν όπως και όπου θέλουν. Πολλές φορές, χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν. Από το Μαυρομάτι και πέρα, οι οπλαρχηγοί χάνουν εντελώς την όποια ανεξαρτησία τους. Κανείς απ' αυτούς δεν έχει δικαίωμα να τρέφεται από τα εισοδήματα της επαρχίας του και τις τοπικές δημογεροντίες, εκτός κι αν το επιτρέψει η κεντρική κυβέρνηση. Οι επαρχίες χάνουν τη μέχρι πρότινος δύναμή τους, παύουν να είναι αυτόνομες οντότητες Κοινών που διατηρούν έναν αξιοπρόσεκτο βαθμό αυτοδιάθεσης και οι οποίες λύνουν μόνες τα προβλήματά τους -τρόπος που είχε κάνει πολλές απ' αυτές να μεγαλουργήσουν ακόμη και μέσα στην Τουρκοκρατία- και μετατρέπονται σε αδύναμα γυμνά πουλιά,  που περιμένουν με ανοιχτό το στόμα την τροφή και όλες τις αποφάσεις από το κέντρο-μητέρα. Το ολοκαύτωμα Σκουρτανιώτη στο Μαυρομάτι, είναι ο μεγάλος σταθμός που διαχωρίζει τον παλαιό κόσμο της αποκεντρωμένης εξουσίας και των Κοινών, με το σύγχρονο κεντρικό κράτος. Από μια ''δημοκρατία επαρχιών'' σχεδόν στα αρχαία πρότυπα του κράτους-πόλη, όπου οι Έλληνες συγκρότησαν αργά και μεθοδικά κάτω από τον Οθωμανικό ζυγό και την οποία διατήρησαν μέχρι την επανάσταση, οδεύουμε προς το πρότυπο μιας συγκεντρωτικής ολιγαρχίας που θα κατέχει την εξουσία και θα βρίσκεται πια υπό την άμεση επήρεια διαφόρων κέντρων της Δύσης, ώστε να ελέγχουν εύκολα και να κατευθύνουν σύμφωνα με τη θέλησή τους το νέο κράτος. 

Από αυτήν την πλευρά πρέπει να δει η ιστορία τον Σκουρτανιώτη. Γιατί ο θάνατός του οριοθετεί το τέλος των Κοινών. Και είμαι σίγουρος πως αν τον δει έτσι, το ολοκαύτωμα Μαυροματίου θα αποκτήσει την αξία και τη σημασία που πραγματικά του αναλογεί, σε αντίθεση με την αποσιώπηση και τη λησμονιά που επιδίωξε και επέβαλλε ο Κωλέττης και σχεδόν διακόσια χρόνια τώρα, το κατάφερε. Και το οφείλει αυτό η ιστορία στον Σκουρτανιώτη. Αν ο Κωλέττης τον εξόντωσε φυσικά και προσπάθησε να εξαφανίσει τη μνήμη του, η ίδια έχει υποχρέωση να αποκαταστήσει ένα πέρα για πέρα αδικημένο ολοκαύτωμα και να διασώσει αυτή τη μνήμη για πολλούς και ουσιώδεις λόγους.
Στο κάτω κάτω, το Μαυρομάτι είναι ένας μεγάλος ιστορικός σταθμός, που δυστυχώς ελάχιστοι μέχρι σήμερα έχουν εντοπίσει και ο Αθανάσιος Σκουρτανιώτης ο τελευταίος μετά τον Οδυσσέα, του ''γκοβέρνο μιλιτάρε''...

Γιώργος Πύργαρης



*Για όλα τα παραπάνω, υπάρχουν φυσικά και τα ανάλογα έγγραφα και παραστατικά από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Απλά δεν επιθυμώ να τα παρουσιάσω από τώρα. Θα παρουσιαστούν όμως σε βιβλίο που ετοιμάζω για τον Σκουρτανιώτη και το ολοκαύτωμα Μαυροματίου.

Τετάρτη 3 Απριλίου 2019

ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ-Ο ΤΑΚΗΣ ΛΑΠΠΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΣΚΟΥΡΤΑΝΙΩΤΗ


Ο Τάκης Λάππας για τον Αθανάσιο Σκουρτανιώτη






Ο βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνών συγγραφέας Τάκης Λάππας, η φωνή του εικοσιένα όπως τον αποκάλεσαν άλλοι,  στο βιβλίο του ''ΑΘΑΝΑΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ'' σκιαγραφεί με λογοτεχνικό τρόπο προσωπικότητες ηρώων του 1821, όπως των Υψηλάντηδων, του μάρτυρα Ησαϊα Σαλώνων, του αρχοντόπουλου Νοταρά, του Κανάρη, του Νικηταρά, του Αγγελή Γοβγιού και στο διήγημα με τίτλο ''Αληθινό παραμύθι'' σκιαγραφεί τον Αθανάσιο Σκουρτανιώτη και τη μάχη του Μαυροματίου. Ας το απολαύσουμε, γραμμένο από τη μοναδική πένα του Τάκη Λάππα...



ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Τον παππού μου, τον πατέρα της μητέρας μου, τον πρόκανα πολλά χρόνια, ώς που έγινα μεγάλο παιδί. Κοντά εκατό χρονών πέθανε. Κι αν δεν τσακιζόταν πέφτοντας απ' τ' άλογό του, μπορεί να ξεπερνούσε τα εκατό. Τόσο καλοστεκούμενος ήταν. Ψηλός, αδύνατος, ορθόστητος, με την άσπρη γενειάδα του, ντυμένος πάντα με την ολοκάθαρη φουστανέλα του και το γαϊτανόπλεκτο γιλέκι του.
Αυτός ήταν ο πρώτος που μου ξεσκέπασε την άγνωστη για μένα εποχή του εικοσιένα και μ' έκανε τόσο να το αγαπήσω.
Κάθε τόσο μας μιλούσε για την ελληνική επανάσταση, κι όλο και κάτι καινούριο είχε να μας πει. Με πόση λαχτάρα προσμέναμε τα εγγόνια του αυτές τις ιστορίες... Ήξερε κι άλλα πολλά γιατί ήταν διαβασμένος και είχε μακροταξιδέψει σε ξένες χώρες. Στο χωριό του το Δίστομο, τον είχαν για σοφό. Μας μολογούσε ακόμη για θρύλους και ιστορίες του τόπου μας, για νεράιδες και ξωτικά. Τι δε μας έλεγε! Μα τι το θες, σαν άρχιζε να ιστοράει κανένα περιστατικό του Εικοσιένα, άλλος άνθρωπος γινόταν. Θαρρούσες και τα όσα έλεγε, ο ίδιος τα είχε ζήσει! Και γω τότε ήμουν ο πρώτος από τα εγγόνια του που τον ζύγωνα και συνεπαρμένος τον κοίταζα κατά πρόσωπο, για να μην χάσω τίποτα απ' τα μολογήματά του. Θεός σχωρέστον, τον καλό κείνον άνθρωπο. Η μνήμη του πάντα με συντροφεύει και του χρωστάω πολλά. Μονάχα το φταίξιμό μου ήταν, που τα όσα μας ιστορούσε δεν τα κράτησα στο χαρτί μα στη μνήμη. Και είναι αλήθεια πως η παιδιάστικη θύμησή μου πολλά κράτησε, μα και πόσα τα χρόνια δε θα σβήσαν, που τώρα ούτε και τα φέρνει ο λογισμός μου...
Τα πιο πολλά που μας έλεγε για τον αγώνα ήταν άγνωστα. Αρκετά τα συνάντησα ύστερα στις μελέτες μου κι όμως ήταν αλήθεια!
Πού λοιπόν τα ήξερε ο παππούς μου, αφού δεν ήταν αγωνιστής, γιατί γεννήθηκε ύστερα από χρόνια; Ο πατέρας του ήταν ένας άτρομος πολεμιστής, ένας τρανός καπετάνιος. Ήταν Σουλιώτης. Κατέβηκε στον αγώνα ακολουθώντας τους Μποτσαραίους, κλείστηκε μαζί τους στο Μεσολόγγι, πήρε μέρος σε διάφορες μάχες και πολέμησε πλάι πλάι με τον μεγάλο της Ρούμελης, τον Καραϊσκάκη. Σαν τέλειωσε ο πόλεμος άραξε στη Ρούμελη, στο Δίστομο. Εκεί πέθανε, ενενηντάρης. Μα είχε το λογικό του και τη θύμησή του ως τη στερνή του ώρα. Τι και τι δεν τους μολογούσε για τις μάχες που ο ίδιος έλαβε μέρος...
-Με το νι και με το σίγμα τα θυμόταν ο συχωρεμένος, μας είπε κάποτε ο παππούς.
Μα και τούτος δε πήγαινε πίσω. Όσα από χρόνια του ιστόρησε ο πατέρας του, όλα τα θυμόταν με το νι και με το σίγμα... Στη μνήμη ο παππούς ήταν φαινόμενο κι ίσως ξεπέρασε κι αυτόν ακόμα τον πατέρα του.
Χρωστάω πολλά να γράψω για τον παππού και τον προπάππο μου. Κάποτε, ελπίζω το χρέος μου αυτό να το ξεπληρώσω...


Ο παππούς έμενε πάντα στο χωριό το Δίστομο. Τα παιδιά του είχαν εγκατασταθεί πια στην πολιτεία στη Λειβαδιά. Αυτός όμως σπάνια μας ερχόταν. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε όλοι εκεί για παραθέρισμα και μέναμε κοντά του δύο και τρεις μήνες. Μα και μέσα στον χρόνο, πάντα δυο τρεις φορές, θα πεταγόμαστε στο χωριό για δυο μέρες. Αγαπούσαμε πολύ τον παππού και τη γιαγιά, την άγια κείνη γυναίκα.
Μια χρονιά έτυχε ν' αρρωστήσω κι ο γιατρός διάταξε να φύγω απ' την πολιτεία για κανένα μήνα. Πού αλλού λοιπόν θα πήγαινα, απ' τ' αρχοντικό του παππού στο χωριό;
Θυμάμαι με πόση χαρά με δέχτηκε και τι και τι δεν κάνανε αυτός και η γιαγιά, να μ' ευχαριστήσουν και ν' αναλάβω μίαν ώρα αρχήτερα απ' την αρρώστια μου...

