ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΟΥΡΤΑΝΙΩΤΗΣ

...κρίνω περιττόν να αναφέρω τον ένθερμον ζήλον, και τας όσας κατά δύναμιν εκδουλεύσεις εδυνήθην να προσφέρω εις την πατρίδαν και εις όσον καιρόν εφύλαττον τον τόπον θηβών δεν απετόλμησε ο εχθρός να κάμη την παραμικράν καταδρομήν. σπεύδω λοιπόν να προσφέρω και αύθις εις την σεβαστήν διοίκησιν τον ίδιον ζήλον μου και επειδή ο εχθρός καθημερινώς λεηλατεί και αιχμαλωτεί τους αδελφούς μας και ο τόπος επαπειλείται από μέγαν κίνδυνον... να δυνηθώ να προφθάσω τους δυστυχείς αδελφούς μας από τον επαπειλούμενον κίνδυνον. μ' όλον ότι εισέτι δεν ημπορώ να ησυχάσω από τους δριμυτάτους πόνους της πληγής μου, δε βαστά η ψυχή μου να βλέπω τους αδελφούς μας να αιχμαλωτούνται αδίκως...


τη 20 μαϊου 1825
ναύπλιον
ο πατριώτης
αθανάσιος σκουρτανιώτης

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008

Λίγα λόγια για τον πίνακα του Peter Von Hess






Ο Διάκος ξεσηκώνει τους Δερβενοχωρίτες

Ο Peter Von Hess (1792-1871) ήταν Γερμανός ζωγράφος, που ήρθε στην Ελλάδα μαζί με τον Όθωνα το 1833 και ζωγράφισε σε αυτό το στάδιο της ζωής του σημαντικούς πίνακες, με θέματα από την επανάσταση και την εποποιία του 1821.

Ο πίνακας για τον οποίον μιλάμε, είναι ένα δημιούργημα  αγνώστου ζωγράφου στα μέσα του 19ου αιώνα, βασισμένου όμως σε πρότυπο του Peter Von Hess, που ονομαζόταν «Ο Διάκος ξεσηκώνει τους Δερβενοχωρίτες» ή ''Ο Διάκος οδηγεί τους Δερβενοχωρίτες στη μάχη''.

Πρόκειται για μια καταπληκτική ρεαλιστική σύνθεση κίνησης και δράσης. Ο θεατής νομίζει πως από στιγμή σε στιγμή, οι φιγούρες θα κινηθούν. Σαν κεντρική μορφή δεσπόζει η σκούρα ψιλόλιγνη φιγούρα του Διάκου με το σταυρό στο στήθος, που με ασκητικό, γαλήνιο και καθαρό πρόσωπο, δείχνει τον δρόμο για τον αγώνα, τη μάχη και το χρέος, έχοντας τεντωμένο το δάχτυλο του αριστερού του χεριού. Γύρω του πολεμιστές έτοιμοι να τον ακολουθήσουν. Ο θεατής νομίζει πως ακούει φωνές, ποδοβολητά, κλαγγές όπλων, κυριαρχεί μια βιασύνη παντού, μα ξαφνικά όλα σταματούν. Σα να μην ακούγεται τίποτα πια, ούτε καν μία ανάσα, τη ματιά του θεατή, μαγνητίζει μια συγκλονιστική λεπτομέρεια, που μάλλον αποτελεί και το κεντρικό θέμα του πίνακα. Μια καταπληκτική σκηνή αποχαιρετισμού. Ο πολεμιστής στο κέντρο του πίνακα κάτω από το δέντρο -που η θωριά και η κεντρικότητα της θέσης σε σχέση με τους υπόλοιπους, συνηγορούν πως είναι ο αρχηγός των Δερβενοχωριτών- φιλάει στο μάγουλο ένα μωρό. Το μωρό, σα να αισθάνεται τον κίνδυνο που σε λίγο θα ριχτεί ο πολεμιστής, σκύβει προς το μέρος του να τον αγκαλιάσει, σα να μη θέλει να τον αφήσει να φύγει. Πίσω τους, άλλη μια μητέρα με το μωρό της στην αγκαλιά, πολεμιστές έτοιμοι να κινήσουν, ενώ μια γυναικεία φιγούρα σχεδόν πεσμένη, έχει με το χέρι κρύψει το πρόσωπο.

