ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΟΥΡΤΑΝΙΩΤΗΣ

...κρίνω περιττόν να αναφέρω τον ένθερμον ζήλον, και τας όσας κατά δύναμιν εκδουλεύσεις εδυνήθην να προσφέρω εις την πατρίδαν και εις όσον καιρόν εφύλαττον τον τόπον θηβών δεν απετόλμησε ο εχθρός να κάμη την παραμικράν καταδρομήν. σπεύδω λοιπόν να προσφέρω και αύθις εις την σεβαστήν διοίκησιν τον ίδιον ζήλον μου και επειδή ο εχθρός καθημερινώς λεηλατεί και αιχμαλωτεί τους αδελφούς μας και ο τόπος επαπειλείται από μέγαν κίνδυνον... να δυνηθώ να προφθάσω τους δυστυχείς αδελφούς μας από τον επαπειλούμενον κίνδυνον. μ' όλον ότι εισέτι δεν ημπορώ να ησυχάσω από τους δριμυτάτους πόνους της πληγής μου, δε βαστά η ψυχή μου να βλέπω τους αδελφούς μας να αιχμαλωτούνται αδίκως...


τη 20 μαϊου 1825
ναύπλιον
ο πατριώτης
αθανάσιος σκουρτανιώτης

Κυριακή 13 Ιουλίου 2008

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ (γ)


ΦΩΤ.21
Η σιδερένια πόρτα
Κλείσαμε πίσω μας τη βαριά σιδερένια πόρτα του προαυλείου της Αγ. Σωτήρας Μαυροματίου. Κάπου εδώ κλείνει και ο κύκλος των φωτογραφιών που παραθέσαμε. Φωτογραφίες που εδώ και πολύ καιρό νιώθαμε ότι τις χρωστούσαμε και θεωρούσαμε απαραίτητο να δημοσιεύσουμε. Ελπίζουμε να βοηθήσαμε όσους δεν έχουν επισκεφθεί την Αγία Σωτήρα, να πάρουν μια ιδέα για τον τόπο που έλαβε χώρα το ολοκαύτωμα του Μαυροματίου
Φωτ. Ιούλιος 2008




ΦΩΤ.20
Μαθαίνοντας στον γιο μου τους προγόνους του
Το μνημείο που έχει ανεγερθεί υπό Μαυροματαίων στον προαύλειο χώρο της Αγ. Σωτήρας.
Πάνω του αναγράφονται τα εξής:

ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΤΟΥΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΓΙΑΣ
ΣΩΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΜΑΤΙΟΥ
ΣΤΙΣ 26 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1825
ΕΠΟΛΕΜΗΣΑΝ ΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΚΑΙ ΘΥΣΙΑΣΘΗΚΑΝΕ
ΜΕ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ
Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΟΥΡΤΑΝΙΩΤΗΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ ΤΟΥ
ΔΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΗ ΠΙΣΤΙΝ ΤΗΝ ΑΓΙΑΝ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΟΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ
Φωτ. Ιούλιος 2008







ΦΩΤ.19
Η σημείωση του βουλευτικού έξω από την επιστολή Σκουρτανιώτη τον Απρίλιο του 1825
Γράφει:
''αναφορά του Αθανασίου Σκουρτανιώτου διά της οποίας λέγει, ότι ο Οδυσεύς ανδρούτσος παρατήσας τους Τούρκους, ηνώθη με τον στ. Γκούραν
ανεγνώσθη την 13η πριλίου 1825''

Πολύ σημαντική η απόδειξη ότι το Βουλευτικό γνωρίζει ότι ο Ανδρούτσος ενώθηκε με τη θέλησή του με το Γκούρα και παράτησε τους Τούρκους. Αυτό το κρατάμε. Τα υπόλοιπα, όταν δημοσιεύσουμε την επιστολή Σκουρτανιώτη. Το μόνο που θα αναφέρουμε, είναι ότι ο Σκουρτανιώτης σε αυτή την ιστορική επιστολή τον Απρίλιο του 1825, προσπαθεί να πείσει το βουλευτικό για τα αγνά αισθήματα του Ανδρούτσου και να τον σώσει, όταν ο Ανδρούτσος είναι ήδη προγραμμένος. Μήπως όμως αυτή η επιστολή, είναι και η ταφόπλακα του ίδιου του Σκουρτανιώτη;
Φωτ. από το πρωτότυπο, Ιούλιος 2008




