ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΟΥΡΤΑΝΙΩΤΗΣ

...κρίνω περιττόν να αναφέρω τον ένθερμον ζήλον, και τας όσας κατά δύναμιν εκδουλεύσεις εδυνήθην να προσφέρω εις την πατρίδαν και εις όσον καιρόν εφύλαττον τον τόπον θηβών δεν απετόλμησε ο εχθρός να κάμη την παραμικράν καταδρομήν. σπεύδω λοιπόν να προσφέρω και αύθις εις την σεβαστήν διοίκησιν τον ίδιον ζήλον μου και επειδή ο εχθρός καθημερινώς λεηλατεί και αιχμαλωτεί τους αδελφούς μας και ο τόπος επαπειλείται από μέγαν κίνδυνον... να δυνηθώ να προφθάσω τους δυστυχείς αδελφούς μας από τον επαπειλούμενον κίνδυνον. μ' όλον ότι εισέτι δεν ημπορώ να ησυχάσω από τους δριμυτάτους πόνους της πληγής μου, δε βαστά η ψυχή μου να βλέπω τους αδελφούς μας να αιχμαλωτούνται αδίκως...


τη 20 μαϊου 1825
ναύπλιον
ο πατριώτης
αθανάσιος σκουρτανιώτης

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2021

Η πιο συγκινητική στιγμή της εκδήλωσης στο Μαυροματι

Κατάθεση στεφάνου από απογόνους του οπλαρχηγού Αθ. Σκουρτανιώτη 






Η εκδήλωση Μνήμης και Τιμής για τους Ηρωικά πεσόντες του Ολοκαυτώματος του Μαυρομματίου, είχε και μια ιδιαίτερα συγκινητική στιγμή όταν κατέθεσαν στεφάνι οι απόγονοι του οπλαρχηγού...

Ο ηλικιωμένος κύριος δεξιά, είναι ο Ευάγγελος Σκουρτανιώτης, κατάγεται κατ' ευθείαν από τον οπλαρχηγό Αθανάσιο Σκουρτανιώτη (από τον μοναδικό γιο που άφησε ο καπετάνιος τον Ιωάννη, ο οποίος εγκαταστάθηκε τελικά στις Μουσταφάδες (σημερινή Καλλιθέα) γύρω στα 1845. Ο άλλος κύριος αριστερά, ο πιο νέος με το μακρύ μαλλί, είναι ο Γεώργιος Σκουρτανιώτης από την Αιδηψό. Κατάγεται από τον αδελφό του καπετάν Θανάση, Μιχάλη Σκουρτανιώτη που ο καπετάνιος τελευταία στιγμή για να τον σώσει, τον έστειλε ως αγγελιοφόρο για να φέρει βοήθεια. Έτσι ο Μιχάλης σώθηκε και με το τέλος της Επανάστασης πήγε στην Αιδηψό όπου άνθισε σόι Σκουρτανιωταίικο. Αν η απόφαση του καπετάνιου στις 03-11-1825 (που πάρθηκε μέσα σε δευτερόλεπτα) ήταν διαφορετική, ο Μιχάλης θα πέθαινε κι αυτός στο Μαυρομμάτι, δε θα είχε αφήσει απογόνους και ο κύριος που κατέθεσε στεφάνι σήμερα, δε θα υπήρχε. Αυτά είναι τα μαγικά της ιστορίας που αποδεικνύουν πως είμαστε όλοι στενά συνδεδεμένοι με αυτήν...


Ο Γεώργιος Σκουρτανιώτης από Αιδηψό
στο άγαλμα του καπετάνιου στο Μαυρομάτι










 

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2021

Γ μέρος - Η ομιλία του Γιώργου Πύργαρη

 

Βιντεο 6:



Βιντεο7:


Βίντεο 8:



Βίντεο 9:



Βίντεο 10:


Β μέρος - Η ομιλία του Γιώργου Πύργαρη

 Βιντεο 4:



Βίντεο 5:

Α μέρος - Η ομιλία του Γιώργου Πύργαρη στο Μαυρομάτι 7 Νοεμβρίου 2021

 

7 Νοεμβρίου 2021

Μαυρομάτι Θηβών 

Αγια Σωτήρα



Βίντεο 3:


Βίντεο 2:

Βίντεο 1:

Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2021

Τιμήθηκαν οι ήρωες της μάχης του Μαυροματίου

Σήμερα, μετα από 5Ο χρόνια, μία λαμπρή εκδήλωση ΤΙΜΗΣ και ΜΝΗΜΗΣ πραγματοποιήθηκε από την Πρωτοβουλία Πολιτών Βοιωτίας στην εκκλησία της Αγιά Σωτήρας, εις μνήμην των ηρωικά πεσόντων του Ολοκαυτώματος του Μαυρομματίου.

 Τελέστηκε επιμνημόσυνη δέηση από τον πάτερ Κωνσταντίνο τον ιερέα Μαυροματίου. Αμέσως μετά, τα παιδιά του συλλόγου απήγγειλαν ποιήματα και ειδικότερα το ποίημα του Σάββα Καρασάβα για τον Αθανάσιο Σκουρτανιωτη. Ακολούθησαν λόγοι από τον πατήρ Κωνσταντίνο, τον πρόεδρο της Πρωτοβουλίας Πολιτών Βοιωτίας κ. Δημ. Κολοβελώνη και αφήγηση του βίου του οπλαρχηγού ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΚΟΥΡΤΑΝΙΩΤΗ από τον απόγονό του και  συγγραφέα-ερευνητη κ.Γεώργιο Πύργαρη.

Ακολούθησε η κατάθεση στεφάνων από τους απογόνους του Οπλαρχηγού κ. Ευαγγ. Σκουρτανιώτη από Καλλιθέα Θηβών και Γεωργ. Σκουρτανιώτη από Αιδηψό, στεφάνι από τον σύλλογο "Πρωτοβουλία Πολιτών Βοιωτίας" και την περιφερειακή σύμβουλο κα.Βασιλικη Κοροπούλη-Κατσιμιχα.

Η τελετή ολοκληρώθηκε με τον Εθνικό Ύμνο.

ΑΘΑΝΑΤΟΙ!!

(Ο σύλλογος "Πρωτοβουλία Πολιτών Βοιωτών" ευχαριστεί θερμά τον κ.Νικόλαο Σπανό για τις παραδοσιακές στολές της προσωπικής του συλλογής που παραχώρησε δωρεάν, όπως και το ανθοπωλείο του κ.Θεοδώρου Δράκου).































Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2021

Ο εκδότης της εφημερίδας των Αθηνών, Γεώργιος Ψύλλας για τον θάνατο του Αθανασίου Σκουρτανιώτη

 




ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΕΤΡΑΔΗ 11 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1825

 

Την περασμένην Παρασκευήν μας έφερον εδώ την πικρήν είδησιν, ότι εις το Μαυρομάτι χωρίον των Θηβών, έκλεισαν οι Τούρκοι της Ευρίπου (έως 600 τον αριθμόν), εις μίαν εκκλησίαν και ύστερον έκαυσαν εκεί μέσα τον Αντιστράτηγον Αθανάσιον Σκουρτανιώτην με 35-40 παλληκάρια.

Αυτός ο καλός άνθρωπος, ο οποίος δεν έπαυσεν από την αρχήν του πολέμου να φυλάττη ωσάν καλόν λαγωνικόν τους δρόμους της Ευρίπου, και πάντοτε να σκοτώνη, ή να πιάνη Τούρκους, ακούωντας την απερασμένη εβδομάδα, ότι είχον εύγη προς το μέρος της Θήβας, επήρε τα παλληκάρια του, και επήγε να πιάση κανένα δυνατό μέρος, όθεν έμελλαν να περάσουν. Βλέποντες όμως εις το χωρίον Μαυρομάτι ολίγους Τούρκους στην αρχή, κατέβη κάτω να τους κτυπήση, και εκεί τον επλάκωσαν όλοι. Αυτός έπιασε την μάνδραν μίας εκκλησίας,  και εκείθεν τους επολέμησεν αρκετήν ώραν. Ως το τέλος δεν ημπόρεσε να βασταχθή εις την μάνδραν, και εμβήκαν εις την εκκλησίαν, αλλά μην έχωντας τα αναγκαία σύνεργα διά να ανοίξουν από την εκκλησίαν πολεμίστραις, οι Τούρκοι απ’ έξω άνοιξαν από πάνω την εκκλησίαν, και ρίχνωντας μέσα φωτιάν τους έκαυσαν.

Εκάησαν αλλά δεν επαραδόθησαν. Τούτο φθάνη μόνον, διά να γνωρίση κανείς τι παλληκάρια ήτον. Κρίμα μόνο οπού εχάθησαν άδικα των αδίκων! Η παλληκαριά τους ήθελεν ήτον εις την Πατρίδα πολλά ωφελιμώτερη, αν την εμεταχειρίζοντο, όχι κατά το κλέφτικον, αλλά ενωμένοι μαζή με τα μεγάλα σώματα, και όσον τούτο δεν γένη, ποτέ δεν θα παύσουν οι Τούρκοι να μας καταπατούν τους τόπους, και να μας τζακίζουν έναν έναν. Ηξεύρω πως αυτόν τον τρόπον πολέμου τον επαίνεσαν και πολλοί Ευρωπαίοι (ο Κολονέλος Στανόπ έλεγεν, ότι καλλήτερον τρόπον πολέμου οι Έλληνες δεν ημπορούσαν να μεαχειρισθούν εναντίον των εχθρών τους, παρά τούτον τον οποίον εμεταχειρίσθησαν έως τώρα, τον οποίον αυτός έλεγεν εκκεντρικόν! Αλλά ηξεύρομεν πολλά καλά, πόσον επροσπάθησεν εις την Συνέλευσην των Σαλώνων να στερεώση μεταξύ των καπετανέων της Ανατολικής και Δυτικής Ελλάδος το να ενεργούν συμφώνως και με προμελέτην τα πολεμικά τους επιχειρήματα). Όμως ποτές να κάμνη πας ένας καπετάνιος ό, τι θέλει, να στέκη όπου θέλει, και όταν θέλει -εμείς εξ’ αρχης χάσαμεν και ακολουθούμεν να χάνωμεν, επειδή όταν ένας καπετάνιος εθυσιάζετο, ο άλλος από το βουνό έκαμνε χάζι! Τούτο ταις περισσότεραις φοραίς δεν εγίνετο από κακίαν, αλλά επειδή δεν είχαν προτήτερα μαζή καμωμένον κανένα σχέδιον, μήτε ο ένας έπιανεν την δουλειάν με γνώσιν, μήτε ο άλλος ύστερα ήξευρε πώς να τον βοηθήση.

Αυτά δεν λέγωνται προς κατηγορίαν του Σκουρτανιώτη και των καλών παλληκαρίων του. εκείνοι με τον θάνατόν τους εκαθάρισαν και ταις αμαρτίαις τους. Λέγονται διά ημάς τους ζωντανούς, οπού πρέπει να συλλογιζώμασθε, διά όσαν πράγματα βλέπομεν να γίνωνται εις τούτον τον κόσμον.

Γ. Ψύλλας

Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

Θανάσης κάνει πόλεμο!

 



 

Οι πέρδικες της Ρούμελης και του Μoριά τ' αηδόνια

γοργά γοργά εκκίνησαν, να παν στο Μαυρομάτι

ακουρνιαχτός και σύγνεφο, πέταλα βγάνουν σπίθες

σαν τα σβαρνίζουν τ' άλογα στης εκκλησιάς τη μάντρα

 

Πέφτουν τ' αηδόνια στα κλαριά κι οι πέρδικες στα βράχια

σκύβουν να ιδούν τι γένεται στo λόφο της Σωτήρας

ο Σκουρτανιώτης πολεμά μ' εξήντα παλληκάρια

τους έκλεισαν οι Αγαρηνοί και ήταν εννιακόσιοι

 

Τέσσερα λάφια έστειλε, να πάνε το μαντάτο

να τον συνδράμουν οι Έλληνες ή όλους να τους θάψουν

«Έχουμε γάμο» μήναγε «κανένας να μη λείψει...