 Εξ' αιτίας του τίτλου του, ο πίνακας έχει συνδεθεί από πολλούς μέχρι σήμερα, λανθασμένα με τον Αθανάσιο Σκουρτανιώτη και τους Δερβενοχωρίτες του, ενώ πρόκειται μάλλον για Δερβενοχωρίτες των χωριών Δαύλειας και Χαιρώνειας. Ο πίνακας είναι προβληματικός όμως εξ' αρχής ώστε να συνδεθεί με τον Αθανάσιο Σκουρτανιώτη και τον μοναχογιό του Ιωάννη. Στην πραγματικότητα ο Διάκος δε συναντήθηκε ποτέ με τους γνωστούς Δερβενοχωρίτες σε καμία μάχη. Ο θάνατος του Διάκου συνέβη τόσο νωρίς μέσα στην ελληνική επανάσταση, που μοιάζει παράλογο να συναντήθηκαν ποτέ μέσα σ' αυτήν. Στον έναν περίπου μήνα που πρόλαβε ο Διάκος να ζήσει την επανάσταση, οι Δερβενοχωρίτες βρίσκονταν ή στη Θήβα ή στην Αθήνα.  Όσο για το μωρό, είναι πέρα για πέρα λάθος να πιστεύουν κάποιοι πως πρόκειται για τον μικρό Ιωάννη -εκτός κι αν ο Peter Von Hess έχει εισάγει από τότε ένα είδος χρονικού σουρεαλισμού- δεδομένου ότι ο Διάκος πέθανε το 1821 και σύμφωνα με τα στοιχεία, ο μικρός Ιωάννης γεννήθηκε το 1823, γεγονότα που σημαίνουν ότι ο Ιωάννης και ο Διάκος δε συναντήθηκαν ποτέ σ' αυτήν τη ζωή. Όταν γεννήθηκε ο Ιωάννης, ο Διάκος ήταν ήδη δύο χρόνια νεκρός. Οπότε είναι σχεδόν αδύνατη η σύνδεση που έχει επικρατήσει μέχρι σήμερα.

Σύμφωνα με την Αργολική βιβλιοθήκη, ο συγκεκριμένος πίνακας συνδέται με τους Δερβενοχωρίτες των χωριών Δαύλειας και Χαιρώνειας...

''Ο Peter von Hess ακολούθησε το 1832 τον βασιλιά Όθωνα στην Ελλάδα μαζί με τα μέλη της, αντιβασιλείας έχοντας εντολή από τον βασιλιά Λουδοβίκο της Βαυαρίας να εικονογραφήσει θέματα από τη νεότερη ιστορία των Ελλήνων, με τα οποία θα κοσμούσε το βασιλικό ανάκτορο. Ο Hess πράγματι εξετέλεσε την παραγγελία και ετοίμασε 39 πίνακες σε σχέδια και ελαιογραφικά σκίτσα όπου απεικονίζονται η πολεμική δραστηριότητα, οι αγώνες και οι ηρωικές θυσίες των Ελλήνων τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα.
Τελικά τα έργα αυτά δεν τοποθετήθηκαν στη βασιλική κατοικία αλλά στη βόρεια στοά του Hofgarten, πάνω σε σχέδια του Klenze για να είναι προσιτά στους κατοίκους του Μονάχου σε μία προσπάθεια προσέγγισης του βαυαρικού και του ελληνικού λαού. Η μεταφορά στους τοίχους έγινε από το ζωγράφο Friedrich Christoph Nilson το 1841-1844. Οι στοές καταστράφηκαν, δυστυχώς, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα σωζόμε­να όμως σχέδια, που έγιναν με κάρβουνο σε χαρτί και σε σχετικά μεγάλες δια­στάσεις (περίπου 87×65 εκ.), τα ελαιογραφικά σκίτσα σε μικρές διαστάσεις 15,5×11 εκ. που διασώζουν τον χρωματισμό, τοποθετημένα ανά οκτώ σε χωριστά πλαίσια, και η λιθογραφική αναπαραγωγή τους το 1842 στο Μόναχο, με διευκρι­νιστικό κείμενο στα γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά και ελληνικά, διέσωσαν την εικό­να αυτού του εικονογραφικού προγράμματος.
Το έργο που παρουσιάζουμε  είναι αντίγραφο του τέταρτου θέματος μετά τον τίτλο του πρώτου πλαισίου και απεικονίζει τον Αθανάσιο Διάκο, ο οποίος, ως οπλαρχηγός της περιοχής της Λειβαδιάς από το 1820, στρατολογούσε άνδρες στα χωριά Δαύλεια και Χαιρώνεια που ονομάζονταν και αυτά Δερβενοχώρια.