ΦΩΤ.18
Τα σκαλιά προς το εσωτερικό της σημερινής εισόδου της Αγ. Σωτήρας
Φωτ. Ιούλιος 2008




ΦΩΤ.17
Η σημερινή πόρτα του ναού της Αγ. Σωτήρας, όπως βλέπουμε από μέσα.
Πιθανόν να έπεσε και σε αυτή τη πόρτα ο Σκουρτανιώτης.
Φωτ. Ιούλιος 2008




ΦΩΤ.16
Αγιογραφία στον βόρειο τοίχο του ναού της Αγίας Σωτήρας
Φωτ. Ιούλιος 2008




ΦΩΤ.15
Η σφραγισμένη πόρτα
Πίσω απ' αυτήν την σφραγισμένη πόρτα κάτω από το καμπαναριό, παίχτηκε πιθανότατα η τελευταία πράξη του δράματος. Και λέμε πιθανότατα, γιατί δεν έχει ακόμη διευκρινιστεί εάν η συγκεκριμένη πόρτα είχε ήδη σφραγιστεί πριν από το 1825. Σε αυτή τη περίπτωση, θα υπήρχε από τότε. Όπως και νάχει, σε μια από τις δύο αυτές πόρτες, εκτυλίχτηκε η τελευταία πράξη. Ο Σκουρτανιώτης, ο τελευταίος ζωντανός, αντιστέκεται μέχρι τελευταία στιγμή, ώσπου δέχεται από έξω την τελευταία βόμβα που τον διαμελίζει. Αν σήμερα η πόρτα φαίνεται πολύ χαμηλή, αυτό οφείλεται στις προσχώσεις των χωμάτων έξω από την εκκλησία. Από δω φαίνονται και τα υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί για το χτίσιμο του ναού, τα οποία είναι πέτρες, άμμος, κομμάτια από μάρμαρο, σπασμένα κεραμίδια και ξύλα.
Φωτ. Ιούλιος 2008