που τέτοιον δε θα ματαδεί, ποτέ κανένας άλλος!»

 

Λυσσάνε τα παλιόσκυλα... μάχη εκ του συστάδην

μα όλοι τα πόστα τους βαστούν, κανένας δεν κιοτεύει.

το βοϊδοκέρατο λαλεί... οι Τούρκοι κάμουν πίσω

κι ο καπετάνιος χούγιαξε σ' όλα τα παλληκάρια...

 

«Κάθε φωτιά και κούτελο, κάθε σπαθιά κεφάλι

δε θα περάσει άπιστος ετούτη εδώ τη μάντρα!»

Βαρούν τα τουμπελέκια τους, πιάσαν κι ανηφορίζουν

τα άλογα αφρίζουνε, πετάγονταν τα σάλια

 

«Αγάντα ωρέ λεβέντες μου και θα γυρίσουν πίσω!»

Κοιτάει τον Πανάρετο, βαστά κι αυτός δυο πάλες...

Εσώσαν τα φουσέκια τους, σπάσαν τα γιαταγάνια

η εκκλησιά σα μάνα τους, τους βάζει μες στα σπλάχνα

 

Σαν τα διαβόλια ανέβηκαν, οι εχθροί στα κεραμίδια

κι ο ήλιος εβασίλεψε μη δει τι θα απογίνουν

κράζουν... φωνές, αλαλαγμοί, κάνουν χαρά οι Περσιάνοι,

και το ρετσίνι μύριζε, σαν νάτανε λιβάνι...

 

Κάνουν να βγουν, ορυμαγδός, οβούζια και βόλια

πάλιν εντός τους στένεψαν, κοιτάζουν τους Αγίους

μια φλόγα πέφτει απ' τη σκεπή... θειάφι, ρετσίνι, πίσσα

τους λαμπαδιάζουν ζωντανούς σάμπως να ήταν δάδες

 

Τα μεδουλάρια λιώνουνε,  αρπάζουν οι παλάσκες

και τα τσαπράζια γίνονται σταυροί του μαρτυρίου

στήνουν χορό με τους νεκρούς, πέφτουνε ένας ένας

με τη φωτιά τριγύρω τους σα θάνατος να καίει...

 

Έψελνε ο Πανάρετος σιγά "Τη Υπερμάχω"

ο Καπετάνιος τον τραβά, τον σέρνει ως στην πόρτα

οι δυο τους απομείνανε... δε παίρνουν πια ανάσα

ξοπίσω τους εκείτονταν εξήντα παλληκάρια

 

«Θανάση άσε με να βγω, να πάρω λίγο αγέρα»

«Καλόγερε μην βιάζεσαι, δεν είν' ακόμα ώρα»

Ζαλίστηκεν ο δράκοντας μα το σπαθί κρατάει

πηδάει ο καλόγερος και μοναχός το σκάει...

 

Δεν κάμει δέκα δρασκελιές, τον πιάνουν τα ζαγάρια

ζητάγανε να μάθουνε τι γίνεται εκεί μέσα...

«Κάνεις μας δεν απόμεινε, μονάχα ο καπετάνιος

μα όποιου ακόμα του βαστά, ας τη διαβεί την πόρτα...»

 

Σαν άκουσαν οι άπιστοι πως ζει ο καπετάνιος,

δεν άκουσαν χειρότερο, τους έπιασε τρεμούλα

κι ας έμαθαν πως ήντανε πολύ ζαλαϊσμένος...

ο Λέοντας σαν ξεψυχά δείχνει την δύναμή του

 

«Κοπιάστε μέσα μπέηδες , κοπιάστε μέσα αγάδες

να ιδείτε πως τα σφάζουμε, εμείς τα μουνουχάρια!»

Βάλαν οβούζια δυνατά  με μακριά φυτίλια

τ' ανάψανε και σκάσανε... τον έκαμαν κομμάτια

 

Οι περδικούλες σκιάχτηκαν, βγήκαν από τις κούρνιες

τραβούσαν τα μικρούλια τους, να ιδούν το Καπετάνιο

που μοναχός ανέβαινε, με το σπαθί στο χέρι...

 

 

Εν Σκούρτα Βοιωτίας

Δερβενοχώρια

27.3.2021

Σάββας Καρασάββας...


Σάββατο 6 Μαρτίου 2021

 



Κυκλοφόρησε το βιβλίο ''ΟΔΥΣΣΕΑ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ ΕΠΙΣΤΟΛΟΓΡΑΦΙΑ'' από τον εκδοτικό οίκο Historical Quest. Παρακολουθούμε κατά αυστηρή ημερομηνιακή και χρονολογική σειρά, επιστολές του Ανδρούτσου, επιστολές που διευθύνονται σ' αυτόν, αλλά και επιστολές τρίτων που τον αφορούν. Μέσα σε 450 σελίδες ζωντανεύουν μοναδικές στιγμές δόξας, κατατρεγμού και συνωμοσιών. 

1) Για προμήθεια του βιβλίου με παραγγελία από το τηλέφωνο και αποστολή με κούριερ στο σπίτι σας, επικοινωνήστε με το τηλέφωνο: 210 2611832.

2) Για αγορά του βιβλίου μέσω e shop και πληρωμή με κάρτα ακολουθήστε τον σύνδεσμο: https://www.historical-quest.com/eshop.htmlfbclid=IwAR1X3Uj8LCwA_J7mRxwsg5o4Z_kYVMuuEIkX_UmoQ65Ni4e6YrJAO4R15GU


Γιώργος Πύργαρης
5/3/2021

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2020

Πανώλη στην επανάσταση του 1821




Πολλοί σήμερα θα αγνοούν πως κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821, οι Έλληνες δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνον τους εχθρούς, αλλά και διάφορες θανατηφόρες επιδημίες όπως την πανώλη, που αποδεκάτισε πολλούς την εποχή εκείνη. Ουσιαστικά έχουμε από τον Ιανουάριο του 1822 ένα νεογνό κράτος με απόφαση της Α Εθνοσυνέλευσης στην Επίδαυρο, το οποίο με δύο βασικά όργανα, το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό, διάφορα υπουργεία (Εσωτερικών, Πολέμου, Θρησκείας και Παιδείας, Αστυνομίας, Οικονομικών, Δικαίου, Ναυτικών), προσπαθεί να στηθεί στα πόδια του. Απέναντι σε μια οθωμανική αυτοκρατορία που αρνείται να δεχθεί την ήττα από το πρώτο κιόλας έτος,  αρνείται να δεχθεί το κλείσιμο των Οθωμανών -που αποτελούσαν τον διοικητικό και γραφειοκρατικό μηχανισμό- σε διάφορα κάστρα (Ευρίπου, Πάτρας), αρνείται να δεχθεί πως έχει ήδη χάσει όλον τον οικονομικό ιστό σε Στερεά και Πελοπόννησο και αποστέλλει κάθε άνοιξη στίφη να επαναφέρουν το status quo, χωρίς ποτέ ουσιαστικά να το καταφέρουν, αφού οι Έλληνες ακόμη και όταν δεν αντιμετωπίζουν κατά μέτωπο αυτά τα στίφη, απλά αποσύρονται και ξαναεπιστρέφουν. Απέναντι λοιπόν σε όλα αυτά τα προβλήματα, η προσωρινή κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει και τις επιδημίες. Η πανώλη εμφανίζεται από τις αρχές κιόλας της επανάστασης, τη διατρέχει και φτάνει μέχρι τα χρόνια του Καποδίστρια όπου ο κυβερνήτης κάνει σημαντικές προσπάθειες αντιμετώπισής της, χτίζοντας διάφορα νοσοκομεία. Απ' ότι διαβάζουμε στα έγγραφα της εποχής, εμφανίζεται πρώτα στην Αίγυπτο -σύμφωνα με τον Θουκυδίδη στην Αίγυπτο πρωτοεμφανίστηκε και ο λιμός που χτύπησε την αρχαία Αθήνα κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου- αλλά και στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη. Σε ένα ακόμη υπό σύσταση κράτος και μάλιστα σε καιρό πολέμου, σε μια εποχή που η ιατρική γνώση δεν ήταν στα σημερινά επίπεδα, αλλά και οι λίγοι γιατροί απασχολούνται στα διάφορα μέτωπα του πολέμου, σε μια εποχή που δεν υπήρχαν αρκετά φάρμακα και εργαλεία και η οργάνωση ήταν απλά στοιχειώδης, η πανώλη ήταν μέγας κίνδυνος. Στα έγγραφα της εποχής αναφέρεται ως ''θανατηφόρος μάστιξ'', ''επάρατος ανθρωπομάστιξ'', ''κακόν'', ''μολυσμός'', ''ανθρωποβόρος επιδημία'', ενώ ως μέτρα αντιμετώπισής της προτείνονται η καραντίνα και η καθαριότητα.
Θα παρακολουθήσουμε τώρα μέσα από έγγραφα των Γενικών Αρχείων του Κράτους τρία στιγμιότυπα από διάφορα μέρη της Ελλάδος και σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, για να κατανοήσουμε μερικώς το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι Έλληνες κατά τη διάρκεια της επανάστασής τους και τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση του. Θα δούμε ακόμη ένα έγγραφο που παρουσιάζει την εικόνα νοσοκομείου της εποχής.

Το πρώτο έγγραφο υπογράφεται από τον Γενικό Αρμοστή της Αστυνομίας στην Ερμιόνη τον Νοέμβριο του 1822, όπου κάνει λόγο για εμφάνιση πανώλης στην Τήνο και ενημερώνει το υπουργείο Εσωτερικών για την ανάγκη καταλυμάτων στην παραλία όπου θα διαμένουν οι φύλακες που θα εμποδίζουν την αποβίβαση των ανθρώπων που φθάνουν με τα καΐκια από τα νησιά και την Τήνο...



Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος
Προς τον Εξοχώτατον Μινίστρον των Εσωτερικών
Ο Γενικός Αρμοστής της Αστυνομίας
Εν Ερμιόνη τη 23η Νοεμβρίου 1822

Είναι των αδυνάτων να οικονομήση η Γεν. Αστ. τα αποβλέποντα την αναγκαίαν κάθαρσιν εις την ενεστώταν περίστασιν της κατά δυστυχίαν φανερωθείσης εν τη Νήσω Τήνου πανώλης νόσου, χωρίς να οικοδομηθούν τρεις ή τέσσαρις καλύβαι εις το παράλιον, τόσον διά να στέκουν οι φύλακες αδιακόπως και να εμποδίζουν την έξοδον των ανθρώπων από τα φθάνοντα καϊκια πριν ειδήσεως της Αστυνομίας, όσον και διά να κάθηνται οι εξ υπόπτων μερών ερχόμενοι διαβάται προς αναπλήρωσιν της προφυλάξεως όπου εγκριθήσαν αναγκαία ήθελε των διορισθή. ένεκα τούτου η Γεν. Αστυνομία άπαξ και δις ανέφερε των εδώ κυρίων εφόρων την ανάγκην, επιτρέπουσα και παρακαλούσα αυτούς να οικονομήσουν το πράγμα με τα εθνικά σανίδια οπού έχουν, ή με ποίον άλλον τρόπον ημπορέσουν, αλλ' εις μάτην. η αδιαφορία των είναι μεγάλη, μήτε αισθάνονται πόσον αυτό αποβλέπει κυρίως την σωτηρίαν της ίδιας της πόλεως. 
Επειδή λοιπόν η αύξηση του ψύχους ή μια αιφνίδιος βροχή έπεται να υποχρεώση και φύλακες και φυλατζόμενους να τραβηχθούν από τα ασκεπή μέρη, εις τα οποία ευρίσκονται τώρα και να ματαιωθούν  ούτως όλα τα μέτρα τα οποία προσπαθώμεν να στερεώσωμεν προς αποφυγήν της θανατηφόρου μάστιγος, ήτις μας επαπειλεί, η Γεν. Αστυνομία ίνα μη επιπέσει εις το βαρύτατον σφάλμα του να μην ιδεάση εν καιρώ το έξοχον Μινιστέριον σας κατά το χρέος της περί τς διατρεχούσης ολεθρίου ακαταστασίας, αναφέρη διά του παρόντος προς αυτό πάντα, όσα ανωτέρω εξηγήθησαν, ίνα με την ταχύτητα την οποίαν την οποίαν απαγορεύση το κακόν επιφέρει την απαιτουμένην ίασην με εκείνα τα μέσα όπου εγκρίνη προσφιλέστερα προς διόρθωσιν της επικρατούσης εγκληματικής αταξίας. μένω με το προσήκον σέβας. 

Ο Γενικός Αρμοστής της Αστυνομίας
Αλέξανδρος Αξιώτης

Το δεύτερο έγγραφο από τον Κ. Μώραλη (σε άλλα έγγραφα τον έχω δει Γενικό Αστυνόμο) τον Ιανουάριο του 1825 (είναι η εποχή που τελειώνει ο δεύτερος εμφύλιος με νίκη των κυβερνητικών στρατευμάτων) από το Ναύπλιο. Ο Μώραλης αναφέρει πως η πανώλη έχει εμφανιστεί πάλι στην Αίγυπτο, τη Σμύρνη αλλά και την Κωνσταντινούπολη και δίνει μια αναφορά για την κατάσταση που επικρατεί στην Πελοπόννησο και προτείνει αυστηρούς ελέγχους και επταήμερη γενική καραντίνα σε όλα τα λιμάνια...


Προς το Σεβαστόν Βουλευτικόν Σώμα

Κατά τας οποίας έχει πληροφορίας πολλαχόθεν η Γενική Αστυνομία η επάρατος ανθρωπομάστιξ της πανώλης φαίνεται ότι άρχισε πάλιν εις Αίγυπτον, Σμύρνην, Κρήτην και Κωνσταντινούπολην. Επειδή δε αι προφυλάξεις εις Πελοπόννησον, καθώς και εις την λοιπήν Ελληνικήν επικράτειαν λείπουν ολοτελώς ή και αν είναι γίνονται πολύ καταχρηστικώς και επειδή είναι φόβος να μη μεταδοθή άξαφνα το κακόν εις πολλά μέρη, καθώς ανακαλύφθη προ ολίγου η μετάδοσίς της και εις την νήσον Μήλον ως ειρήθη, και διά την ανεξέταστον και ακόλουθον έξοδον και είσοδον ναυτών και διαβατών εις όλους τους ελληνικούς λιμένας να εισοδεύσει και εις την Πελοπόννησον και ακολούθως όχι μόνον να βλάψη καιρίως την ενταύθα και άλλοθεν καταφυγούσαν τόσην ανθρωπότητα, αλλά μάλιστα και να επιφέρη μέγα εμπόδιον και εις τους σκοπούς του έθνους.
Διά τούτο ο υπογεγγραμμένος αναφέρομαι προς το Σεβαστόν Σώμα ως πατριώτης, εις το οποίον γνωστοποιώ κατά χρέος και χρέος ανθρώπινον τα ρηθέντα, ίνα προλάβη όσον τάχος εις το να ληφθούν περί τούτου τα αναγκαία δραστήρια μέτρα και δι' όλην την επικράτειαν, και διά την Πελοπόννησον διαφερόντως. κρίνω δε αναγκαία κι αναπόφευκτα προφυλακτικά εις την εμπόδισιν τούτου, τα ακόλουθα, τα οποία καθυποβάλλονται εις την κρίσιν του Σ. Σώματος και εις την ταχείαν απόφασιν. 
αον: Να προκηρυχθή βεβαιωτικώς εις όλην την επικράτειαν ότι μετά 40 ημέρας της εκδόσεως της διαταγής ταύτης προσδιορίζεται καραντίνα εις όλους τους ελληνικούς λιμένας επταήμερος διά κάθε δυνάμενον πλοίον ελληνικής και αλλοεθνούς από οποιοδήοτε μέρος ερχόμενον. λόγου χάριν και από Τήνος εις Μύκωνον. 
βον: Να διορισθώσιν εις όλην την επικράτειαν υγειονόμοι, και μάλιστα εις την Πελοπόννησον, άνθρωποι φρόνιμοι, ειδήμονες και έμπειροι τοιούτου σωτηριώδους υπουργήματος. 
γον: Να αντιταχθώσιν όλοι οι ελληνικοί λιμένες αυστηρώς να μην εξέρχεται πλοίον οποιοδήποτε χωρίς εξαίρεση, αν δεν λαμβάνη από το υγειονομείον έγγραφον της υγείας εκείνου του τόπου, καθώς να μην δέχεται και εις τον λιμένα αν δεν παρρησιάζει τιούτον έγγραφον του τόπου όπου εξήλθεν. 
Ο προσδιορισμός των 40 ημερών στοχάζομαι είναι αρκετός του να προϊδεασθούν παντού όλοι οι Έλληνες, ακόμα δε και άλλοι τόποι διά να λάβωσιν οι άνθρωποι περί τούτου μέτρακαι επομένως να μην ακολουθούν παράπονα.
Και επειδή εγγύζει ήδη ο καιρός καθ' ων το κακόν τούτο αυξάνει και ο μολυσμός του μεταδίδεται ευκόλως, το Σ. Βουλευτικόν Σώμα ελπίζω ότι προνοεί περί της υγείας της επικράτειας και περί της σωτηρίας των πολιτών, θέλει σκεφθείν ωρίμως επάνω εις ταύτα και θέλει φροντίσειν όσον τάχος, αν εγκριθή του να διορίσθώσι τα αναγκαία όπου ανήκει και να εκδόθώσι διαταγάς διά την προφύλαξιν της επικράτειας από το τοιούτον φρικαλέον δεινόν. 

Ναύπλιον τη 20 Ιανουρίου 1825
Ο πατριώτης 
Κ. Μώραλης




Το τρίτο έγγραφο υπογράφεται τον Μάρτιο του 1825 από τον υπουργό Εσωτερικών Γρηγόριο Δικαίο ή Παπαφλέσσα, όπως είναι ευρύτερα γνωστός, δύο περίπου μήνες πριν χαθεί και εκείνος στη μάχη στο Μανιάκι. Η επανεμφάνιση της πανώλης τον χειμώνα και την Άνοιξη του 1825, συμπίπτει χρονικά με την αποβίβαση στην Πελοπόννησο των αιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ Ο υπουργός Εσωτερικών Παπαφλέσσας, προτείνει τη μετάβαση της κυβέρνησης από το Ναύπλιο στην Τριπολιτσά λόγω πανώλης. Μας δίνει μια εικόνα βρώμικου και επικίνδυνου Ναυπλίου, που για να καθαρίσει χρειάζονται έξι μήνες!...


Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος
Το Υπουργείον των Εσωτερικόν
Προς το Εκτελεστικόν Σώμα

Είναι γνωστόν τοις πάσι πόσην φθοράν επροξένησεν η εις το παρελθόν περιεπεισυμβήσασα ενταύθα επιδημία και πόσην ταυτοχρόνως παραλυσίαν επέφερε εις τας πράξεις της Διοικήσεως. η επιδημία αύτη, εις τας οποίας πληροφορίας έχει το υπουργείον από εμπείρους ιατρούς,, άρχισεν και πάλιν να αναφύεται ενταύθα, και το πλέον πιθανόν είναι, ότι όταν μεσιάσει ή ήδη αρξαμένη άνοιξις, θέλει ανατείλη πάλιν η ανθρωποβόρος αύτη επιδημία και είναι ενδεχόμενον, ότι θέλει γίνη ασυγκρίτως πλέον κακοήθης παρά το παρελθόν θέρος, διότι αι ακαθαρσίαι της πόλεως επολλαπλασιάσθησαν και ακόμη δεν έγινεν αρχή της εκκαθαρίσεως αλλά και αν τώρα γένη η αρχή βέβαια δεν είναι δυαντόν να λάβη τέλος προτήτερα των εξ μηνών. 
Όθεν διά ταύτα πάντα το υπουργείον κρίνει επάναγκες, έως ότου καθαρισθή η πόλις καλώς, να μεταβή η Διοίκησις εντεύθεν αλλού, ή και εις Άργος ή Τριπολιτζάν. ήθελεν είσθεν καλόν εις Άργος η μετάβασις της Διοικήσεως, εάν εκεί εσώζοντο τα αναγκαία καταλύμματα και η πόλις εκείνη ήτο πλέον περιορισμένη διά να φυλάττειται η ανήκουσα εις αυτήν ευταξία και ειρήνη. επειδή δε ταύτα είναι αδύνατον εκεί να διατηρηθώσι, το υπουργείον κρίνει να μεταβήη Διοίκησις εις Τριπολιτζάν όπου ευρίκονται τα ειρημένα, και η Διοίκησις δύναται εκείθεν να ενεργή ογληγορώτερα εις όλην την επικράτειαν. ωσαύτως δύναται εκείθεν ευκόλως να εισάξει παντού την ευταξίαν και ειρήνην. 
υποβάλλεται λοιπόν του υπουργείου η γνώμη αύτη υπό την επίκρισιν του Εκτελεστικού Σώματος.

Εν Ναυπλίω τη 14 Μαρτίου 1825
Ο υπουργός των Εσωτερικών 
Γρηγόριος Δικαίος



Αξίζει όμως να δημοσιεύσουμε προς συμπλήρωση των παραπάνω, μια εικόνα νοσοκομείου της εποχής. Υπογράφεται από τον επίτροπο του νοσοκομείου Πέτρο Στρογγύλη, αλλά δυστυχώς στο έγγραφο δεν αναφέρεται πουθενά για ποιο νοσοκομείο πρόκειται. Η κατάσταση είναι πολύ δύσκολη και οι τραυματίες του πολέμου μπερδεύονται με τους ασθενείς...

Προς το έξοχον υπουργείον του Πολέμου

Χρέος μου να είπω τας ανάγκας του κοινού Νοσοκομείου.
αον: Το αυτό Νοσοκομείον δεν έχει τόπον εις τον να δεχθή ούτε άλλους ασθενείς, ούτε άλλους λαβομένους επειδή και όλαι αι κάμαραι είναι γεμάται, μάλιστα αδειάσαμεν και το κελάρι και εβάλαμεν λαβομένους. επειδή εις αυτάς τας κάμαρας βάλαμεν άλλους ασθενείς καλοκέρι ων, θέλει θανατόσωμεν και τους πρώτους και τους ύστερους. επειδή λοιπόν και ο πόλεμος είναι πλησίον μας, αφεύκτως θέλει δεχθώμεν ασθενείς και λαβομένους, ανάγκη πάσα να ητοιμασθή κανένα οσπίτιον από τα πλησίον του Νοσοκομείου διά να είναι έτιμον.