Στη σκηνή απεικονίζεται ο Αθανάσιος Διάκος με το ένδυμα του κληρικού, αν και ήταν γνωστό ότι μετά την εμπλοκή του στον Αγώνα είχε αποβάλει το ιερατικό σχήμα. Πιθανώς ο Hess επιθυμεί να εξάρει τον ρόλο της εκκλησίας στην απελευθέρωση της Ελλάδας αλλά και το σημαντικό έργο που επετέλεσε για την εκπαίδευση του ελληνικού λαού, συμβάλλοντας στη διατήρηση της πίστης του και στη διάσωση της εθνικής του ταυτότητας.
Στο έργο απεικονίζεται η σκηνή αποχωρισμού των αγωνιστών της Επανάστασης από τις οικογένειές τους, ενώ ο Αθανάσιος Διάκος με μια αποφασιστική κίνηση του χεριού του τους υπενθυμίζει ότι έφθασε η ώρα της αναχώρησης.
Όπως γνωρίζουμε και από άλλα έργα του Hess, ο καλλιτέχνης παράλληλα με τα ηρωικά ανδραγαθήματα απεικόνισε και προσωπικές στιγμές των ηρώων, τις ταλαιπωρίες, τον πόνο, τις κακουχίες τα οδυνηρά επακόλουθα του πολέμου. Η σκηνή διαδραματίζεται στο ύπαιθρο σε κάποιο χωριό, όπως δηλώνει το μεγάλο δέντρο και το σπίτι αριστερά. Οι μορφές, καταλαμβάνουν ολόκληρο τον πίνακα και καθώς συνωθούνται για τον αποχαιρετισμό των οικείων τους, απο­κτούν μνημειακό χαρακτήρα και ανάγονται σε σύμβολα του αγωνιζόμενου λαού. Παρά τα αναγνωρίσιμα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, η ιδεαλιστική εμφάνιση και η σφιχτοδεμένη σύνθεση με τον επικό χαρακτήρα ανάγει αυτές τις σκηνές στη σφαίρα του μυθικού, με την εξιδανίκευση και αυτής ακόμη της ανθρώπινης πλευ­ράς του Αγώνα.''


Όπως και νάχει πάντως, ο πίνακας είναι ένα αριστούργημα. Το φιλί είναι συμβολικό και δρα καταλυτικά για όλη τη σκηνή. Είναι το φιλί του γενναίου λίγο πριν φύγει για την τελευταία μάχη, το φιλί εκείνου που θυσιάζεται για την Ελλάδα που έρχεται. Αυτός ο ιερός ασπασμός, που εκφράζει τη μεγάλη θυσία, την ανυπέρβλητη αγάπη του αποφασισμένου γι' αυτούς που θα μείνουν, ας είναι το σύμβολο αυτής της θαυμάσιας εικόνας, ας είναι η παρακαταθήκη που μας άφησαν ήρωες σα τον Διάκο και τον Αθανάσιο Σκουρτανιώτη.