Ήταν στις αρχές του Οκτώβρη. Ο χειμώνας ήταν πρώιμος και στο χωριό, που άγρια το δέρνει ο βοριάς και βρίσκεται σε ψήλωμα, είχε κιόλας χειμωνιάσει.
Ανήμερα του Αι Δημητριού, κι από δυο μέρες τώρα, το χιόνι σκέπαζε το χωριό, και κάθε βράδυ καινούριο αυγάταινε το παλιό. Δεν ξέρω γιατί σε κείνα τα χρόνια ο χειμώνας ερχόταν πιο γρήγορα κι ήταν πιο άγριος. Τώρα σάμπως αλλιώτεψε ο καιρός...
Επειδή αυτήν την ημέρα γιόρταζα, ο παππούς και η γιαγιά δεν ξέρανε πώς να μ' ευχαριστήσουν. Ακόμα θυμάμαι τις αφράτες τηγανίτες με πετιμέζι μου μούφτιαξε η γιαγιά πριν ακόμα ξυπνήσω. Το δειλινό με τον παππού είχαμε καθίσει στο παραγώνι και χαιρόμαστε τη φωτιά. Νύχτα και μέρα το τζάκι δεν έσβηνε μα σήμερα ήταν γιορταστικά αναμμένο. Δύο τεράστια κούτσουρα πουρναρίσια καίγανε απ' την αυγή.





-Θα σου ψήσω κάστανα στη χόβολη, μου είπε φτιάχνοντας τη στάχτη στο τζάκι. Και για τη γιορτή σου σήμερα θα σε φιλέψω με κάτι που σου αρέσει!
Μεμιάς τα μάτια μου πέσανε στον τοίχο, που βρισκότανε τα άρματα του προπάππου Σουλιώτη. Το καριοφίλι του, το γιαταγάνι, η πάλα, ένα ζευγάρι κουμπούρια, οι μπαλάσκες, το χαϊμαλί, τα τσαπράζια και μερικά ακόμα της φορεσιάς του. Άλλα μαλαματοκαπνισμένα κι άλλα ασημένια. Όλα τους όμως καλά διατηρημένα απ' τον παππού μου, που ο ίδιος τα φρόντιζε, γιατί τα είχε σαν κειμήλια. Νόμιζα λοιπόν πως θα μου χάριζε κανένα απ' τ' άρματα για να το βάλω στη συλλογή μου από άρματα του Εικοσιένα που είχα κληρονομήσει απ' τον πατέρα μου. Κατάλαβε τη ματιά μου που έπεσε στ' άρματα και μου λέει...
-Όχι γιε μου, όχι απ' αυτά! Όσο ζω και βρίσκομαι καρφί δε θα φύγει από τον τοίχο! Σαν έρθει με το καλό ο καιρός και σταυρώσουν για πάντα τα χέρια μου, ε τότε τα παιδιά και τα εγγόνια μου, να τα μοιράσετε, να θυμάστε τον παππού σας τον Σουλιώτη καπετάνιο, τον Τζίμα Ζέρβα.* Για τη γιορτή σου σήμερα θα σου κάνω ένα άλλο φίλεμα, κάτι που σου αρέσει...
Κατάλαβα τότε πως κάποια ιστορία του εικοσιένα θα μου έλεγε. Και μ' όλο που τώρα πια ήμουν αρκετά μεγάλος, ζύγωσα και πάλι τον παππού, όπως συνήθιζα σαν ήμουνα μικρός.
Έβγαλε από την τσέπη του το μεγάλο μαύρο καλογερίστικο κομπολόγι του και το στριφογύρισε στο δεξί του χέρι, Έτσι έκανε πάντα όταν άρχιζε τις διηγήσεις του.
-Θα σου μολογήσω γιε μου σήμερα το βιος του καπετάν Σκουρτανιώτη... του Θανάση Σκουρτανιώτη... τον έχεις ακουστά αυτόν τον καπετάνιο του Ξεσηκωμού, όπως συνήθιζε πάντα ο παππούς να λέει την επανάσταση.
Με είδε σαστισμένον και χωρίς να μ' αφήσει να αποκριθώ εξακολούθησε...
-Καλά, τα βιβλία, τα χαρτιά δε μολογάνε τίποτα γι' αυτόν;
-Μμμ κάτι έχω διαβάσει μα...
-Ώστε κάτι γράφουν και γι' αυτόν! Μ' άλλα λόγια δεν περίσσεψε χαρτί και μελάνι για τον Σκουρτανιώτη; Καταλαβαίνω γιε μου, είναι κι αυτός απ' τους άγραφους...
Και βάλθηκε να χαράζει τα κάστανα και να τα σκεπάζει με τη ζεστή στάχτη.
-Ήταν Σουλιώτης παππού;
-Όχι από την Αραπιά!
Κατάλαβα πως η απάντηση ήταν ειρωνικιά. Δεν απάντησα. Τον άφησα μόνος του να εξακολουθήσει. Κι αφού τακτοποίησε τα κάστανα, γυρίζει και μου λέει...
-Ο Σκουρτανιώτης ήταν ντόπιος, ντόπιος! Να λίγο αλάργα από τη Θήβα, απ' το χωριό Σκούρτα, στα Δερβενοχώρια. Το σωστό του όνομα ήταν Θανάσης Γάτσης, μα τρανός καπετάνιος όπως ήταν πριν απ' τον Ξεσηκωμό μας, του κόλλησαν του χωριού του το όνομα για επίθετο. Ακούς εκεί να μη γράφουν για τον Σκουρτανιώτη, που κατεβατά ολάκερα θα έπρεπε να ιστοράνε το βιος και την πολιτεία του...
Τα τελευταία του λόγια τα είπε με παράπονο. Κι επειδή κατάλαβα πως ο παππούς θα τα έβαζε με τους ιστοριογράφους και τότε δε θα είχε τελειωμό, θέλησα να τον αποτρέψω ρωτώντας τον...
-Ο πατέρας σου παππού, σου είχε ιστορήσει γι' αυτόν;
-Αμ ποιος άλλος; Πολλές φορές μου μολογούσε για τον Σκουρτανιώτη, που τον είχε για έναν απ' τους τρανότερους ήρωες του Ξεσηκωμού...
Έβγαλε την καπνοσακούλα του και παίρνοντας λίγο καπνό, έστριψε τεχνικά σε τσιγαρόχαρτο το τσιγάρο του. Το άναψε με κάρβουνο απ' το τζάκι και καπνίζοντας ηδονικά, εξακολούθησε...
-Οι Γάτσηδες ήταν εφτά αδέρφια, ο πιο μεγάλος ήταν ο Θανάσης, μα κι ο πιο παλικαράς. ''Κορμί δράκοντα είχε και καρδιά λιονταριού'' μου έλεγε ο πατέρας μου. Σου είπα πως πριν απ' τον Ξεσηκωμό ήταν καπετάνιος στα Δερβενοχώρια. Σαν ξέσπασε ο πόλεμος, πήρε τα παλικάρια του και πολεμούσε κατά καιρούς κοντά στον Κριεζώτη, στο Βάσσο, στον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Στα 1825 τα τούρκικα ασκέρια αλώνιζαν στη Βοιωτία. Οι δικοί μας ζητούσαν και τη συνδρομή του Σκουρτανιώτη, που βρισκόταν τότε στα Δερβενοχώρια και τα φύλαγε. Σαν πήρε το μήνυμα ο Σκουρτανιώτης, ετοίμασε τα παλικάρια του, καμιά πενηνταριά, ναρθεί σε τούτα τα χώματα. Οι Δερβενοχωρίτες όμως από φόβο, δε θέλανε να τον αφήσουν να φύγει. Μα έλα που κείνος ήθελε να πάει να βοηθήσει τη Βοιωτία σε κείνη τη δύσκολη στιγμή! Ήρθε σε λόγια με τους χωριανούς του. ''Δε θ' αλαργέψω πολύ'' τους είπε, για να τους δώσει κουράγιο ''Να δω κοντά θα είμαι κι άμα σταθεί χρεία, θα τρέξω κοντά σας!''. ''Όχι, μη φύγεις!'' του φώναζαν κείνοι δειλιασμένοι. ''Εγώ θα πάω στο χρέος μου!''. Κι ετοίμασε τα παλικάρια του να φύγει. Τότε ο παπάς του χωριού, ένας χοντρόπαπας ίσαμε κει πάνω, που για το χόντρος του τον λέγανε Παπαδιπλό, του φωνάζει... ''Να πας και να μη ξαναγυρίσεις!''. Κοντοστάθηκε ο καπετάν Σκουρτανιώτης, απ' τα λόγια του Παπαδιπλού, που μοιάζανε με κατάρα, μα ύστερα χωρίς να τα λογαριάσει, αποφασιστικά κίνησε κι έφυγε.