βον: αναγκαιεί να εξοικονομηθή αμέσως πόρος διά τα καθημερινά έξοδα, καθώς ζωοτροφία (τροφή ιατρών, προσωπικού και ασθενών)  και ιατρικά επειδή και το Τελώνιον ως την σήμερον μας έδωσε μόνον γρόσια διακόσια πενήντα εις όλον αυτό το διάστημα με το να μην δουλεύει. 

γον: η οικονομία διά τα στρώματα, με το να κείτονται οι ασθενείς απάνω εις τα σανίδια.

δον: να εύρωμεν έναν ιδεασμένον διά την βοήθειαν του ιατρού όπου να αλλάζονται οι πληγωμένοι. 

όλα λοιπόν τα άνωθεν αναγκαιούν μεγάλως διά την υπεράσπισιν των ασθενών εξερέτως ο πόρος. επειδή και εις εμέ ούτε παράς μου έμεινεν, ούτε υπόληψις εις τινά διά να προβλέψω το προς το ζειν, επειδή και τώρα είκοσι μέρες από κανένα μέρος βοήθειαν  δεν έλαβον καθώς και ο κύριος Βαλιάνος τα όσα με χρωστεί παρά δεν με έδωσε, αλλά με το σήμερον και με το αύριον με απερνά, αφού στέλνει τους κανονιέρηδές τους. Ιδού λοιπόν οπού ειδοποιώ το έξοχον υπουργείον, όπου παραπονούμενοι και ασθενείς και πληγωμένοι να είμαι αμέτοχος τούτου.

ο ευπειθέστατος πατριώτης
και επίτροπος του Νοσοκομείου
πέτρος στρογγύλης
περί την 9 ιουνίου 1825





















Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019

Ο Γιώργης Σκουρτανιώτης εγγυάται την ομαλή λειτουργία της Δ' κατά συνέχεια Εθνοσυνέλευσης




Ο Γιώργης Σκουρτανιώτης (αδερφός του Θανάση που έπεσε ένδοξα στο Μαυρομάτι) όπως αποδεικνύει η παρακάτω επιστολή, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους ως ανώτερος αξιωματικός στρατιωτικού τμήματος. Την ιστορία του την ερευνούμε ακόμη, αλλά σήμερα παρουσιάζουμε μια επιστολή του στον Πρόεδρο της Δ' κατά συνέχεια Εθνικής Συνελεύσεως που διεξαγόταν στο Άργος το καλοκαίρι του 1832 -ανάμεσα στα άλλα ψήφισε και την επιλογή του Όθωνα ως Βασιλέα της Ελλάδας- όπου εγγυάται μαζί με τους αξιωματικούς του, την ομαλή λειτουργία της.



Προς τον Σ. Πρόεδρον της κατ' επανάληψιν Δ' των Ελλήνων Συνελεύσεως

Σεβαστέ πρόεδρε

χθες δι' αναφοράς και το στρατιωτικόν τούτο σώμα εξέφρασε δι' ημών εις όλους τους Πληρεξουσίους το αίσθημά του, περί της εξακολουθήσεως των εργασιών της Εθνοσυνελεύσεως. 
Αλλά επειδή η μνησθείσα αναφορά δεν υπεγράφει εξ ενός εκάστου, διά την κακήν τύχην του μη ειδότος γράψαι, και τινές των Πληρεξουσίων δεν έδωκαν την απαιτουμένην πίστην εις αυτήν, είτε ειλικρινώς, είτε μη, το στρατιωτικόν τούτο σπεύδει κατ' επανάληψιν να σας βεβαιώση, Κύριε πρόεδρε και να σας παρακαλέση, να βεβαιώσητε εις τούτο και όλους τους Πληρεξουσίους, ότι δύνανται ελευθέρως να έλθωσιν εις τον ωρισμένον τρόπον της Συνελεύσεως, και εξακολουθήσωσι τας εργασίας των, εγγυώμενον την πληρεστάτην ασφάλειαν και ευταξίαν, και παραχωρεί ως υπεσχέθη, εις την άμεσον διεύθυνσην του αρχηγού της φρουράς, αν είναι ανάγκη, την απαιτουμένην φρουράν, από το ίδιον σώμα.
Οι αξιωματικοί του σώματος τούτου επεφορτίσθησαν να υπογράψωσι την παρούσαν, γενομένην διά της κοινής συγκαταθέσεως του σώματος, το οποίον σας παρακαλή να δώσητε την απαιτουμένην πίστιν και εξακολουθήσετε αφόβως και χωρίς καμίαν υποψίαν τας εργασίας σας. άλλως δε θέλει διαμαρτυρηθή επισήμως διά ν' απορρίψη τον οποίον η περίστασις τω επεφόρτισε μώμον. 
Διομολογούντες τα πατριωτικά μας αισθήματα υποσημειούμεθα.

Εν Άρια τη 26η Ιουλίου 1832

Ο Στρατηγός Γ. Σκουρτανιώτης

Οι Αξιωματικοί Μιχάλης Στέργιος, Γιαννάκης Πλάφισος. Αναστάσιος Μάγος, Κυριάκος Σόκος, Αντώνιος Καλίβαρης, Θόδωρος Καζάνης, Ιωάννης Κοντούλης


Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2019

Έχουμε γάμο...




''... Και ωσεί προαισθανόμενος το ένδοξον, αλλά θλιβερόν τέλος του ''έχουμε γάμο...'' έγραφε ''και δεν πρέπει να λείψη κανείς, διότι τέτοιο δεν θα ξαναϊδούμε άλλον.''

Έχουμε γάμο και δε πρέπει να λείψει κανείς!
Αυτή η φράση λοιπόν, αποδίδεται από τον Τσεβά στον Αθανάσιο Σκουρτανιώτη, την παραμονή ή τις παραμονές της ένδοξης μάχης του Μαυροματίου και του θανάτου του. Παράξενη φράση αλήθεια. Ποιητικά φορτισμένη. Ο πολέμαρχος Αθανάσιος Σκουρτανιώτης, μεταμορφώνεται εδώ, έστω και για μια στιγμή σε ποιητή.
Όμως, είπε πραγματικά αυτή τη φράση ή ήταν μια ''ποιητική παρέμβαση'' του Τσεβά, μια αυθαίρετη εκ των υστέρων πινελιά που την χρέωσε στον Σκουρτανιώτη λίγο πριν περιγράψει το επερχόμενο δράμα; Ο ίδιος ξεκαθαρίζει εξ' αρχής, πως τη μάχη του Μαυροματίου έγραψε σύμφωνα με τις διηγήσεις αυτόπτων μαρτύρων, όπως των τεσσάρων αγγελιοφόρων που έφυγαν την τελευταία στιγμή από το Μαυρομάτι, άρα ακολουθούσαν μέρες πριν τον Σκουρτανιώτη, του οπλαρχηγού Γκέλη που πήγε το ίδιο βράδυ εκεί μετά τη μάχη, του καλόγερου που βρισκόταν στο ναό και του μικρού Τάσου. Οπότε δεν έχουμε κανέναν λόγο να αμφισβητήσουμε τον Τσεβά στο συγκεκριμένο σημείο. Η φράση αυτή, πράγματι ειπώθηκε από τον Σκουρτανιώτη και μετά το δράμα συζητήθηκε από τους αυτόπτες μάρτυρες ξανά, τόσο που έφτασε στα αυτιά του ιστορικού Τσεβά 50-60 περίπου χρόνια αργότερα. 
Όμως γιατί ο Σκουρτανιώτης μίλησε τόσο αινιγματικά;
Υπάρχουν κάποιες στιγμές στη ζωή ενός ανθρώπου και ιδιαίτερα όταν πλησιάζει ένας απρόσμενος και τραγικός θάνατος, που μια αστραπή λάμπει ξαφνικά μέσα στο πνεύμα του. Μια λάμψη προφητική, ποιητική, ιδιαίτερη. Υπό κανονικές συνθήκες, η λέξη δε θα πρέπει να ήταν γάμος, αλλά μάχη, ή πόλεμος. Έχουμε μάχη, έχουμε πόλεμο και δεν πρέπει να λείψει κανείς! Όμως η λέξη γάμος τη στιγμή που ο Σκουρτανιώτης προσκαλεί άλλους οπλαρχηγούς και πολεμιστές κοντά του για να αντιμετωπίσουν τους σκληρούς Οθωμανούς του Ομέρ του Ευρίπου ηχεί παράξενα, μοιάζει αταίριαστη, παράταιρη. Είναι ένα αίνιγμα. Από πού κι ως πού γάμος μέσα στη φωτιά του πολέμου; Και μάλιστα γάμος που... ''τέτοιον, δεν θα ξαναϊδούμε άλλον!'';
Ναι, ο Σκουρτανιώτης έστω και για μια στιγμή μεταμορφώνεται σε ποιητή. Σε προφήτη. Δεν προσκαλεί τους οπλαρχηγούς της Βοιωτίας να είναι παρόντες σε καμία μάχη, αλλά σε γάμο. Τι γάμο αλήθεια;


....................................................


Το βράδυ της 3ης Νοεμβρίου 1825, οι Οθωμανοί του Ευρίπου αφού έχουν ολοκληρώσει το φρικώδες έργο τους στο εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, αποσύρονται βιαστικά από τους χωμάτινους λόφους του Μαυροματίου, προς το δρόμο της Θήβας που θα τους οδηγήσει στη Χαλκίδα. Μαζί τους ίσως κουβαλούν τους νεκρούς τους -αν δε τους έθαψαν σε ομαδικό τάφο στα ψηλώματα- και ίσως κουβαλούν ακόμη και κάτι άλλο. Ένα πολύτιμο λάφυρο. Το κομμένο κεφάλι του Σκουρτανιώτη. Του μεγάλου εχθρού τους από την αρχή της επανάστασης, που προσπαθούν να τον εκδικηθούν τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Μπορεί να είχαν πολλές απώλειες σ' αυτήν τη μάχη, αλλά ο διοικητής του αποσπάσματος είναι ευχαριστημένος. Το να πάει  πεσκέσι στον Ομέρ το κεφάλι του ντεβριμτσή από τα Σκούρτα, είναι μεγάλο πράμα. Χαλάλι κι οι σκοτωμένοι. Δίπλα τους καθώς απομακρύνονται από τον τόπο του δράματος, γυαλίζουν αμυδρά στο λιγοστό φως του φεγγαριού που κάθε τόσο κρύβεται από σύννεφα, τα νερά της λίμνης της Κωπαϊδας.

...οι εχθροί απεσύρθησαν
σκότος πίπτει βαθύ
φρικιασμένος τριγύρω
κεκρυμμένος λαός
εις όρη και τρύπας

Λίγο πιο πάνω, μέσα στο εκκλησάκι της Αγια Σωτήρας, κείτονται άψυχα τα σώματα του Σκουρτανιώτη, του αδερφού του Κώτσιου, του Γιάννη Βιέννα, του Δρίτσουλα, του Λεβεντάκη και των υπολοίπων μαρτύρων πολεμιστών. Με ανοιχτά στόματα σα να γυρεύουν ακόμη απεγνωσμένα οξυγόνο, σώματα μελανά, τουμπανιασμένα, φρικώδη. Η σκεπή, οι εικόνες, το τέμπλο του ναού συνεχίζουν ακόμη να καίγονται. Οι καπνοί ανεβαίνουν στον νυχτερινό ουρανό και η θερμοκρασία μέσα στο ναό είναι ακόμη απαγορευτική για τα ανθρώπινα μέτρα. Ο καλόγερος καθισμένος στην άκρη της μάντρας του μικρού ναού, τρέμει. Αν μπορούσε κανείς να διακρίνει το πρόσωπό του μέσα στο σκοτάδι, θα ήταν ωχρό, πάνινο. Δεν μπορεί να συνέλθει ακόμη από το δράμα που έζησε. Δεν ξέρει τι να κάνει παρά στέκεται αναποφάσιστος, ακίνητος, μια μαύρη φιγούρα ριζωμένη στη μάντρα σαν αποτρόπαιο ανατριχιαστικό άγαλμα. Ένας κόμπος του έχει φράξει το λαιμό. Δεν μπορεί καν να κλάψει. Νιώθει στα κόκαλά του το κρύο της νύχτας που κατεβαίνει ακάθεκτο απ' τα βουνά μα φαίνεται να μην τον νοιάζει. Μονάχα ο μικρός Τάσος που παρακολούθησε τη φονική μάχη από τους λόφους δυτικά, τρέχει μες στο σκοτάδι να ειδοποιήσει το χωριό πως όλα τέλειωσαν, έφυγαν κι οι Τούρκοι.