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΗ


Με τον θάνατο του Θανάση Σκουρτανιώτη, μια άλλη μορφή ξεπετάγεται από την ίδια οικογένεια, όχι μόνο για να πάρει τη θέση του, όχι μόνο για να τον αντικαταστήσει επάξια, αλλά για να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην επανάσταση από το 1825 μέχρι το 1829. Ό, τι κέρδισε αυτή η μορφή, το πήρε μονάχα με το σπαθί της. Και δεν είναι άλλη, από τον αδερφό του Θανάση, τον Γιώργη Σκουρτανιώτη.
Προσωπική μου γνώμη, πως ο Γιώργης έχει αδικηθεί από την ιστορία, ακριβώς γιατί δεν είχε έναν δοξασμένο θάνατο όπως ο αδερφός του. Θα μείνει άναυδος όμως ο αναγνώστης, αν σκύψει πάνω στις πολεμικές αρετές και στη προσφορά αυτού του άντρα στην επανάσταση του 1821. Θα χρειαστεί ίσως μια ξεχωριστή έρευνα για να ανακαλύψει κανείς, αυτή τη τεράστια προσφορά και προσωπικότητα. Μέχρι το 1825, ο Γιώργης ήταν γνωστός σαν ένας σκληρός πολεμιστής, αδερφός του καπετάνιου των Δερβενοχωρίων και πανέμορφος. Η ωραιότητά του ήταν παρομοιώδης. Λένε πως ήταν ο ωραιότερος αξιωματικός του Όθωνα, όταν αργότερα έγινε υπασπιστής του.
Ο Γιώργης ο Σκουρτανιώτης. Που η Διοικητική Επιτροπή για να ανασυγκροτήσει το στρατόπεδο της Αν. Ρούμελης τον συμπεριλαμβάνει ανάμεσα στους σημαντικούς οπλαρχηγούς στις 3 Μαίου 1826. Που συντάσσεται με το σώμα του Καραϊσκάκη και παίρνει μέρος στη μεγαλειώδη μάχη της Αράχωβας. Που ακολουθεί τον Καραϊσκάκη στην Αττική και υπερασπίζει στο Φάληρο σημαντική θέση. Προβλέποντας την επίθεση των Τούρκων σε αυτή τη θέση, ανοίγει κρυφά τάφρο με αποτέλεσμα το ανύποπτο ιππικό των εχθρών να βρεθεί προ απροόπτου, να τσακιστεί και να θαφτεί εκεί.
Μακρυγιάννης, Σουρμελής, Καρόρης εκθειάζουν την μεγάλη προσφορά του στο Παλιό Φάληρο στη μάχη στα Μποστάνια.
Ο Γιώργης. Που αγνοώντας τις διαταγές του Μορφόπουλου και με προσωπική πρωτοβουλία και ευθύνη, ρίχνεται στη μάχη του Μαρτίνου κατά του εχθρού, χαρίζοντας τη τελευταία στιγμή τη νίκη στα ελληνικά όπλα. Που κάτω από τις οδηγίες του Υψηλάντη δίνει ανεπανάληπτες μάχες στη Θήβα, υπερασπίζεται με σθένος την πόλη και ξεχωρίζει σε ανδρεία και σύνεση, ώστε η συμβολή του να μνημονεύεται εκτός από τον Τσεβά και από τον Περραιβό.Που μαζί με τον Κριεζώτη, σώζουν κυριολεκτικά την διάλυση του στρατού του Υψηλάντη και κατ’ επέκταση την συνέχιση της ελληνικής επανάστασης με επέμβασή τους στα μισά του δρόμου των λιποτακτών. Τον Γιώργη που απέκρουσε τη κύρια δύναμη του Τουρκικού στρατού στη μάχη της Πέτρας χαρίζοντας για άλλη μια φορά την νίκη στον Υψηλάντη και τα ελληνικά όπλα. Ο αδερφοποιτός του Κριεζώτη. Ο έμπιστος αρχηγός του Υψηλάντη. Ο υπασπιστής του Όθωνα αργότερα, που δεν υπάκουσε ούτε στο βασιλιά και δε δέχτηκε να χτυπήσει το Κριεζώτη με αποτέλεσμα να χάσει την εύνοιά του και να αποσυρθεί στο Ωρωπό. Ο Γιώργης. Που οι Τούρκοι τον μισούσαν τόσο πολύ, που σκότωσαν την ερωμένη ή αρραβωνιαστικιά του στον Ωρωπό, την πανέμορφη Κρουστάλλω. Μια τεράστια προσωπικότητα που βοήθησε καταλυτικά την Ελληνική επανάσταση, μα η ιστορία δε τον έχει τιμήσει ακόμα όσο του πρέπει.
Η μελέτη γι’ αυτόν λοιπόν, θα αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστού κεφαλαίου. Σε αυτό το άρθρο θα ασχοληθούμε με την εκδίκησή του για τον θάνατο του αδερφού του και θα αναφέρουμε τι γράφουν γι’ αυτή την εκδίκηση οι Βάγιαννης και Τσεβάς.