Έφτασε στη Βοιωτία. Από κει έγραφε στους διάφορους καπεταναίους, να πάνε να τον ανταμώσουν ''γιατί έχουμε γάμο και δεν πρέπει να λείψει κανένας... τέτοιο χαροκόπι δε θα ματαδούμε άλλο!'' Λες γιε μου και σαν κάτι μέσα να του έλεγε το τι θ' ακολουθούσε.
Και παίζοντας καμπόσο νευρικά ο παππούς το κομπολόγι συνέχισε.
-Αστόχησα να σου πω. Είπαν ύστερα πως σαν έφευγε απ' τα Δερβενοχώρια, στο δρόμο του, δύο φορές ξεπετάχτηκε μπροστά του λαγός.
-Α μου έχεις πει κι άλλοτε παππού, πως οι κλέφτες σαν βρίσκανε λαγό στο δρόμο τους, το είχανε για κακοσημαδιά.
-Ναι γεια σου. Τα παλικάρια του Σκουρτανιώτη, δείλιασαν απ' τη γρουσουζιά κι ο αδερφός του ο Κώστας, που ήταν πάντα κοντά του, του λέει...
''Άσχημα κινήσαμε Θανάση. Απ' τη μια τα λόγια του Παπαδιπλού κι απ' την άλλη τούτοι οι λαγοί, δε θα μας βγει σε καλό!'' Κείνος αδιάφορος, σήκωσε τις πλάτες και του αποκρίθηκε... ''Ό, τι και να μας βρει Κώστα, καλώς ναρθεί! Εμείς κάνουμε το χρέος μας στη πατρίδα''...