Σε λίγο αρχίζουν να καταφθάνουν δειλά, οι πρώτες γυναίκες και οι άντρες του Μαυροματίου, οι περισσότεροι ηλικιωμένοι. Δεν τολμούν ακόμη να πλησιάσουν τον ναό παρά κάθονται απόμερα έξω από τη μάντρα, έχοντας φράξει με τις παλάμες τα στόματα από τρόμο, μπροστά στην υποψία της τραγωδίας που κρύβουν οι πέτρινοι τοίχοι της εκκλησίας. Λίγο πολύ άλλωστε, τους είχε προετοιμάσει για το τι θα δουν και ο Τάσος. Που και που κάποια γυναίκα προσπαθεί να ψιθυρίσει κάτι, αλλά αυτό που βγαίνει είναι ένας πνιχτός λυγμός. Τίποτα σχεδόν δεν κινείται. Ούτε καν τα φύλλα των δέντρων. Όλοι και όλα τριγύρω έχουν παγώσει, κοιτάζοντας το λιγοστό πια φως που βγαίνει από τα μικρά τρίλοβα παράθυρα και τη μισάνοιχτη πόρτα του ναού από τις εναπομείνασες εστίες φωτιάς που σιγοκαίει ακόμη...

Και τότε σα να ήρθε από το πουθενά ή σα να έφθασε πετώντας μέσα από τα σύννεφα του Ελικώνα, μια ψηλόλιγνη φιγούρα γυναίκας φορώντας ένα λευκό μακρύ φόρεμα, εμφανίστηκε ξαφνικά στο ήσυχο πια προαύλιο του ναού που μέχρι πριν λίγη ώρα μαινόταν η φωτιά και οι κραυγές της μάχης. Ευθυτενής, αγέρωχη, λυγερόκορμη. Οι γυναίκες του Μαυροματίου που στέκουν φοβισμένες ακόμη μακριά, οι γέροι, ο καλόγερος και ο μικρός Τάσος που έχει επιστρέψει ξανά μαζί με τους άλλους, κοιτάζουν με δέος τη λαμπρή γυναίκα να περπατά περήφανα και μεγαλόπρεπα προς τον ναό. Μόνο όταν φτάνει, σκύβει ταπεινά για να περάσει τη χαμηλή πόρτα η πανέμορφη νύφη...

-μοναχά η δόξα απόψε τολμά
να διαβεί την θύραν σιγαλά
ταπεινά
και να έμβη εις ναόν θλιβερόν
και πικρόν
που τρίζει έτι εκ του πυρός
και προς ουρανόν μελανόν
καπνίζει ακαταπαύστως...-

Οι αγγελιοφόροι τρέχουν ακόμη λαχανιασμένοι και ειδοποιούν τους ανθρώπους. Έχουμε γάμο! Από ανατολικά φθάνει ο οπλαρχηγός Γκέλης με τους δικούς του. Κι ο Μάμαλης. Απ' το νοτιά ο Πετεινάρης. Από τη Δύση έρχεται ο Σουλιώτης Διαμαντή ή Τζήμα Ζέρβας με καμιά εκατοστή νοματαίους. Στα γύρω χωριά οι πιο τολμηροί ξεσηκώνονται για το Μαυρομάτι. Από τα Σκούρτα ο Κώτσο Βόγκλης με τον Κουκούλεζα και όλους τους άλλους. Θα μάθει εμβρόντητος κι ο Γιώργης στο Ναύπλιο το φοβερό μαντάτο. Θα κινήσει κι αυτός αστραπή κατά κει. Μαζί του κι ο γραμματικός, ο Αναστάσης Θεοδωριάδης. Κι άλλοι. Κι άλλοι πολλοί γυναίκες κι άντρες θα φτάσουν και θα φτάνουν απ' όλα τα μέρη και τους χρόνους, στη μικρή εκκλησία όπου έγινε ο γάμος. Στην Αγια Σωτήρα στο Μαυρομάτι!

''Έχουμε γάμο και δεν πρέπει να λείψει κανείς!''

Αυτόν τον γάμο εννοούσε λοιπόν. Τον γάμο του με τη δόξα...


Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2019

ΣΠΑΝΙΟ ΥΛΙΚΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΙΜΗΤΙΚΗ ΓΙΟΡΤΗ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟΜΑΤΙ ΤΟ 1930, ΓΙΑ ΤΗ ΘΥΣΙΑ ΤΟΥ ΣΚΟΥΡΤΑΝΙΩΤΗ


(πατήστε πάνω σε κάθε φωτογραφία, για μεγέθυνση)














Από τη σελίδα thiva old fotografy και από τον χρήστη Egripos Copaidas (τους ευχαριστούμε για την άδειά τους να τα δημοσιεύσουμε εδώ), πήραμε το πολύ ενδιαφέρον αυτό φωτογραφικό υλικό από την εφημερίδα ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗΣ του Λαχανοκάρδη τον Μάιο του 1930. Στο σπάνιο αυτό ντοκουμέντο, βλέπουμε πώς εορτάστηκαν τα 100 χρόνια της επανάστασης και πώς τιμήθηκε η θυσία του Αθανασίου Σκουρτανιώτη στο Μαυρομάτι Θηβώντην εποχή εκείνη πριν 90 χρόνια. Το υλικό το εξετάζουμε και το αξιολογούμε...



Σάββατο 15 Ιουνίου 2019

ΒΙΝΤΕΟ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΣΩΤΗΡΑ ΜΑΥΡΟΜΑΤΙΟΥ





Η λήψη έγινε το καλοκαίρι του 2008

Τετάρτη 3 Απριλίου 2019

ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ-Ο ΤΑΚΗΣ ΛΑΠΠΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΣΚΟΥΡΤΑΝΙΩΤΗ


Ο Τάκης Λάππας για τον Αθανάσιο Σκουρτανιώτη






Ο βραβευμένος από την Ακαδημία Αθηνών συγγραφέας Τάκης Λάππας, η φωνή του εικοσιένα όπως τον αποκάλεσαν άλλοι,  στο βιβλίο του ''ΑΘΑΝΑΤΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ'' σκιαγραφεί με λογοτεχνικό τρόπο προσωπικότητες ηρώων του 1821, όπως των Υψηλάντηδων, του μάρτυρα Ησαϊα Σαλώνων, του αρχοντόπουλου Νοταρά, του Κανάρη, του Νικηταρά, του Αγγελή Γοβγιού και στο διήγημα με τίτλο ''Αληθινό παραμύθι'' σκιαγραφεί τον Αθανάσιο Σκουρτανιώτη και τη μάχη του Μαυροματίου. Ας το απολαύσουμε, γραμμένο από τη μοναδική πένα του Τάκη Λάππα...



ΑΛΗΘΙΝΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Τον παππού μου, τον πατέρα της μητέρας μου, τον πρόκανα πολλά χρόνια, ώς που έγινα μεγάλο παιδί. Κοντά εκατό χρονών πέθανε. Κι αν δεν τσακιζόταν πέφτοντας απ' τ' άλογό του, μπορεί να ξεπερνούσε τα εκατό. Τόσο καλοστεκούμενος ήταν. Ψηλός, αδύνατος, ορθόστητος, με την άσπρη γενειάδα του, ντυμένος πάντα με την ολοκάθαρη φουστανέλα του και το γαϊτανόπλεκτο γιλέκι του.
Αυτός ήταν ο πρώτος που μου ξεσκέπασε την άγνωστη για μένα εποχή του εικοσιένα και μ' έκανε τόσο να το αγαπήσω.
Κάθε τόσο μας μιλούσε για την ελληνική επανάσταση, κι όλο και κάτι καινούριο είχε να μας πει. Με πόση λαχτάρα προσμέναμε τα εγγόνια του αυτές τις ιστορίες... Ήξερε κι άλλα πολλά γιατί ήταν διαβασμένος και είχε μακροταξιδέψει σε ξένες χώρες. Στο χωριό του το Δίστομο, τον είχαν για σοφό. Μας μολογούσε ακόμη για θρύλους και ιστορίες του τόπου μας, για νεράιδες και ξωτικά. Τι δε μας έλεγε! Μα τι το θες, σαν άρχιζε να ιστοράει κανένα περιστατικό του Εικοσιένα, άλλος άνθρωπος γινόταν. Θαρρούσες και τα όσα έλεγε, ο ίδιος τα είχε ζήσει! Και γω τότε ήμουν ο πρώτος από τα εγγόνια του που τον ζύγωνα και συνεπαρμένος τον κοίταζα κατά πρόσωπο, για να μην χάσω τίποτα απ' τα μολογήματά του. Θεός σχωρέστον, τον καλό κείνον άνθρωπο. Η μνήμη του πάντα με συντροφεύει και του χρωστάω πολλά. Μονάχα το φταίξιμό μου ήταν, που τα όσα μας ιστορούσε δεν τα κράτησα στο χαρτί μα στη μνήμη. Και είναι αλήθεια πως η παιδιάστικη θύμησή μου πολλά κράτησε, μα και πόσα τα χρόνια δε θα σβήσαν, που τώρα ούτε και τα φέρνει ο λογισμός μου...
Τα πιο πολλά που μας έλεγε για τον αγώνα ήταν άγνωστα. Αρκετά τα συνάντησα ύστερα στις μελέτες μου κι όμως ήταν αλήθεια!
Πού λοιπόν τα ήξερε ο παππούς μου, αφού δεν ήταν αγωνιστής, γιατί γεννήθηκε ύστερα από χρόνια; Ο πατέρας του ήταν ένας άτρομος πολεμιστής, ένας τρανός καπετάνιος. Ήταν Σουλιώτης. Κατέβηκε στον αγώνα ακολουθώντας τους Μποτσαραίους, κλείστηκε μαζί τους στο Μεσολόγγι, πήρε μέρος σε διάφορες μάχες και πολέμησε πλάι πλάι με τον μεγάλο της Ρούμελης, τον Καραϊσκάκη. Σαν τέλειωσε ο πόλεμος άραξε στη Ρούμελη, στο Δίστομο. Εκεί πέθανε, ενενηντάρης. Μα είχε το λογικό του και τη θύμησή του ως τη στερνή του ώρα. Τι και τι δεν τους μολογούσε για τις μάχες που ο ίδιος έλαβε μέρος...
-Με το νι και με το σίγμα τα θυμόταν ο συχωρεμένος, μας είπε κάποτε ο παππούς.
Μα και τούτος δε πήγαινε πίσω. Όσα από χρόνια του ιστόρησε ο πατέρας του, όλα τα θυμόταν με το νι και με το σίγμα... Στη μνήμη ο παππούς ήταν φαινόμενο κι ίσως ξεπέρασε κι αυτόν ακόμα τον πατέρα του.
Χρωστάω πολλά να γράψω για τον παππού και τον προπάππο μου. Κάποτε, ελπίζω το χρέος μου αυτό να το ξεπληρώσω...