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ευτυχώς...
Που υπάρχουν ακόμη ευαισθησίες και ιδιωτικές πρωτοβουλίες που αν μη τι άλλο δείχνουν την Αγιά Σωτήρα...
Για να την δουν οι μη εχόντες οπτική επαφή επςιδή δεν έτυχε να την επισκεφτούν και ενώ ήξεραν τι είχε διαδραματιστεί εκεί...
Ένα μυστηριακό ρίγος σε καταλαμβάνει όταν διαβείς το κατώφλι...
Αναλογιζόμενος το δράμα που παίχτηκε "εντός" και στον περίβολο της μικρής εκκλησιάς...
Από τους λίγους ανδρείους που τόλμησαν και αντιτάχθηκαν...
Και στους οποίους "καταλογίζουμε" ίσως και ψήγματα σκοπιμότητας, αφέλεια, "λάθος" κινήσεις, εμπλοκή και μηχανορραφίες της κεντρικής διοίκησης σε ένα "προγραμματισμένο τέλος" ελέω Ανδρούτσου, στην ανηλεή πλην όμως αδιέξοδη μάχη λόγω των ευάριθμων και υπεράριθμων Τούρκων...
Σίγουρα η ιστορική αλήθεια και η αντικειμενικοποίηση των ιστορικών δρωμένων είναι το διαρκές ζητούμενο και η αποφυγή πάσης αναληθείας και υποκειμενικής άποψης απευκταίες και σαν παραδοχές και σαν αιτιατό...
Μήπως όμως τελικά Ιστορία, όπως είπε ο Ναπολέων Βοναπάρτης, είναι το σύνολο και η εκδοχή των παρελθόντων, σημαντικών ιστορικών γεγονότων, στα οποία οι άνθρωποι αποφάσισαν να συμφωνήσουν;
Μήπως στο προκείμενο θέμα η συμφωνία αυτή δεν επιτυγχάνεται;
Και για ποιους λόγους;
Ακόμη και αν ήταν η μάχη συγκερασμός τυχαίων ή προγραμματισμένων γεγονότων δεν παύει να ήταν μια απέλπιδα μάχη που στοίχισε τη ζωή σε όλους τους φυσικούς πρωταγωνιστές...
Που έπεσαν μέχρις ενός...
Κια που σημειολογικά αυτό απαδεικνύει αν μη τι άλλο ψυχική δύναμη πέραν των ειθισμένων, παλλικαριά, ντομπροσύνη, αξιοσύνη, πίστη στον σκοπό...
Γιατί άραγε έμειναν, πολέμησαν και θυσιάστηκαν αφού υπήρχε δυνατότητα διαφυγής;
Προς τι εν τέλει, ο "περισσός ηρωϊσμός";
Από την άλλη όμως δεν υπάρχει άνθρωπος στις μέρες μας, που να μη γνωρίζει ότι η Ιστορία γράφεται ή «κατασκευάζεται» από τους ισχυρούς. Υπάρχουν γεγονότα που για λόγους σκοπιμότητας αποσιωπούνται, ενώ άλλα διαστρεβλώνονται ή ερμηνεύονται κατά το δοκούν.
Στόχος, πάντα, η χειραγώγηση –μέσω της Ιστορίας– της λεγόμενης κοινής γνώμης…
Από τη μια, λοιπόν, υπάρχει η «επίσημη» άποψη για το ιστορικό γίγνεσθαι που μάθαμε στα σχολεία μας και από την άλλη η «ανεπίσημη» (unauthorized), αποσιωπημένη εξιστόρηση και ερμηνεία της πορείας του κόσμου, που δεν διδάσκεται πουθενά, αλλά συζητιέται και διαδίδεται τελευταία όλο και περισσότερο μέσα από περιοδικά, βιβλία και ειδικές ιστοσελίδες στο Διαδίκτυο.
Γιατί λοιπόν και εδώ, στην ομώνυμη μάχη, να μην ισχύουν οι λόγοι του Σοφοκλή:
"Ίτε παίδες Ελλήνων, ελευθερούτε πατρίδα, ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων. Νυν υπέρ πάντων αγών..."
Και σίγουρα η ιστοριογραφική προσέγγιση και παράθεση της Βοιωτικής Ιστορίας του αείμνηστου Γεωργίου Τσεβά βάζει πολλά πράγματα στην "ιστορική τάξη"...
ίσως όχι και στον απόλυτο βαθμό, αν αντιληφεί κανείς την υπαρκτή δυσκολία των καιρών κα την όσο το δυνατόν ακριβέστερη προσέγγιση όχι εύκολα προσβάσιμων "πρωτογενών" και "πρωτόλειων πηγών"...
Που ίσως να υπήρχε μεν η ιστορική μνήμα φθαρμένη όμως από την χρονική απόσταση και την απουσία των φυσικών πρωταγωνιστών των οποίων οι "επιδιώξεις" και οι "στόχοι" δεν υπάρχουν καταγραμμένοι και δεν είναι ευκρινείς...
Ατυχώς και δυστυχώς...
Ευκαιρία λοιπόν οι σύγχρονοι Βοιωτοί ιστορικοί μελετητές να τολμήσουν μια άλλη επιστημονικότερη προσέγγιση και καταγραφή των ιστορικών δρωμένων και να προχωρήσουν σε ένα ανίστοιχου εύρος πόνημα σαν του γιατρού Τσεβά...
Ειδικά όσον αφορά την συμμετοχή των των εκ Βαγίων αγωνιστών, -αν και θα ξεφύγουμε ολίγον του θέματος αλλά αξίζει τον κόπο του αναγνώστη-, η δια της "άτοπον απαγωγής", εξαγωγή συμπερασμάτων δεν είναι ο πλέον παρα-δεκτός τρόπος "παράθεσης" ή και ενίοτε "αντιπαράθεσης" των γεγονότων...
Πόσω δε μάλλον, όταν δηλούται δδια της μεθόδου αυτής η "απουσία" τους που είναι όμως εντός του αυτού μαθηματικού ποσοστού (50%-50%) με την "παρουσία" των 25 μαχητών υπό τον Νάσιο Τζουνάρα, από την μη υποβολή αιτήσεων απογόνων τους(...), "προς την του Αγώνος ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ", για τη λήψη αποζημιώσεων ένεκα των προσφερθεισών "πολεμικών εκδουλεύσεων"...
Στα Βάγια, τα οποία τότε, ήταν μεν κομβικό σημείο αλλά τα συναπάρτιζαν πολλοί οικισμοί όπως η Δαύλωση, "γεννήτωρ γη" των Τζιουναραίων -ή κατά Φανόπουλο Τζιουνάρηδων-, το Καζνέσι όπου μετακόμισαν οριστικά οι Τζιουναραίοι μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, το Τζοάννο, το Αρχοντίκι κλπ όπως και ο ιστορικός ΜΟΡΟΚΑΜΠΟΣ όπου αφού τίποτα δεν διασώζεται, άρα δεν υπήρχε(;;; !!!!)