Κώστας (Κώτσιος) Σκουρτανιώτης

Σαν και σήμερα, του Αι Δημητριού, στα 1825, έφτασε την αυγή ο καπετάν Σκουρτανιώτης, με καμιά πενηνταριά, στο χωριό Μαυρομάτι. Εδώ αντάμωσε και τον Βαγιώτη καπετάνιο Τζουνάρα με καμιά εικοσαριά νομάτους. Πήγε με τα παλικάρια του στην εκκλησιά, μέρα που ήταν, άναψε κερί, λειτουργήθηκε, και σαν σκόλασε, ζήτησε να μάθει κατά πού βρισκόταν ο εχθρός. Του είπαν πως κει κοντά τριγύριζαν.
Ο Σκουρτανιώτης για να μη δώσει βάρος στο χωριό, πήρε τα παλικάρια του και έριξε το ορδί του έξω από το Μαυρομάτι, εκατό μέτρα, στην εκκλησιά της Αγιά Σωτήρας. Τον ακολούθησε κι ένας καλογεράκος, που τον λέγανε Πανάρετο. Από κει ο καπετάνιος έστειλε το Δρίτσουλα, που ήταν απ' τα Χώστια και ήξερε τον τόπο καλά, με δέκα άλλους μαζί, να παρακολουθήσει κατά πού βρίσκονταν οι Τούρκοι.
Μια ώρα μακριά απ' το Μαυρομάτι, ο Δρίτσουλας είδε καμιά εικοσαριά καβαλαραίους Τούρκους νάρχονται ξέγνοιαστοι καταπάνω του. Κρύφτηκε με τα παλικάρια του και σαν ζύγωσαν, τους στρώνουν στο ντουφεκίδι. Σκότωσαν μερικούς κι άλλοι φύγανε. Μεμιάς γύρισε στον καπετάνιο του και του είπε το τι έτρεξε. ''Δεν έπρεπε Δρίτσουλα να τους βαρέσεις'' του λέει ο Σκουρτανιώτης ''κείνοι που γλίτωσαν θα ειδοποιήσουν τους άλλους πως δω γύρα βρίσκονται Έλληνες πολεμιστές... βιάστηκες να τους ντουφεκίσεις... για τούτο πρέπει τώρα να φύγουμε, να μη μας προκάνουν δωπέρα''.
Ο Δρίτσουλας που ήταν παλιό παλικάρι του Ανδρούτσου και είχε κλειστεί μαζί του στο χάνι της Γραβιάς, ήταν αλήθεια πως δεν τα καλολογάριαζε. Ριχνόταν μέσα στα όλα κι όπως ερχόταν.
''Μη με μαλώνεις καπετάνιε'' του αποκρίνεται ο Δρίτσουλας ''Οι Τούρκοι δε θα είναι περισσότεροι από εκατόν πενήντα ως διακόσιοι. Καλώς να μας έρθουν. Να, θα πιάσουμε εδώ τη μάντρα της Αγιά Σωτήρας. Θα τους τσακίσουμε! Έτσι κάναμε και με τον Δυσσέα στο χάνι της Γραβιάς. Θα σώσουμε την πατρίδα και θα δοξαστούμε!''
''Άσχημα τα λογαριάζεις Δρίτσουλα'' του λέει ο καπετάνιος του ''Οι Τούρκοι θα είναι πολλοί. Μπαρουτόβολα δεν έχουμε τόσα, για να τους βαστήξουμε δωπέρα. Θα πάθουμε ο, τι έπαθε ο Διάκος στην Αλαμάνα''.
Αυτό γιε μου που τους έλεγε ο Σκουρτανιώτης, ήταν και το σωστό. Μα δεν τον ακούσανε. Γιατί με τη γνώμη του Δρίτσουλα πήγανε και τ' άλλα παλικάρια, ως κι αυτός ακόμα ο αδερφός του καπετάνιου, ο Κώστας. Σα να τους έσπρωχνε η μοίρα τους να χαθούν.

Όπως κουβέντιαζαν λοιπόν να δούνε τι θ' αποκάνουν, θα φύγουν ή θα μείνουν, είδανε ένα τσοπανόπουλο να κατηφορίζει τρεχάτο κατά την Αγία Σωτήρα. Παράτησε τα προβατά του, που βόσκαγε πιο πάνω και ξυπόλητο όπως ήταν, με το ραβδί του στο χέρι τόβαλε στην τρεχάλα, να φτάσει στην εκκλησιά. Δε θα ήταν περισσότερο από δεκαπέντε χρονών και το λέγανε Τάσο.
-Το επίθετό του παππού; τον ρώτησα.
-Πολλά ζητάς. Ρώτησα και γω κάποτε τον πατέρα μου για έναν άλλον και ξέρεις τι μου αποκρίθηκε; ''Γιε μου οι άνθρωποι τότε δεν είχαν όλοι επίθετα, όπως τώρα. Δανεικά παίρνανε, του χωριού τους, το μικρό όνομα του πατέρα τους ή της μάνας τους και καμιά φορά του καπετάνιου τους. Να, μεις οι Σουλιώτες κρατάγαμε πάντα για επίθετο το βαφτιστικό όνομα του πατέρα μας. Έτσι κι εγώ μ' όλο που γεννήθηκα εδώ στο Δίστομο, κράτησα το Σουλιώτικο έθιμο και για επίθετο πήρα το μικρό όνομα του πατέρα μου.
Η διακοπή που έκανα του παππού, στάθηκε η αφορμή να στρίψει άλλο ένα τσιγάρο. Και καπνίζοντας εξακολούθησε...