Ας παρακολουθήσουμε πρώτα τον Βάγιαννη:

«…Επί τω θλιβερώ αγγέλματι του θανάτου του πρώτου Βοιωτού μάρτυρος, πανταχόθεν συνηθροίσθησαν εις την εκ του καπνού μελανωθείσαν εκκλησίαν, ένθα μετά δακρύβρεχτον μνημόσυνον υπέρ της ψυχής του πρώτου μάρτυρος οπλαρχηγού και των υπ’ αυτών, ανεκήρυξαν αρχηγόν μεν τον αδελφόν του γενναίου οπλαρχηγού Γεώργιον Σκουρτανιώτην, σωματάρχας δε τους πρώην και μετά του Λουκά Δρίτσουλα υιού του εν τω ναώ υπέρ ελευθερίας μαρτυρήσαντος. Πάντες δε οι σωματάρχαι εντός του ναού συνελθόντες ξιφήρεις, ώμοσαν να διευθυνθώσιν εις τα μέρη ένθα ετάχθησαν και να εξαγοράσωσι το αίμα των αδελφών των. Ετέρα όμως επιβαλλομένη ανάγκη μεγίστου κινδύνου διασώσεως των γυναικοπαίδων ανά τας νήσους ηνάγκασεν αυτούς να εγκαταλείψωσι το σχέδιον της εκδικήσεως»

και αφού αναφέρει την εξόρμηση του Δράμαλη συνεχίζει για το ίδιο θέμα:

«…Ο τολμητίας Πετηνάρης μετά χρόνον ενωθείς μετά του Σκουρτανιώτου (Γεωργίου πιά) και εις τα υπωρείας του Υπάτου όρους περιφερόμενος, παρατηρεί απόσπασμα τακτικού εξ Αλβανών στρατού, μεθ’ ου συμπλακείς αναγκάζει αυτό να κελισθή εντός του ναού του χωρίου Σύρτζι. Καταφθάσας δε και ο Σκουρτανιώτης απεφάσισεν να εκδικηθώσιν αυτούς και ανοίξαντες οπήν εκ της στέγης έρριπτον πίσσαν ανημμένην επί των Οθωμανών, οίτινες απετεφρώθησαν πλην δύο αξιωματικών, ους συνέλαβον αιχμαλώτους κατά την συμπλοκήν. Οι αιχμάλωτοι αξιωματικοί παρεκάλεσαν τους σωματάρχας να έλθωσιν εις συνεννόησιν περί απελευθερώσεώς των και μετά σύσκεψιν απεφασίσθη να αφεθώσιν ελεύθεροι υπό τον όρον αντί χρυσίου προσφερομένου αυτοίς ν’ απελευθερωθώσιν οι εν ταις φυλακείς Χαλκίδος κρατούμενοι είκοσι και δύο χριστιανοί, όπερ και εγένετο πέμψαντες τον ένα των αιχμαλώτων εις Χαλκίδα.»

Λέει δηλαδή με λίγα λόγια ο Βάγιαννης, πως ο Γιώργης ο Σκουρτανιώτης με τον Πετηνάρη, εκδικήθηκαν σε ανύποπτο χρόνο το θάνατο του Θανάση και των υπολοίπων στην Αγία Σωτήρα. Ο Πετηνάρης συνάντησε στο Σύρτζι (σημερινό Ύπατο) τακτικό τούρκικο απόσπασμα αποτελούμενο από Αλβανούς. Συνεπλάκη μαζί τους, αιχμαλώτισε δύο αξιωματικούς και τους υπόλοιπους τους έκλεισε μέσα στην εκκλησία του Συρτζίου. Ειδοποίησε τον Γιώργη, ο οποίος κατέφθασε, άνοιξε τρύπα στη στέγη και κατέκαψε το τούρκικο απόσπασμα, εκδικούμενος με τον ίδιο τρόπο τον θάνατο του αδερφού του. Κατόπιν αντάλλαξε τους αιχμαλώτους αξιωματικούς με είκοσι δύο Έλληνες χριστιανούς φυλακισμένους στη Χαλκίδα.