Και ας ήταν η γη του Οπλαρχηγού Μήτρου Μπινιάρη και πολλών ακόμη αγωνιστών που 1821 που αναφέρει επακριβώς ο Τσεβάς, πολλών εκ των οποίων, όμως δεν διασώζεται ή αποδεικύεται η παρουσία τους αλλά ούτε και οι απόγονοι, πλείστα δε ονόματα έχουν παντελώς διαγραφεί από τα ληξιαρχικά μητρώα μηδέ και των Μπινιάρηδων...
Και ας ηχούν ακόμη στα αυτιά μας σαν "μακρινά όνειρα", σαν φωνές αδύνατες και ξεθωριασμένες, οι αφηγήσεις και οι ιστορικές μνήμες των παπούδων μας, άμεσων απογόνων πολλών εκ των τότε αγωνιστών, για τη δυναμική τους πολεμική παρουσία στο 1821... Κι ας υπήρχαν ακόμη τα γιαταγάνια και τα καριοφίλια...
Κι ας τα αρβανίτικα σε πολλές περιπτώσεις τοπονύμια των Βαγίων να υποδηλώνουν αναμφισβήτητα ιστορικά ντοκουμέντα...
Πράγματα που δεν συνεγράφησαν άρα καιδεν αποδεικνύονται(...)
Κι ας οι "άτεχνες" και σε πολλές περιπτώσεις ελλειμματικές ιστορικές περιγραφές, πάντα στα αρβανίτικα, έδιναν το στίγμα...
Ενός αγώνα όπου η ανεξαρτησία και η αποτίναξη του τούρκικου ζυγού ήταν ο βασικός στόχος...
Με όση τουλάχιστον φυλετική ή εθνική συνειδητότητα επέτρεπαν οι καιροί, το πνεύμα, οι λιγοστές γνώσεις τους και το μυαλό τους...
Ερευνώντας δε τα Ιστορικά Αρχεία του 1821, βασική πηγή του Γ. Φανόπουλου, στο Τμήμα Χειρογράφων & Ομοιοτύπων της ΕΒΕ, μπορεί κανείς να κάνει μια προσέγγιση έμμεση...
Γιατί σε πολλές περιπτώσεις οι αιτήσεις που εν πρώτοις υποβλήθηκαν "χάθηκαν" ή "παράπεσαν" και έτσι μέχρι το 1865 υποβάλλονταν διαρκώς, με συνέπεια οι πρωταγωνιστές, όσοι τυχόν έζησαν να μην θυμούνται ή να "ψιλοθυμούνται" ή να έχουν αποβιώσει ή και οι απόγονοί τους, να τα γράφουν "μέσω των γραμματικών" ή των τότε γραμματιζούμενων του χωριού... Ονόματα πολλών Βαγαίων αγωνιστών που συνέπραξαν ακόμη και με τον Καραϊσκάκη, και, ήταν βασικοί συμπολεμιστές του Μήτρου Μπινιάρη δεν αναφέρονται πουθενά, σημειωτέον δε, ότι και ο ίδιος, δεν υπέβαλε "αίτηση αποζημίωσης και χορήγησης στρατιωτικού βαθμού και σύνταξης" ούτε και για τα τρία αδέρφια του που έπεσαν στην Κρήτη στην Γραμβούσα...
Άρα δια της "εις άτοπον απαγωγής" δεν υπήρξαν, ελλείψει "γραπτών στοιχείων"....;;
Πως όμως εξηγείται από την άλλη η πολύ μεγάλη περιουσία, μετά την απελευθέρωση, συγκεριμένων οικογενειών των τότε Βαγίων, μεταξύ των οποίων και οι Τζιουναραίοι, που νέμονταν όλη την χερσαία περιοχή της ιστορικής Δαύλωσης (του αρχαίου παραλίμνιου διαύλου προς το όρος Σφίγγα και την οδό από το "Μαζαράκι", "Αλογάκι" κλπ προς Θήβα) στην Κωπαΐδα;
Και που μετά την αποξήρανση της λίμνης και διατήρησαν την περιουσία και τα κτήματα και τα επεξέτειναν μάλιστα;;
Δεν ήταν απόδειξη σαφής μιας προσφοράς και ποια άλλωστε θα ήταν αυτή;;
Πάντως "προϊόν αγοραπωλησιών" δεν ήταν ούτε και δικαιολογούνται από την παραχώρηση 80 στρεμ. στους αγωνιστές και 40 στρεμ. στις χήρες από τις "ΕΘΝΙΚΕΣ ΓΑΙΕΣ"...
Αλλά κι αν ακόμη ήταν έτσι, τότε εμπράκτως αποδεικνύεται ό,τι οι Βαγαίοι είχαν καθολική συμμετοχή στον αγώνα του 1821 και δεν ήταν μόνο όσοι διασώζονται μέσω "των αιτήσεων τους"...
Το "κακό" συντελέσθηκε, όταν δεν βρέθηκε ούτε ένας ερευνητής τοπικός ή έστω λαϊκός ιστορικός, να καταγράψει τις προσωπικές αφηγήσεις παιδιών και εγγονών των αγωνιστών από το το 1860 έως και το 1900-1920...
Και τελικά απελευθερώθηκε η περιοχή μας, χωρίς να ξέρουμε από ποιους...!!!
Χωρίς να έχουμε κατά νου τα έργα και τις ημέρες των ηρωϊκών προγόνων μας..!!!
Και νομίζοντας λ.χ οι περισσότεροι αν όχι όλοι οι σημερινοί εώς και 40ρηδες, ότι η Αγιά Σωτήρα, είναι ένα απλό και ελάχιστα γνωστό σήμερα πια, Μαυροματαΐκο ξωκλήσι, που γιορτάζει στις 6 Αυγούστου...
Για το λόγο αυτό να εκφράσω μια φορά τα πλέον ειλικρινή μου συγχαρητήρια για τα φωτογραφικά ντοκουμέντα και πολύ περισσότερες φορές, τα συγχαρητήρια μου, για την ιστορική και προσωπική αναδρομή στον Θανάση Σκουρτανιώτη...
Την έχει ανάγκη και η Ιστορία και ο τόπος μας...
Που δεν είδε την Επανάσταση από μακριά αλλά αντίθετα πότισε το δέντρο της πολυπόθητης λευτεριάς με βοιωτικό αίμα...
Και οι -τότε- κάτοικοι δεν φείσθηκαν θυσιών...
"Το μόνο μας καθήκον, απέναντι στην Ιστορία, αν είναι να την ξαναγράψουμε, είναι να την γράψουμε πιο σωστά..." έλεγε ο G. B. SHAW...
Και είχε απόλυτο δίκιο!!!
Ας το έχουμε κατά νου...
Και πάλι θερμά συγχαρητήρια για το θέμα και το τρόπο ανάδειξης και ιστορικής επικαιροποίησής του...
"VAGAIOS".