-Πού είχαμε μείνει;
-Στο τσοπανόπουλο, τον Τάσο παππού.
-Α ναι. Έφτασε στην Αγιά Σωτήρα και λαχανιασμένο τους λέει... ''Καπεταναίοι, Τούρκοι έρχονται πολλοί! Γεμίσανε τον κάμπο. Τους είδα πάνω απ' το ψήλωμα στο Μεγάλο Πουρνάρι που βόσκαγα το κοπάδι μου. Έτρεξα μεμιάς να σας φέρω χαμπέρι''. Πετάχτηκαν όλοι και πρώτος ο Σκουρτανιώτης, που τους λέει δυνατά... ''Άϊντε συγυριστείτε γιατί δωπέρα θ' ανοίξουμε ντουφέκι. Ας χαθούμε για να μη μας πούνε κιοτήδες''. Κι άρχισαν να φτιάχνουν γύρω απ' την εκκλησιά στη μάντρα, πρόχειρα ταμπούρια. Τον Τάσο τον έδιωξε ο καπετάνιος να πάει και πάλι πάνω στο Μεγάλο Πουρνάρι. Από κει θα παρακολουθούσε τις κινήσεις του εχθρού και θα τους έφερνε ειδήσεις. Φώναξε ο Σκουρτανιώτης τέσσερα παλικάρια και τα έδιωξε να φύγουν τρέχοντας από διάφορες μεριές. ''Όποιους καπεταναίους δικούς μας συναντήσετε στη στράτα σας, να τους πείτε νάρθουν δωπέρα στην Αγιά Σωτήρα στο Μαυρομάτι. Αν μας βρούνε ζωντανούς να μας συντράμουν, ειδ' αλλιώς σκοτωμένους, να μας θάψουν. Να μη φάνε τα κουφάρια μας τα όρνια και τα ζουλάπια''. Αυτά τους έδωσε παραγγελιά ο καπετάν Θανάσης Σκουρτανιώτης. Και μεμιάς τα τέσσερα παλικάρια ξεχυθήκανε τρέχοντας να φέρουν την παραγγελιά του.
Ένα από αυτά αντάμωσε τον πατέρα μου έξω από τη Λειβαδιά και του είπε όσα πιο πάνω άκουσες.
-Και πήγε ο πατέρας σου;
 -Ναι γιε μου, μα όσο να πάει το κακό είχε γίνει. Παρακάτω θα σου τα μολογήσω.
-Κι καλόγερος έμεινε μαζί τους;
-Ο Πανάρετος; ναι έμεινε κει στην εκκλησιά. Αυτός ύστερα μολόγησε στον πατέρα μου, τα όσα θα σου πω πιο κάτω.
Να μην τα πολυλογάμε, κατά τη μία η ώρα το μεσημέρι, φάνηκαν οι Τούρκοι, πεζοί και καβαλάρηδες, καμιά πεντακοσαριά. Ρίχτηκαν με ορμή κατα πάνω στη μάντρα της Αγια Σωτήρας. Μα οι Έλληνες από μέσα τους δέχτηκαν μ' αδιάκοπο ντουφεκίδι. Στρώμα κάτω τα τούρκικα κουφάρια. Αυτό όμως αντί να τους δειλιάσει, τους πεισμάτωνε πιο πολύ και πέφτανε κατά πάνω στους Έλληνες μανιασμένοι. Κι οι Έλληνες όμως τους καλοδέχονταν. Κατά τις τρεις η ώρα, ολόγυρα στη μάντρα θα ήταν καμιά εκατονπενηνταριά εχθρικά κουφάρια.
Οι Τούρκοι αποτραβήχτηκαν και σταματήσανε το ντουφεκίδι. Τότε ακούστηκε ο Σκουρτανιώτης να λέει στους συμπολεμιστές του... ''Τώρα ή θα φύγουν οι Αγαρηνοί ή θα τους έρθει μεντάτι... Αν είχαμε μπαρουτόβολα κι αν μας πρόφτανε βοήθεια άλλοι τόσοι όσοι ήμαστε, ε τότε η Αγια Σωτήρα θα σκέπαζε το χάνι της Γραβιάς!''.
Δεν είχε προκάνει να τελειώσει τα λόγια του ο καπετάνιος και φάνηκε ο Τάσος να κατηφορίζει τρέχοντας απ' το Μεγάλο Πουρνάρι κατά την Αγια Σωτήρα. Κατάλαβαν πως κάποια είδηση τους φέρνει. Σε λίγο βλέπουν τον μικρό τσοπάνη να σκαρφαλώνει πάνω στη μάντρα και να φωνάζει στους κλεισμένους πολεμιστές... ''Έρχονται κι άλλοι πολλοί από δω κι από κει κι από πάνω καβαλαραίοι!''. Και το τσοπανόπουλο, πηδώντας ανηφόρισε τρεχάλα και πάλι στο Μεγάλο Πουρνάρι.
Το άγγελμα του Τάσου, σήμαινε θάνατο για τους Έλληνες πολεμιστές. Μ' από κείνους ποιος να το λογαριάσει ή να δειλιάσει; Το δέχτηκαν ατάραχοι. Το μόνο που πρόσταξε ο καπετάν Σκουρτανιώτης, ήταν να μη σπαταλάνε τις ριξές τους, μα κάθε ντουφεκιά τους να σωριάζει σκοτωμένο κι έναν Τούρκο.