Ο παππούς έμενε πάντα στο χωριό το Δίστομο. Τα παιδιά του είχαν εγκατασταθεί πια στην πολιτεία στη Λειβαδιά. Αυτός όμως σπάνια μας ερχόταν. Τα καλοκαίρια πηγαίναμε όλοι εκεί για παραθέρισμα και μέναμε κοντά του δύο και τρεις μήνες. Μα και μέσα στον χρόνο, πάντα δυο τρεις φορές, θα πεταγόμαστε στο χωριό για δυο μέρες. Αγαπούσαμε πολύ τον παππού και τη γιαγιά, την άγια κείνη γυναίκα.
Μια χρονιά έτυχε ν' αρρωστήσω κι ο γιατρός διάταξε να φύγω απ' την πολιτεία για κανένα μήνα. Πού αλλού λοιπόν θα πήγαινα, απ' τ' αρχοντικό του παππού στο χωριό;
Θυμάμαι με πόση χαρά με δέχτηκε και τι και τι δεν κάνανε αυτός και η γιαγιά, να μ' ευχαριστήσουν και ν' αναλάβω μίαν ώρα αρχήτερα απ' την αρρώστια μου...

Ήταν στις αρχές του Οκτώβρη. Ο χειμώνας ήταν πρώιμος και στο χωριό, που άγρια το δέρνει ο βοριάς και βρίσκεται σε ψήλωμα, είχε κιόλας χειμωνιάσει.
Ανήμερα του Αι Δημητριού, κι από δυο μέρες τώρα, το χιόνι σκέπαζε το χωριό, και κάθε βράδυ καινούριο αυγάταινε το παλιό. Δεν ξέρω γιατί σε κείνα τα χρόνια ο χειμώνας ερχόταν πιο γρήγορα κι ήταν πιο άγριος. Τώρα σάμπως αλλιώτεψε ο καιρός...
Επειδή αυτήν την ημέρα γιόρταζα, ο παππούς και η γιαγιά δεν ξέρανε πώς να μ' ευχαριστήσουν. Ακόμα θυμάμαι τις αφράτες τηγανίτες με πετιμέζι μου μούφτιαξε η γιαγιά πριν ακόμα ξυπνήσω. Το δειλινό με τον παππού είχαμε καθίσει στο παραγώνι και χαιρόμαστε τη φωτιά. Νύχτα και μέρα το τζάκι δεν έσβηνε μα σήμερα ήταν γιορταστικά αναμμένο. Δύο τεράστια κούτσουρα πουρναρίσια καίγανε απ' την αυγή.





-Θα σου ψήσω κάστανα στη χόβολη, μου είπε φτιάχνοντας τη στάχτη στο τζάκι. Και για τη γιορτή σου σήμερα θα σε φιλέψω με κάτι που σου αρέσει!
Μεμιάς τα μάτια μου πέσανε στον τοίχο, που βρισκότανε τα άρματα του προπάππου Σουλιώτη. Το καριοφίλι του, το γιαταγάνι, η πάλα, ένα ζευγάρι κουμπούρια, οι μπαλάσκες, το χαϊμαλί, τα τσαπράζια και μερικά ακόμα της φορεσιάς του. Άλλα μαλαματοκαπνισμένα κι άλλα ασημένια. Όλα τους όμως καλά διατηρημένα απ' τον παππού μου, που ο ίδιος τα φρόντιζε, γιατί τα είχε σαν κειμήλια. Νόμιζα λοιπόν πως θα μου χάριζε κανένα απ' τ' άρματα για να το βάλω στη συλλογή μου από άρματα του Εικοσιένα που είχα κληρονομήσει απ' τον πατέρα μου. Κατάλαβε τη ματιά μου που έπεσε στ' άρματα και μου λέει...
-Όχι γιε μου, όχι απ' αυτά! Όσο ζω και βρίσκομαι καρφί δε θα φύγει από τον τοίχο! Σαν έρθει με το καλό ο καιρός και σταυρώσουν για πάντα τα χέρια μου, ε τότε τα παιδιά και τα εγγόνια μου, να τα μοιράσετε, να θυμάστε τον παππού σας τον Σουλιώτη καπετάνιο, τον Τζίμα Ζέρβα.* Για τη γιορτή σου σήμερα θα σου κάνω ένα άλλο φίλεμα, κάτι που σου αρέσει...
Κατάλαβα τότε πως κάποια ιστορία του εικοσιένα θα μου έλεγε. Και μ' όλο που τώρα πια ήμουν αρκετά μεγάλος, ζύγωσα και πάλι τον παππού, όπως συνήθιζα σαν ήμουνα μικρός.
Έβγαλε από την τσέπη του το μεγάλο μαύρο καλογερίστικο κομπολόγι του και το στριφογύρισε στο δεξί του χέρι, Έτσι έκανε πάντα όταν άρχιζε τις διηγήσεις του.
-Θα σου μολογήσω γιε μου σήμερα το βιος του καπετάν Σκουρτανιώτη... του Θανάση Σκουρτανιώτη... τον έχεις ακουστά αυτόν τον καπετάνιο του Ξεσηκωμού, όπως συνήθιζε πάντα ο παππούς να λέει την επανάσταση.
Με είδε σαστισμένον και χωρίς να μ' αφήσει να αποκριθώ εξακολούθησε...
-Καλά, τα βιβλία, τα χαρτιά δε μολογάνε τίποτα γι' αυτόν;
-Μμμ κάτι έχω διαβάσει μα...
-Ώστε κάτι γράφουν και γι' αυτόν! Μ' άλλα λόγια δεν περίσσεψε χαρτί και μελάνι για τον Σκουρτανιώτη; Καταλαβαίνω γιε μου, είναι κι αυτός απ' τους άγραφους...
Και βάλθηκε να χαράζει τα κάστανα και να τα σκεπάζει με τη ζεστή στάχτη.
-Ήταν Σουλιώτης παππού;
-Όχι από την Αραπιά!
Κατάλαβα πως η απάντηση ήταν ειρωνικιά. Δεν απάντησα. Τον άφησα μόνος του να εξακολουθήσει. Κι αφού τακτοποίησε τα κάστανα, γυρίζει και μου λέει...
-Ο Σκουρτανιώτης ήταν ντόπιος, ντόπιος! Να λίγο αλάργα από τη Θήβα, απ' το χωριό Σκούρτα, στα Δερβενοχώρια. Το σωστό του όνομα ήταν Θανάσης Γάτσης, μα τρανός καπετάνιος όπως ήταν πριν απ' τον Ξεσηκωμό μας, του κόλλησαν του χωριού του το όνομα για επίθετο. Ακούς εκεί να μη γράφουν για τον Σκουρτανιώτη, που κατεβατά ολάκερα θα έπρεπε να ιστοράνε το βιος και την πολιτεία του...
Τα τελευταία του λόγια τα είπε με παράπονο. Κι επειδή κατάλαβα πως ο παππούς θα τα έβαζε με τους ιστοριογράφους και τότε δε θα είχε τελειωμό, θέλησα να τον αποτρέψω ρωτώντας τον...
-Ο πατέρας σου παππού, σου είχε ιστορήσει γι' αυτόν;
-Αμ ποιος άλλος; Πολλές φορές μου μολογούσε για τον Σκουρτανιώτη, που τον είχε για έναν απ' τους τρανότερους ήρωες του Ξεσηκωμού...
Έβγαλε την καπνοσακούλα του και παίρνοντας λίγο καπνό, έστριψε τεχνικά σε τσιγαρόχαρτο το τσιγάρο του. Το άναψε με κάρβουνο απ' το τζάκι και καπνίζοντας ηδονικά, εξακολούθησε...
-Οι Γάτσηδες ήταν εφτά αδέρφια, ο πιο μεγάλος ήταν ο Θανάσης, μα κι ο πιο παλικαράς. ''Κορμί δράκοντα είχε και καρδιά λιονταριού'' μου έλεγε ο πατέρας μου. Σου είπα πως πριν απ' τον Ξεσηκωμό ήταν καπετάνιος στα Δερβενοχώρια. Σαν ξέσπασε ο πόλεμος, πήρε τα παλικάρια του και πολεμούσε κατά καιρούς κοντά στον Κριεζώτη, στο Βάσσο, στον Οδυσσέα Ανδρούτσο.
Στα 1825 τα τούρκικα ασκέρια αλώνιζαν στη Βοιωτία. Οι δικοί μας ζητούσαν και τη συνδρομή του Σκουρτανιώτη, που βρισκόταν τότε στα Δερβενοχώρια και τα φύλαγε. Σαν πήρε το μήνυμα ο Σκουρτανιώτης, ετοίμασε τα παλικάρια του, καμιά πενηνταριά, ναρθεί σε τούτα τα χώματα. Οι Δερβενοχωρίτες όμως από φόβο, δε θέλανε να τον αφήσουν να φύγει. Μα έλα που κείνος ήθελε να πάει να βοηθήσει τη Βοιωτία σε κείνη τη δύσκολη στιγμή! Ήρθε σε λόγια με τους χωριανούς του. ''Δε θ' αλαργέψω πολύ'' τους είπε, για να τους δώσει κουράγιο ''Να δω κοντά θα είμαι κι άμα σταθεί χρεία, θα τρέξω κοντά σας!''. ''Όχι, μη φύγεις!'' του φώναζαν κείνοι δειλιασμένοι. ''Εγώ θα πάω στο χρέος μου!''. Κι ετοίμασε τα παλικάρια του να φύγει. Τότε ο παπάς του χωριού, ένας χοντρόπαπας ίσαμε κει πάνω, που για το χόντρος του τον λέγανε Παπαδιπλό, του φωνάζει... ''Να πας και να μη ξαναγυρίσεις!''. Κοντοστάθηκε ο καπετάν Σκουρτανιώτης, απ' τα λόγια του Παπαδιπλού, που μοιάζανε με κατάρα, μα ύστερα χωρίς να τα λογαριάσει, αποφασιστικά κίνησε κι έφυγε.




Έφτασε στη Βοιωτία. Από κει έγραφε στους διάφορους καπεταναίους, να πάνε να τον ανταμώσουν ''γιατί έχουμε γάμο και δεν πρέπει να λείψει κανένας... τέτοιο χαροκόπι δε θα ματαδούμε άλλο!'' Λες γιε μου και σαν κάτι μέσα να του έλεγε το τι θ' ακολουθούσε.
Και παίζοντας καμπόσο νευρικά ο παππούς το κομπολόγι συνέχισε.
-Αστόχησα να σου πω. Είπαν ύστερα πως σαν έφευγε απ' τα Δερβενοχώρια, στο δρόμο του, δύο φορές ξεπετάχτηκε μπροστά του λαγός.
-Α μου έχεις πει κι άλλοτε παππού, πως οι κλέφτες σαν βρίσκανε λαγό στο δρόμο τους, το είχανε για κακοσημαδιά.
-Ναι γεια σου. Τα παλικάρια του Σκουρτανιώτη, δείλιασαν απ' τη γρουσουζιά κι ο αδερφός του ο Κώστας, που ήταν πάντα κοντά του, του λέει...
''Άσχημα κινήσαμε Θανάση. Απ' τη μια τα λόγια του Παπαδιπλού κι απ' την άλλη τούτοι οι λαγοί, δε θα μας βγει σε καλό!'' Κείνος αδιάφορος, σήκωσε τις πλάτες και του αποκρίθηκε... ''Ό, τι και να μας βρει Κώστα, καλώς ναρθεί! Εμείς κάνουμε το χρέος μας στη πατρίδα''...