Πύργαρης είπε...

Φίλε Βαγαίε

κατ' αρχήν να σε ευχαριστήσω, όχι μόνο για την ανάγνωση του συγκεκριμένου ιστολογίου, αλλά και για το πραγματικά πολύ ενδιαφέρον ετούτο μήνυμά σου.
Πράγματι φίλε μου. Σε τούτο το θέμα της μάχης του Μαυροματίου, δεν επιτυγχάνεται συμφωνία. Δε φαντάζεσαι πόσο δύσκολο είναι, να καταλήξει κανείς, όχι τόσο στα της μάχης, που έτσι κι αλλιώς εξιστορεί ο Τσεβάς, αλλά στα αίτια και στις αναπόφευκτες προεκτάσεις αυτού του γεγονότος.
Αλλά ίσως αυτή είναι και η γοητεία της συγκεκριμένης ιστορίας.
Ερωτήματα όπως ''γιατί να μείνουν'' ''γιατί να μη διαφύγουν'' ''γιατί αγνοούσαν οτι οι εχθροί ήταν υπέρτεροι'' ''γιατί δε πήγε σε αυτούς βοήθεια'' είναι ερωτήματα καίρια, που κυριολεκτικά ''καίνε'' στα χέρια του κάθε ερευνητή.
Είναι δύσκολο τούτο το έργο φίλε μου Βαγαίε και μερικές φορές, ειλικρινά δε ξέρω πώς να το διαχειριστώ.