Η πληροφορία που τους έφερε ο μικρός Τάσος, δεν άργησε να βγει αληθινή. Σε λίγο ακούστηκαν να ζυγώνουν τα τούρκικα τουμπελέκια και να φαίνωνται τ' ασκέρια. Κοντά χίλια ντουφέκια, πεζούρα και καβαλαρία, έρχονταν κατά την Αγια Σωτήρα. Δε χασομερήσανε κι άρχισαν τα ρεσάλτα τους. Οι επιθέσεις τους όμως αυτές, ήταν πολύ μεγαλύτερες και πιο αποφασιστικές από τις προηγούμενες. Μα κι οι Έλληνες σωρό στοίβαζαν, απ' έξω από τη μάντρα τα τούρκικα κορμιά.
Ο ήλιος άρχισε να βασιλεύει. Και στους Έλληνες πολεμιστές είχαν πια απομείνει από πέντε χαρτούτσια στον καθένα. Να γλιτώσουν κάνοντας γιουρούσι με τα σπαθιά στα χέρια, ήταν αδύνατο. Πώς θα περνούσαν απέναντι από τόσο εχθρό;
Ο Σκουρτανιώτης τότε πρόσταξε ν' αφήσουν τη μάντρα και να κλειστούν μέσα στην εκκλησιά της Αγια Σωτήρας. Και για να τους δώσει κουράγιο τους λέει... ''Αδέρφια μπορούμε να νικήσουμε, αν καθένας μας σκοτώσει από πέντε Τούρκους!''.
Απ' την εκκλησιά όμως ήταν δύσκολο να πολεμήσουν. Ένα ερημοκλήσι ήταν χωρίς παράθυρα. Και μόνο μια πόρτα είχε. Πού πρόφταιναν ν' ανοίξουν μασγάλια;
Γι' αυτό πιάσανε μερικοί τη μισάνοιχτη πόρτα και ντουφεκάγανε, κι άλλοι από μέσα γεμίζαν τα καριοφίλια, για να ρίχνουν ακατάπαυστα. Ο ίδιος ο Σκουρτανιώτης έμεινε στην πόρτα και μαζί του ο αδερφός του Κώστας, ο κουνιάδος του και ο Δρίτσουλας. Από κει τα καριοφίλια του θέρισαν τόσες ψυχές τούρκικες. Μα όσο πήγαιναν, τα χαρτούτσια λιγόστευαν κι οι ντουφεκιές αραίωναν.
Άρχισε να σουρουπώνει. Κι οι Τούρκοι γιε μου, πάντα στον Ξεσηκωμό μας, απέφευγαν νύχτα τον πόλεμο.
-Γιατί παππού;
-Γιατί δεν ξέρανε τι τους βρίσκει στο σκοτάδι. Οι κιοτήδες έχουν σύντροφο μόνο τη μέρα, ενώ τα παλικάρια δεν ξεχωρίζουν μέρα και νύχτα. Ό, τι τους λάχει.
Για να μη νυχτωθούν κειπέρα οι Τούρκοι και για να τελειώσουν με τους κλεισμένους μέσα στην Αγια Σωτήρα, σκέφτηκαν να πολεμήσουν με άλλο τρόπο. Σύναξαν από γύρω ξερά χαμόκλαδα και φρύγανα που βγάζανε πολύ καπνό. Απ' το Μαυρομάτι φέρανε κι ό, τι ρετσίνι βρήκανε μέσα στο χωριό. Είχαν μαζί τους και θειάφι.
Μερικοί τολμηροί τότε καταφέρανε ν' ανεβούν πάνω στη σκεπή της εκκλησιάς. Άνοιξαν τρύπες και ρίχνανε μέσα αναμμένα τα χαμόκλαρα, το θειάφι και το ρετσίνι. Η εκκλησιά άρχισε να γεμίζει καπνό, γιατί μόνο απ' τη μισανοιγμένη πόρτα μπορούσε να φύγει. Σου είπα, παράθυρα δεν είχε! Μα ο καπνός που έβγαινε, ήταν τίποτα μπροστά σε κείνον που οι Τούρκοι ρίχνανε αδιάκοπα απ' τις τρύπες της σκεπής. Οι πολεμιστές δεν μπορούσανε πια ν' αντέξουν. Ο ένας σωριαζότανε πάνω στον άλλον νεκρός. Σκάζανε απ' το θειάφι και το ρετσίνι. Σε λίγο εξηνταπέντε κορμιά κείτονταν άψυχα μέσα στην εκκλησιά της Αγια Σωτήρας. Δυο μονάχα ανάσαιναν. Ο Σκουρτανιώτης κι ο καλόγερος Πανάρετος. Αυτοί οι δυο είχαν πιάσει τη μισάνοιχτη πόρτα. ο Σκουρτανιώτηςκάπου κάπου ντουφεκούσε κι ο καλόγερος τον βοηθούσε, γεμίζοντας τα καριοφίλια. Από κει όμως μπορούσαν και παίρνανε λίγο αέρα. Μα σε λιγάκι, ούτε κι από κει μπορούσανε να βαστήξουν τη μυρωδιά απ' το ρετσίνι και το θειάφι. Ο καλόγερος τότε κλαίγοντας, λέει στον Σκουρτανιώτη... ''Καπετάνιε άσε με να πάρω λίγο αέρα!... Άσε με, έσκασα, δεν αντέχω άλλο!... Λυπήσου με... με φάγανε τα σκυλιά...''. Και κείνος του αποκρίνεται... ''Καλόγερε μη βιάζεσαι... Βάλε τη μύτη σου δω στην πόρτα κι ανάσαινε!...''
Σε κάποια στιγμή που ο Σκουρτανιώτης απ' το θειάφι και το ρετσίνι ζαλίστηκε, ο Πανάρετος άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω.




Δε πρόκανε να πάει δέκα δρασκελιές και τον πιάσανε οι Τούρκοι. Με τη φοβέρα του γιαταγανιού, ο καλόγερος μαρτύρησε πως κανένας πια δε ζούσε μέσα στην εκκλησιά, εξόν απ' τον Θανάση Σκουρτανιώτη, που βρισκόταν πίσω απ' την μισάνοιχτη πόρτα, ζαλισμένος όμως κι αυτός.
-Τον σκοτώσανε τον καλόγερο παππού;
-Όχι, τον αφήσανε λεύτερο. Αυτός ύστερα ιστόρησε, τα όσα είδε μέσα στην εκκλησιά. Ύστερα απ' την επανάσταση, ο Πανάρετος καλογέρεψε στο μοναστήρι της Ευαγγελίστριας, στον Ελικώνα. Σ' όλη του τη ζωή, έκανε μνημόσυνα και τρισάγια για τους εξηνταέξι της Αγια Σωτήρας. Σ' ένα φύλλο στο Ευαγγέλιο, είχε γράψει πολλά απ' τα ονόματά τους, που τα ήξερε. Ποιος ξέρει τι να έγινε το Ευαγγέλιο κείνο, θα χάθηκε...
-Και μαζί μ' αυτό και τα ονόματα των μαχητών. Κι ο Σκουρτανιώτης παππού;
-Ναι ο Σκουρτανιώτης. Μ' όλο που οι Τούρκοι μάθανε απ' τον καλόγερο πως ήταν ζαλισμένος ή πιο καλά μισοπεθαμένος, ακόμα τον σκιάζονταν. Δεν είχαν το θάρρος να τον χτυπήσουν με τα σπαθιά τους ή με τα ντουφέκια τους. Κρυφά καταφέρανε να βάλουν στη μεριά της πόρτας δύο οβούζια με μακριά φιτίλια. Τα ανάψανε και σα σκάσανε κάνανε κομμάτια το Σκουρτανιώτη.