Ο Τσεβάς αναφέρει τα εξής για το ίδιο ζήτημα:

«…Τον Αθαν. Σκουρτανιώτη θανόντα διεδέχθη εν τη οπλαρχηγία ο αδελφός του Γεώργιος, όστις ανεδείχθη άξιος αυτού διάδοχος. Ούτος αποκαθαίρων το έδαφος της υπαίθρου χώρας, από των Τούρκων, κατώρθωσε 15 ημέρας, από του ηρωϊκού θανάτου του αδελφού του, να καταστρέψη τουρκικόν απόσπασμα όπερ συνήντησε εις θέσιν Γκούρεζα του Συρτζίου. Τούτο ηττηθέν και καταδιωχθέν, ενεκλείσθη εντός εκκλησίας του χωρίου όπου κατεκάη ολόκληρον. Το κατόρθωμα τούτο ανεκούφισε τους Ταναγραίους πολεμιστάς, δυνηθέντας να εκδικηθώσιν τον θάνατον του αρχηγού και συμπολίτου των Αθαν. Σκουρτανιώτου.»

Οι διαφορές του Βάγιαννη όπως βλέπουμε αρκετές, αλλά η ουσία δεν αλλάζει. Και οι δύο αναφέρουν πως ο Γιώργης, εκδικήθηκε τελικά τον θάνατο του αδερφού του, καίγοντας μέσα σε μια εκκλησία στο Σύρτζι, ένα τούρκικο απόσπασμα.
Το ερώτημα που μπαίνει τώρα είναι το εξής:
Μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός; Η εκδίκηση του Γιώργη συνέβη πραγματικά ή το γεγονός αυτό είναι ένα εύρημα του Βάγιαννη, της προφορικής ιστορίας και κατ’ επέκταση του Τσεβά;
Η προσωπική μου γνώμη είναι η εξής:
Το γεγονός αυτό, θα πρέπει πραγματικά να συνέβη. Και τούτο, γιατί δεν είναι ένα τόσο «καθαρό» κατόρθωμα για τον Γιώργη. Στην ουσία πρόκειται για μια πράξη εκδίκησης αλλά και βλασφημίας. Αν ήταν εύρημα, οι ιστορικοί αλλά και η προφορική παράδοση, θα δημιουργούσαν κάτι άλλο. Θα ανέφεραν π.χ. ότι ο Γιώργης κατέκαψε το τούρκικο απόσπασμα μέσα σε ένα σπίτι ή μια παλιά αποθήκη. Εδώ ο Γιώργης χάριν εκδίκησης, φαίνεται μαζί με τους Τούρκους να έκαψε και μια εκκλησία. Πράξη καθαρής βλασφημίας. Και ποτέ ένας ιστορικός όταν θέλει να ανεβάσει έναν ήρωα και έχει την ευχέρεια να δημιουργήσει ένα γεγονός εκ του μη όντος, δεν το κατασκευάζει με τέτοιο τρόπο ώστε να προσδώσει στον πρωταγωνιστή του το στίγμα της βλασφημίας.
Όλα αυτά σημαίνουν πως το γεγονός συνέβη πραγματικά.
Δε γνωρίζουμε σε ποιο σημείο ήταν ανεπτυγμένο το θρησκευτικό συναίσθημα του Γιώργη. Αν τοποθετήσουμε όμως το γεγονός στην εποχή του και στις συνθήκες της επανάστασης του 1821, το θρησκευτικό συναίσθημα των πολεμιστών επαναστατών, είναι πολύ ανεπτυγμένο. Και είναι ανεπτυγμένο, γιατί είναι αναγκαίο. Η υπέρβαση που επιθυμούν οι επαναστάτες Έλληνες είναι τόσο μεγάλη, που μονάχα η πίστη σε μια μεταφυσική πηγή τους τροφοδοτεί με την ανάλογη δύναμη. Θεωρώ δύσκολο δηλαδή Έλληνες που λαμβάνουν δύναμη από τον Θεό, από τους αγίους και τις εκκλησίες τους να βάζουν οι ίδιοι φωτιά σε μια τέτοια εκκλησία, έστω κι αν πρόκειται να κάψουν μέσα της απίστους. Είναι τεράστια η βλασφημία για την εποχή, γιατί στρέφονται χάριν εκδίκησης ενάντια στο θεό τους. Εκτός κι αν θεωρούσαν πως θάνατος απίστων μέσα στον οίκο του θεού, δίνει χαρά στον ίδιο το θεό.
Πώς λοιπόν ο Γιώργης προέβη σε μια τέτοια πράξη εκδίκησης μεν, βλασφημίας δε;
Ο ένας λόγος, το θρησκευτικό του συναίσθημα να μην ήταν ιδιαίτερα ανεπτυγμένο. Ο δεύτερος , να βρέθηκε προ τετελεσμένων γεγονότων. Να τον ειδοποίησε ο Πετηνάρης πως κρατά τους Τούρκους κλεισμένους μέσα στην εκκλησία. Ο Τσεβάς αναφέρει πως αυτό έγινε 15 μέρες μετά το ολοκαύτωμα του Μαυροματίου. Που σημαίνει πως ο πόνος του Γιώργη ήταν πρόσφατος. Αν λάβουμε υπόψη και το ότι ο Γιώργης σύμφωνα με τη προφορική παράδοση, ήταν παρορμητικός και ιδιαίτερα επιρρεπής στο συναίσθημα της οργής, τότε είναι αλήθεια, πως δε θα δίσταζε να κάψει τους Τούρκους μέσα στην εκκλησιά, ζητώντας κατά βάθος συγχώρεση από τον Θεό και υποσχόμενος πως κάποτε θα έφτιαχνε ο ίδιος ξανά την εκκλησία, υπόσχεση που δε μπορούμε να γνωρίζουμε εάν τελικά τήρησε.
Ο Βάγιαννης αναφέρει πως ο Γιώργης κράτησε δύο αξιωματικούς και τους αντάλλαξε με 22 χριστιανούς από τις φυλακές της Χαλκίδας. Εδώ ο Γιώργης φαίνεται να ακολουθεί τα βήματα του Θανάση, του οποίου τακτική υπήρξε ενίοτε, να συλλαμβάνει Τούρκους αξιωματούχους και να τους ανταλλάσει για λύτρα, με σκοπό να εξυπηρετήσει τις ανάγκες του αγώνα και των αντρών του. Ένα τέτοιο γεγονός, άσχετο με το παρόν θέμα αλλά πολύ ενδιαφέρον, που αποδεικνύει τη τακτική αυτή του Θανάση Σκουρτανιώτη,είναι και η παρακάτω διήγηση του Τσεβά:

«…Εις Ρετσώνα ενώ ανέμενε (o Κώτσο Βόγκλης) μετά του Σκουρτανιώτου (Θανάση) παρά την οδόν Χαλκίδος, ίνα κτυπήσωσι Τούρκους μεταβαίνοντας εις ενίσχυσιν των εν Χαλκίδι, ανηγγέλθη εις αυτούς ότι έμελλε να διέλθη εκείθεν Τούρκος βέης, όστις είχεν απαγάγει την περικαλλή θυγατέρα του Παπαζαρίφη εκ Παλαιοπαναγιάς. Μετ’ ολίγον εφάνη Τούρκος έχων επί των καπουλίων του ίππου του την κόρην και ακολουθούμενος υπό πολλών ένοπλων ανδρών. Ο Βόγκλης εζήτησε την άδειαν να φονεύση τον Τούρκον βεβαιών ότι ουδένα κίνδυνον θα διατρέξη η κόρη. Εν τοιαύτη περιπτώσει είπεν ο Σκουρτανιώτης συ θα κτυπήσης το άλογο εις το κεφάλι και ημείς το απόσπασμα. Τον Τούρκον θα τον αιχμαλωτίσωμεν, διότι έχομεν ανάγκην από γρόσια. Πυροβολήσας πράγματι πρώτος ο Βόγκλης εφόνευσε τον ίππον, όστις πεσών παρέσυρε το πολύτιμον φορτίον του. Εκ του αποσπάσματος οι μεν εφονεύθησαν κατόπιν, οι δε διεσκορπίσθησαν. Ο Τούρκος ηχμαλωτίσθη και ηλευθερώθη αντί πλούσιων λύτρων, η δε κόρη του Παπαζαρίφη παρεδόθη εις τους γονείς της.»