Περί Αθανασίου Τζουνάρα τώρα.
Και για να ξέρουμε γιατί ακριβώς μιλάμε, ας μιλήσουμε στα ίσα.
Ο Γιάννης ο Μήτρου είναι φίλος μου. Αν και γνωριστήκαμε αργά, θέλω να πιστεύω φίλος ακριβός. Σέβομαι και εκτιμώ πολύ τη δουλειά του και περιμένω πολλά από αυτόν όσον αφορά την ιστορία του τόπου. Σε προσωπικές μας συνομιλίες, μου έχει πει, πως ο χρόνος γι' αυτόν είναι ''ψυχρός'' Αυτό σημαίνει, ότι δίνει μεγάλη σημασία στα στοιχεία.
Όσον αφορά όμως τον Αθανάσιο Τζουνάρα, έχω διαφωνήσει και γω μαζί του και του το έχω πει. Πρώτον γιατί προσωπικά πιστεύω πως δεν είχε κανέναν λόγο ο Τσεβάς να ''εφεύρει'' τον Τζουνάρα. Ο Γιάννης ο Μήτρου, αμφισβητεί την ύπαρξη του Τζουνάρα από το ότι δε βρέθηκαν αιτήσεις απογόνων των πολεμιστών που ήταν μαζί του. Και του είπα: -Μα ούτε και στα Δερβενοχώρια βρέθηκαν από απόγονους άλλων συμπολεμιστών του Σκουρτανιώτη, ούτε στα Χόστια από συμπολεμιστές του Δρίτσουλα. Αυτό σημαίνει ότι η μάχη Μαυροματίου δεν έγινε;; Ισχυρίζεται επίσης ο Γιάννης ο Μήτρου, ότι το μικρό εκκλησάκι της Αγίας Σωτήρας, δεν χωρούσε εβδομήντα ανθρώπους. Πέραν του γεγονότος ότι κατά τη διάρκεια της μάχης στο περίβολο, μπορεί να τραυματίστηκαν ή και να έπεσαν νεκροί πολλοί, πρόσφατα που πήγα και μέτρησα, είδα ότι χωράει και εβδομήντα. Είκοσι μόνο, μπορούν να χωρέσουν στο χώρο του ιερού.
Άρα χωρούσε το εκκλησάκι εβδομήντα ανθρώπους.
Ξεκαθάρισα επίσης στον Γιάννη, ότι εγώ θα χρησιμοποιήσω στην ιστορία μου τον Τζουνάρα και τους Βαγαίους, γιατί κι αν ακόμη δε πίστευα πως έλαβαν μέρος στη μάχη και έδινα λίγες πιθανότητες σε μια τέτοια περίπτωση, θα ήταν κυριολεκτικά αμαρτία, να πετάξεις από την ιστορία ανθρώπους που θυσιασθήκανε.
Για μένα λοιπόν ο Αθανάσιος Τζουνάρας με τους Βαγαίους υπάρχουν, έπεσαν στην Αγία Σωτήρα και θα τους τιμήσω στη δική μου λογοτεχνική απόπειρα. Στο κάτω κάτω, βασιζόμενος σε ένα ιστορικό γεγονός, πλησιάζω λογοτεχνικά εκείνη την εποχή περισσότερο και προσπαθώ να την ζωντανέψω και αυτό -ότι η απόπειρα είναι λογοτεχνική- το έχω ξεκαθαρίσει από την αρχή.
Δε τίθεται δηλαδή κανένα θέμα από μέρους μου μη ύπαρξης του Τζουνάρα και των Βαγαίων στη μάχη του Μαυροματίου, πόσο μάλλον όταν σήμερα μου λες, ότι Τζουναραίοι και άλλοι Βαγαίοι βρέθηκαν με κτήματα και περιουσία μετά την απελευθέρωση, που σημαίνει ότι έλαβαν ανταμοιβή για τις προσφορές τους, όπως ο γιος του Θανάση Σκουρτανιώτη, ο Γιάννης, που έλαβε ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του πατέρα του, μεγάλη κτηματική περιουσία στις Μουσταφάδες (σημερινή Καλλιθέα)

Αυτά προς το παρόν φίλε μου και ελπίζω να τα ξαναπούμε και γιατί όχι και από κοντά.

Γ. Πύργαρης

Ανώνυμος είπε...