Είχε νυχτώσει πια. Οι Τούρκοι αφού ξεκάνανε έτσι άναντρα τους κλεισμένους στην Αγια Σωτήρα, φύγανε για τη Θήβα. Υποψιάστηκαν πως δε θ' αργούσανε να φτάσουν εκεί τα ελληνικά σώματα. Και πρώτος έφτασε ο πατέρας μου μ' εκατό παλικάρια. Μόλις χάραζε σαν ήρθε στην Αγια Σωτήρα... Τι να δούνε όμως; Εξηνταπέντε Έλληνες κείτονταν μέσα στην εκκλησιά. Απ' το θειάφι και το ρετσίνι ήταν κατάμαυροι... Άνοιξαν λάκκους και τους θάψανε στην αυλή της εκκλησιάς.
-Το Σκουρτανιώτη;
-Ο πατέρας μου μολογούσε πως απ' αυτόν δε βρήκαν σχεδόν τίποτα να θάψουν. Τα οβούζια σκόρπισαν τις σάρκες του. Μονάχα το δεξί του χέρι βρήκαν να βαστάει ακόμη το γιαταγάνι... Αυτό απόμεινε απ' τον ήρωα Σκουρτανιώτη...
-Και η θυσία του παππού, που ήταν απ' τις πιο μεγάλες του Εικοσιένα!
-Το χέρι του Σκουρτανιώτη το θάψανε όπως το βρήκανε, μαζί με το γιαταγάνι του...







Τάκης Λάππας
1958



*Και αν η διήγηση του Λάππα μοιάζει με παραμύθι, είναι πασιφανές πως έχει στηριχθεί στο μεγαλύτερο μέρος του στη διήγηση του Τσεβά. Πέρα από αυτό όμως, βάζει στη μάχη Μαυροματίου κάποια καινούρια στοιχεία, όπως ο προπάππους του Τζήμας Ζέρβας, τον οποίον όπως διηγείται ο Λάππας, τον βρήκε αγγελιοφόρος του Σκουρτανιώτη έξω από τη Λειβαδιά και εκείνος έτρεξε με εκατό στρατιώτες, αλλά έφτασε τα χαράματα της άλλης μέρας. ''Έφτασε βοήθεια, όμως πάρα καιρόν'' όπως λέει ο Οικονόμου, μόνο και μόνο για να θάψει τους ήρωες του Μαυροματίου. Στην αρχή δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αν ήταν αλήθεια αυτό, γιατί πολλές φορές τα όρια λογοτεχνίας  και ιστορίας είναι λίγο δυσδιάκριτα ειδικά σε συγγραφείς που σμίγουν αυτά τα δύο, όμως ο Τζήμας Ζέρβας ήταν υπαρκτό πρόσωπο τελικά. Αναφέρεται και ως Διαμαντής Τζήμας Ζέρβας, αλλά και ως Διαμαντής Ζέρβας, ήταν όντως Σουλιώτης και όντως διέτριβε στην περιοχή που λέει ο Λάππας. Τον βρήκα μετά από έρευνα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους σε έγγραφο στις 9 Σεπτεμβρίου του 1824, όπου βρισκόταν τότε στην περιοχή, μεταξύ Σαλώνων, Άμπλιανης, Ταλαντίου και Λειβαδιάς. Οπότε θα πρέπει να λάβουμε πολύ σοβαρά υπ' όψη μας, τα όσα διηγείται ο Λάππας, για το τι είδε ο Τζήμας Ζέρβας όταν έφτασε στο Μαυρομάτι και ας τα λέει σαν παραμύθι ή με λογοτεχνικό τρόπο ''... Μόλις χάραζε σαν ήρθε στην Αγια Σωτήρα... Τι να δούνε όμως; Εξηνταπέντε Έλληνες κείτονταν μέσα στην εκκλησιά. Απ' το θειάφι και το ρετσίνι ήταν κατάμαυροι... Άνοιξαν λάκκους και τους θάψανε στην αυλή της εκκλησιάς...'' που αφορούν απ' τη μια τον αριθμό των νεκρών, γιατί έχει μεγάλη σημασία η συμμετοχή η μη στη μάχη του Μαυροματίου του Τζουνάρα -αυτή η εμφάνιση 23 παραπάνω ανθρώπων την τελευταία στιγμή, πιθανόν να έγειρε την πλάστιγγα της απόφασης του Σκουρτανιώτη να παραμείνει και να δώσει τη μάχη- όπως πρέπει ακόμη να λάβουμε υπ' όψη μας και το ότι σύμφωνα με τη διήγησή του, από τον Σκουρτανιώτη βρήκαν μόνο το χέρι του να κρατάει ακόμη το γιαταγάνι κι έτσι τον θάψανε...