Κώστας (Κώτσιος) Σκουρτανιώτης

Σαν και σήμερα, του Αι Δημητριού, στα 1825, έφτασε την αυγή ο καπετάν Σκουρτανιώτης, με καμιά πενηνταριά, στο χωριό Μαυρομάτι. Εδώ αντάμωσε και τον Βαγιώτη καπετάνιο Τζουνάρα με καμιά εικοσαριά νομάτους. Πήγε με τα παλικάρια του στην εκκλησιά, μέρα που ήταν, άναψε κερί, λειτουργήθηκε, και σαν σκόλασε, ζήτησε να μάθει κατά πού βρισκόταν ο εχθρός. Του είπαν πως κει κοντά τριγύριζαν.
Ο Σκουρτανιώτης για να μη δώσει βάρος στο χωριό, πήρε τα παλικάρια του και έριξε το ορδί του έξω από το Μαυρομάτι, εκατό μέτρα, στην εκκλησιά της Αγιά Σωτήρας. Τον ακολούθησε κι ένας καλογεράκος, που τον λέγανε Πανάρετο. Από κει ο καπετάνιος έστειλε το Δρίτσουλα, που ήταν απ' τα Χώστια και ήξερε τον τόπο καλά, με δέκα άλλους μαζί, να παρακολουθήσει κατά πού βρίσκονταν οι Τούρκοι.
Μια ώρα μακριά απ' το Μαυρομάτι, ο Δρίτσουλας είδε καμιά εικοσαριά καβαλαραίους Τούρκους νάρχονται ξέγνοιαστοι καταπάνω του. Κρύφτηκε με τα παλικάρια του και σαν ζύγωσαν, τους στρώνουν στο ντουφεκίδι. Σκότωσαν μερικούς κι άλλοι φύγανε. Μεμιάς γύρισε στον καπετάνιο του και του είπε το τι έτρεξε. ''Δεν έπρεπε Δρίτσουλα να τους βαρέσεις'' του λέει ο Σκουρτανιώτης ''κείνοι που γλίτωσαν θα ειδοποιήσουν τους άλλους πως δω γύρα βρίσκονται Έλληνες πολεμιστές... βιάστηκες να τους ντουφεκίσεις... για τούτο πρέπει τώρα να φύγουμε, να μη μας προκάνουν δωπέρα''.
Ο Δρίτσουλας που ήταν παλιό παλικάρι του Ανδρούτσου και είχε κλειστεί μαζί του στο χάνι της Γραβιάς, ήταν αλήθεια πως δεν τα καλολογάριαζε. Ριχνόταν μέσα στα όλα κι όπως ερχόταν.
''Μη με μαλώνεις καπετάνιε'' του αποκρίνεται ο Δρίτσουλας ''Οι Τούρκοι δε θα είναι περισσότεροι από εκατόν πενήντα ως διακόσιοι. Καλώς να μας έρθουν. Να, θα πιάσουμε εδώ τη μάντρα της Αγιά Σωτήρας. Θα τους τσακίσουμε! Έτσι κάναμε και με τον Δυσσέα στο χάνι της Γραβιάς. Θα σώσουμε την πατρίδα και θα δοξαστούμε!''
''Άσχημα τα λογαριάζεις Δρίτσουλα'' του λέει ο καπετάνιος του ''Οι Τούρκοι θα είναι πολλοί. Μπαρουτόβολα δεν έχουμε τόσα, για να τους βαστήξουμε δωπέρα. Θα πάθουμε ο, τι έπαθε ο Διάκος στην Αλαμάνα''.
Αυτό γιε μου που τους έλεγε ο Σκουρτανιώτης, ήταν και το σωστό. Μα δεν τον ακούσανε. Γιατί με τη γνώμη του Δρίτσουλα πήγανε και τ' άλλα παλικάρια, ως κι αυτός ακόμα ο αδερφός του καπετάνιου, ο Κώστας. Σα να τους έσπρωχνε η μοίρα τους να χαθούν.

Όπως κουβέντιαζαν λοιπόν να δούνε τι θ' αποκάνουν, θα φύγουν ή θα μείνουν, είδανε ένα τσοπανόπουλο να κατηφορίζει τρεχάτο κατά την Αγία Σωτήρα. Παράτησε τα προβατά του, που βόσκαγε πιο πάνω και ξυπόλητο όπως ήταν, με το ραβδί του στο χέρι τόβαλε στην τρεχάλα, να φτάσει στην εκκλησιά. Δε θα ήταν περισσότερο από δεκαπέντε χρονών και το λέγανε Τάσο.
-Το επίθετό του παππού; τον ρώτησα.
-Πολλά ζητάς. Ρώτησα και γω κάποτε τον πατέρα μου για έναν άλλον και ξέρεις τι μου αποκρίθηκε; ''Γιε μου οι άνθρωποι τότε δεν είχαν όλοι επίθετα, όπως τώρα. Δανεικά παίρνανε, του χωριού τους, το μικρό όνομα του πατέρα τους ή της μάνας τους και καμιά φορά του καπετάνιου τους. Να, μεις οι Σουλιώτες κρατάγαμε πάντα για επίθετο το βαφτιστικό όνομα του πατέρα μας. Έτσι κι εγώ μ' όλο που γεννήθηκα εδώ στο Δίστομο, κράτησα το Σουλιώτικο έθιμο και για επίθετο πήρα το μικρό όνομα του πατέρα μου.
Η διακοπή που έκανα του παππού, στάθηκε η αφορμή να στρίψει άλλο ένα τσιγάρο. Και καπνίζοντας εξακολούθησε...



-Πού είχαμε μείνει;
-Στο τσοπανόπουλο, τον Τάσο παππού.
-Α ναι. Έφτασε στην Αγιά Σωτήρα και λαχανιασμένο τους λέει... ''Καπεταναίοι, Τούρκοι έρχονται πολλοί! Γεμίσανε τον κάμπο. Τους είδα πάνω απ' το ψήλωμα στο Μεγάλο Πουρνάρι που βόσκαγα το κοπάδι μου. Έτρεξα μεμιάς να σας φέρω χαμπέρι''. Πετάχτηκαν όλοι και πρώτος ο Σκουρτανιώτης, που τους λέει δυνατά... ''Άϊντε συγυριστείτε γιατί δωπέρα θ' ανοίξουμε ντουφέκι. Ας χαθούμε για να μη μας πούνε κιοτήδες''. Κι άρχισαν να φτιάχνουν γύρω απ' την εκκλησιά στη μάντρα, πρόχειρα ταμπούρια. Τον Τάσο τον έδιωξε ο καπετάνιος να πάει και πάλι πάνω στο Μεγάλο Πουρνάρι. Από κει θα παρακολουθούσε τις κινήσεις του εχθρού και θα τους έφερνε ειδήσεις. Φώναξε ο Σκουρτανιώτης τέσσερα παλικάρια και τα έδιωξε να φύγουν τρέχοντας από διάφορες μεριές. ''Όποιους καπεταναίους δικούς μας συναντήσετε στη στράτα σας, να τους πείτε νάρθουν δωπέρα στην Αγιά Σωτήρα στο Μαυρομάτι. Αν μας βρούνε ζωντανούς να μας συντράμουν, ειδ' αλλιώς σκοτωμένους, να μας θάψουν. Να μη φάνε τα κουφάρια μας τα όρνια και τα ζουλάπια''. Αυτά τους έδωσε παραγγελιά ο καπετάν Θανάσης Σκουρτανιώτης. Και μεμιάς τα τέσσερα παλικάρια ξεχυθήκανε τρέχοντας να φέρουν την παραγγελιά του.
Ένα από αυτά αντάμωσε τον πατέρα μου έξω από τη Λειβαδιά και του είπε όσα πιο πάνω άκουσες.
-Και πήγε ο πατέρας σου;
 -Ναι γιε μου, μα όσο να πάει το κακό είχε γίνει. Παρακάτω θα σου τα μολογήσω.
-Κι καλόγερος έμεινε μαζί τους;
-Ο Πανάρετος; ναι έμεινε κει στην εκκλησιά. Αυτός ύστερα μολόγησε στον πατέρα μου, τα όσα θα σου πω πιο κάτω.
Να μην τα πολυλογάμε, κατά τη μία η ώρα το μεσημέρι, φάνηκαν οι Τούρκοι, πεζοί και καβαλάρηδες, καμιά πεντακοσαριά. Ρίχτηκαν με ορμή κατα πάνω στη μάντρα της Αγια Σωτήρας. Μα οι Έλληνες από μέσα τους δέχτηκαν μ' αδιάκοπο ντουφεκίδι. Στρώμα κάτω τα τούρκικα κουφάρια. Αυτό όμως αντί να τους δειλιάσει, τους πεισμάτωνε πιο πολύ και πέφτανε κατά πάνω στους Έλληνες μανιασμένοι. Κι οι Έλληνες όμως τους καλοδέχονταν. Κατά τις τρεις η ώρα, ολόγυρα στη μάντρα θα ήταν καμιά εκατονπενηνταριά εχθρικά κουφάρια.
Οι Τούρκοι αποτραβήχτηκαν και σταματήσανε το ντουφεκίδι. Τότε ακούστηκε ο Σκουρτανιώτης να λέει στους συμπολεμιστές του... ''Τώρα ή θα φύγουν οι Αγαρηνοί ή θα τους έρθει μεντάτι... Αν είχαμε μπαρουτόβολα κι αν μας πρόφτανε βοήθεια άλλοι τόσοι όσοι ήμαστε, ε τότε η Αγια Σωτήρα θα σκέπαζε το χάνι της Γραβιάς!''.
Δεν είχε προκάνει να τελειώσει τα λόγια του ο καπετάνιος και φάνηκε ο Τάσος να κατηφορίζει τρέχοντας απ' το Μεγάλο Πουρνάρι κατά την Αγια Σωτήρα. Κατάλαβαν πως κάποια είδηση τους φέρνει. Σε λίγο βλέπουν τον μικρό τσοπάνη να σκαρφαλώνει πάνω στη μάντρα και να φωνάζει στους κλεισμένους πολεμιστές... ''Έρχονται κι άλλοι πολλοί από δω κι από κει κι από πάνω καβαλαραίοι!''. Και το τσοπανόπουλο, πηδώντας ανηφόρισε τρεχάλα και πάλι στο Μεγάλο Πουρνάρι.
Το άγγελμα του Τάσου, σήμαινε θάνατο για τους Έλληνες πολεμιστές. Μ' από κείνους ποιος να το λογαριάσει ή να δειλιάσει; Το δέχτηκαν ατάραχοι. Το μόνο που πρόσταξε ο καπετάν Σκουρτανιώτης, ήταν να μη σπαταλάνε τις ριξές τους, μα κάθε ντουφεκιά τους να σωριάζει σκοτωμένο κι έναν Τούρκο.

Η πληροφορία που τους έφερε ο μικρός Τάσος, δεν άργησε να βγει αληθινή. Σε λίγο ακούστηκαν να ζυγώνουν τα τούρκικα τουμπελέκια και να φαίνωνται τ' ασκέρια. Κοντά χίλια ντουφέκια, πεζούρα και καβαλαρία, έρχονταν κατά την Αγια Σωτήρα. Δε χασομερήσανε κι άρχισαν τα ρεσάλτα τους. Οι επιθέσεις τους όμως αυτές, ήταν πολύ μεγαλύτερες και πιο αποφασιστικές από τις προηγούμενες. Μα κι οι Έλληνες σωρό στοίβαζαν, απ' έξω από τη μάντρα τα τούρκικα κορμιά.
Ο ήλιος άρχισε να βασιλεύει. Και στους Έλληνες πολεμιστές είχαν πια απομείνει από πέντε χαρτούτσια στον καθένα. Να γλιτώσουν κάνοντας γιουρούσι με τα σπαθιά στα χέρια, ήταν αδύνατο. Πώς θα περνούσαν απέναντι από τόσο εχθρό;
Ο Σκουρτανιώτης τότε πρόσταξε ν' αφήσουν τη μάντρα και να κλειστούν μέσα στην εκκλησιά της Αγια Σωτήρας. Και για να τους δώσει κουράγιο τους λέει... ''Αδέρφια μπορούμε να νικήσουμε, αν καθένας μας σκοτώσει από πέντε Τούρκους!''.
Απ' την εκκλησιά όμως ήταν δύσκολο να πολεμήσουν. Ένα ερημοκλήσι ήταν χωρίς παράθυρα. Και μόνο μια πόρτα είχε. Πού πρόφταιναν ν' ανοίξουν μασγάλια;
Γι' αυτό πιάσανε μερικοί τη μισάνοιχτη πόρτα και ντουφεκάγανε, κι άλλοι από μέσα γεμίζαν τα καριοφίλια, για να ρίχνουν ακατάπαυστα. Ο ίδιος ο Σκουρτανιώτης έμεινε στην πόρτα και μαζί του ο αδερφός του Κώστας, ο κουνιάδος του και ο Δρίτσουλας. Από κει τα καριοφίλια του θέρισαν τόσες ψυχές τούρκικες. Μα όσο πήγαιναν, τα χαρτούτσια λιγόστευαν κι οι ντουφεκιές αραίωναν.
Άρχισε να σουρουπώνει. Κι οι Τούρκοι γιε μου, πάντα στον Ξεσηκωμό μας, απέφευγαν νύχτα τον πόλεμο.
-Γιατί παππού;
-Γιατί δεν ξέρανε τι τους βρίσκει στο σκοτάδι. Οι κιοτήδες έχουν σύντροφο μόνο τη μέρα, ενώ τα παλικάρια δεν ξεχωρίζουν μέρα και νύχτα. Ό, τι τους λάχει.
Για να μη νυχτωθούν κειπέρα οι Τούρκοι και για να τελειώσουν με τους κλεισμένους μέσα στην Αγια Σωτήρα, σκέφτηκαν να πολεμήσουν με άλλο τρόπο. Σύναξαν από γύρω ξερά χαμόκλαδα και φρύγανα που βγάζανε πολύ καπνό. Απ' το Μαυρομάτι φέρανε κι ό, τι ρετσίνι βρήκανε μέσα στο χωριό. Είχαν μαζί τους και θειάφι.
Μερικοί τολμηροί τότε καταφέρανε ν' ανεβούν πάνω στη σκεπή της εκκλησιάς. Άνοιξαν τρύπες και ρίχνανε μέσα αναμμένα τα χαμόκλαρα, το θειάφι και το ρετσίνι. Η εκκλησιά άρχισε να γεμίζει καπνό, γιατί μόνο απ' τη μισανοιγμένη πόρτα μπορούσε να φύγει. Σου είπα, παράθυρα δεν είχε! Μα ο καπνός που έβγαινε, ήταν τίποτα μπροστά σε κείνον που οι Τούρκοι ρίχνανε αδιάκοπα απ' τις τρύπες της σκεπής. Οι πολεμιστές δεν μπορούσανε πια ν' αντέξουν. Ο ένας σωριαζότανε πάνω στον άλλον νεκρός. Σκάζανε απ' το θειάφι και το ρετσίνι. Σε λίγο εξηνταπέντε κορμιά κείτονταν άψυχα μέσα στην εκκλησιά της Αγια Σωτήρας. Δυο μονάχα ανάσαιναν. Ο Σκουρτανιώτης κι ο καλόγερος Πανάρετος. Αυτοί οι δυο είχαν πιάσει τη μισάνοιχτη πόρτα. ο Σκουρτανιώτηςκάπου κάπου ντουφεκούσε κι ο καλόγερος τον βοηθούσε, γεμίζοντας τα καριοφίλια. Από κει όμως μπορούσαν και παίρνανε λίγο αέρα. Μα σε λιγάκι, ούτε κι από κει μπορούσανε να βαστήξουν τη μυρωδιά απ' το ρετσίνι και το θειάφι. Ο καλόγερος τότε κλαίγοντας, λέει στον Σκουρτανιώτη... ''Καπετάνιε άσε με να πάρω λίγο αέρα!... Άσε με, έσκασα, δεν αντέχω άλλο!... Λυπήσου με... με φάγανε τα σκυλιά...''. Και κείνος του αποκρίνεται... ''Καλόγερε μη βιάζεσαι... Βάλε τη μύτη σου δω στην πόρτα κι ανάσαινε!...''
Σε κάποια στιγμή που ο Σκουρτανιώτης απ' το θειάφι και το ρετσίνι ζαλίστηκε, ο Πανάρετος άνοιξε την πόρτα και πετάχτηκε έξω.




Δε πρόκανε να πάει δέκα δρασκελιές και τον πιάσανε οι Τούρκοι. Με τη φοβέρα του γιαταγανιού, ο καλόγερος μαρτύρησε πως κανένας πια δε ζούσε μέσα στην εκκλησιά, εξόν απ' τον Θανάση Σκουρτανιώτη, που βρισκόταν πίσω απ' την μισάνοιχτη πόρτα, ζαλισμένος όμως κι αυτός.
-Τον σκοτώσανε τον καλόγερο παππού;
-Όχι, τον αφήσανε λεύτερο. Αυτός ύστερα ιστόρησε, τα όσα είδε μέσα στην εκκλησιά. Ύστερα απ' την επανάσταση, ο Πανάρετος καλογέρεψε στο μοναστήρι της Ευαγγελίστριας, στον Ελικώνα. Σ' όλη του τη ζωή, έκανε μνημόσυνα και τρισάγια για τους εξηνταέξι της Αγια Σωτήρας. Σ' ένα φύλλο στο Ευαγγέλιο, είχε γράψει πολλά απ' τα ονόματά τους, που τα ήξερε. Ποιος ξέρει τι να έγινε το Ευαγγέλιο κείνο, θα χάθηκε...
-Και μαζί μ' αυτό και τα ονόματα των μαχητών. Κι ο Σκουρτανιώτης παππού;
-Ναι ο Σκουρτανιώτης. Μ' όλο που οι Τούρκοι μάθανε απ' τον καλόγερο πως ήταν ζαλισμένος ή πιο καλά μισοπεθαμένος, ακόμα τον σκιάζονταν. Δεν είχαν το θάρρος να τον χτυπήσουν με τα σπαθιά τους ή με τα ντουφέκια τους. Κρυφά καταφέρανε να βάλουν στη μεριά της πόρτας δύο οβούζια με μακριά φιτίλια. Τα ανάψανε και σα σκάσανε κάνανε κομμάτια το Σκουρτανιώτη.

Είχε νυχτώσει πια. Οι Τούρκοι αφού ξεκάνανε έτσι άναντρα τους κλεισμένους στην Αγια Σωτήρα, φύγανε για τη Θήβα. Υποψιάστηκαν πως δε θ' αργούσανε να φτάσουν εκεί τα ελληνικά σώματα. Και πρώτος έφτασε ο πατέρας μου μ' εκατό παλικάρια. Μόλις χάραζε σαν ήρθε στην Αγια Σωτήρα... Τι να δούνε όμως; Εξηνταπέντε Έλληνες κείτονταν μέσα στην εκκλησιά. Απ' το θειάφι και το ρετσίνι ήταν κατάμαυροι... Άνοιξαν λάκκους και τους θάψανε στην αυλή της εκκλησιάς.
-Το Σκουρτανιώτη;
-Ο πατέρας μου μολογούσε πως απ' αυτόν δε βρήκαν σχεδόν τίποτα να θάψουν. Τα οβούζια σκόρπισαν τις σάρκες του. Μονάχα το δεξί του χέρι βρήκαν να βαστάει ακόμη το γιαταγάνι... Αυτό απόμεινε απ' τον ήρωα Σκουρτανιώτη...
-Και η θυσία του παππού, που ήταν απ' τις πιο μεγάλες του Εικοσιένα!
-Το χέρι του Σκουρτανιώτη το θάψανε όπως το βρήκανε, μαζί με το γιαταγάνι του...







Τάκης Λάππας
1958



*Και αν η διήγηση του Λάππα μοιάζει με παραμύθι, είναι πασιφανές πως έχει στηριχθεί στο μεγαλύτερο μέρος του στη διήγηση του Τσεβά. Πέρα από αυτό όμως, βάζει στη μάχη Μαυροματίου κάποια καινούρια στοιχεία, όπως ο προπάππους του Τζήμας Ζέρβας, τον οποίον όπως διηγείται ο Λάππας, τον βρήκε αγγελιοφόρος του Σκουρτανιώτη έξω από τη Λειβαδιά και εκείνος έτρεξε με εκατό στρατιώτες, αλλά έφτασε τα χαράματα της άλλης μέρας. ''Έφτασε βοήθεια, όμως πάρα καιρόν'' όπως λέει ο Οικονόμου, μόνο και μόνο για να θάψει τους ήρωες του Μαυροματίου. Στην αρχή δεν μπορούσα να ξεχωρίσω αν ήταν αλήθεια αυτό, γιατί πολλές φορές τα όρια λογοτεχνίας  και ιστορίας είναι λίγο δυσδιάκριτα ειδικά σε συγγραφείς που σμίγουν αυτά τα δύο, όμως ο Τζήμας Ζέρβας ήταν υπαρκτό πρόσωπο τελικά. Αναφέρεται και ως Διαμαντής Τζήμας Ζέρβας, αλλά και ως Διαμαντής Ζέρβας, ήταν όντως Σουλιώτης και όντως διέτριβε στην περιοχή που λέει ο Λάππας. Τον βρήκα μετά από έρευνα στα Γενικά Αρχεία του Κράτους σε έγγραφο στις 9 Σεπτεμβρίου του 1824, όπου βρισκόταν τότε στην περιοχή, μεταξύ Σαλώνων, Άμπλιανης, Ταλαντίου και Λειβαδιάς. Οπότε θα πρέπει να λάβουμε πολύ σοβαρά υπ' όψη μας, τα όσα διηγείται ο Λάππας, για το τι είδε ο Τζήμας Ζέρβας όταν έφτασε στο Μαυρομάτι και ας τα λέει σαν παραμύθι ή με λογοτεχνικό τρόπο ''... Μόλις χάραζε σαν ήρθε στην Αγια Σωτήρα... Τι να δούνε όμως; Εξηνταπέντε Έλληνες κείτονταν μέσα στην εκκλησιά. Απ' το θειάφι και το ρετσίνι ήταν κατάμαυροι... Άνοιξαν λάκκους και τους θάψανε στην αυλή της εκκλησιάς...'' που αφορούν απ' τη μια τον αριθμό των νεκρών, γιατί έχει μεγάλη σημασία η συμμετοχή η μη στη μάχη του Μαυροματίου του Τζουνάρα -αυτή η εμφάνιση 23 παραπάνω ανθρώπων την τελευταία στιγμή, πιθανόν να έγειρε την πλάστιγγα της απόφασης του Σκουρτανιώτη να παραμείνει και να δώσει τη μάχη- όπως πρέπει ακόμη να λάβουμε υπ' όψη μας και το ότι σύμφωνα με τη διήγησή του, από τον Σκουρτανιώτη βρήκαν μόνο το χέρι του να κρατάει ακόμη το γιαταγάνι κι έτσι τον θάψανε...