Εγώ απλά θα ευχαριστήσω και θα ξαναδώσω τα πλέον ειλικρινή μου συγχαρητήρια για το ιστολόγιο και την παρουσίαση του θέματος.
Και επειδή μιλάμε για "υποβολή αιτήσεων για τις θυσίες προς την του Αγώνος Εξεταστική Επιτροπή" ας ανασκαλίσουμε τη μνήμη μας και ας φέρουμε νοερά στο μυαλό μας τα λόγια του Στρατηγού Μακρυγιάννη:

"Και του είπα «Αυτείνοι οι άνθρωποι είναι αποδειχμένη η διαγωγή τους και οι πολιτικοί τους ο καθένας έχει το μέρος του από τους ξένους και ποτές δεν θα ησυχάση αυτός ο τόπος, να γένωμεν κΑΙα εμείς έθνος καθώς τα άλλα τα έθνη κι ούτε του Βασιλέως θα του δώσετε δρόμον καλόν.
Είναι τόσοι αγωνισταί οπού δυστυχούν και τώρα οπού 'ρθε ο Βασιλέας ήθελαν να βρούνε το δίκιον τους, να γνωρίσουνε αυτείνοι τον Βασιλέα τους κι ο Βασιλέας τους υπηκόγους του -και πάλε οι σύστασες του Μαυροκορδάτου υπερισκύουν με τον Ντώκινς, του Κωλέτη με τον σύντροφόν του, του Μεταξά με τον δικόν-του.
Αυτεινών την κυβέρνησιν και τα καλά προς την πατρίδα μας τα γνωρίζεις, γκενεράλη μου, ότι στάθης τόσον καιρόν εις την πατρίδα μας, και η ελπίδα του στρατιωτικού είναι εις την δικαιοσύνην σου και βόηθα τους δυστυχείς, ότι από αυτούς υπάρχει η πατρίς».
Μου λέγει ο Αγιντέκ:
«Δεν ήρθαμεν να διοικήσουμεν τους αγωνιστάς μοναχά, κι αποφασίσαμεν όλα τα μέλη της Αντιβασιλείας να γένουν τρεις επιτροπές, μία εις την Πελοπόννησο, μια εις την Δυτική Ελλάδα και μία εις την Ανατολική σε διορίσαμεν πρόεδρον της επιτροπής, να οργανίσωμεν τα στρατέματα όσο-να διορίσουμεν την άλλη επιτροπή να δικιωθούν, καθώς μιλήσαμεν -και τότε θα δικιωθούν. Να είναι τα ασκέρια σε ένα μέρος και οι τρεις επιτροπές να τους οργανίσουνε και να ιδούνε ποιος έχει δούλεψες από εξαρχής και ποιοι είναι υστερνοί και να τηράξουν από τους εικοσιπένταρχους και κάτου ποιος έχει φαμελιά από τους στρατιώτες και πόσες ψυχές έχει ο καθείς, να ξεκονομιώνται οι άνθρωποι ως την γενική επιτροπή». Αυτά μαθαίνοντας οι χαραμήδες οι πολιτικοί μας και δια-να μην γένη καλό και ησυχία εις το κράτος, στέλνουν κι ανακατεύουν τους στρατιώτες και σηκώνονται όλοι κι έρχονται αναντίον της Αντιβασιλείας εις το Ανάπλι, ότι ήταν νηστικοί.
Τότε ο Αϊντέκ στέλνει και με παίρνει και βγαίνομεν οι δυο μας έξω εις τις Λεύκες. Οι άνθρωποι ήταν κατά του Μιαούλη το περιβόλι ακόμα.
Μου λέγει ο Αϊντέκ «Τι μιλήσαμε οι δυο μας δια αυτούς τους στρατιωτικούς; -κι αυτείνοι έρχονται με το σπαθί τους να πάρουν δικαιώματα από τον Βασιλέα. Μίλα τους να πάνε πίσου, ότι είναι χαμένοι!
Πήγα και τους μίλησα και γύρισαν χωρίς-να πλησιάσουν.
Πέρασαν δυο-τρεις ημέρες. Τους άφησαν νηστικούς, τους ερέθισαν και οι απόστολοι οπού τους στέλναν-κάναν αξιωματικόν της πρώτης τάξης δεν άφιναν να είναι με τους στρατιώτες, να τους οδηγάγη.
Τότε τους απάντησαν οι απόστολοι των απατεώνων. Σηκώνονται όλοι κι έρχονται απόξω τις Λεύκες.
Ανάβουν τις μίκιες των κανονιών, τους ρίχνεται το ταχτικό, πεζούρα και καβαλλαρία, και τους βαίνουν ομπρός και τους βγαίνουν έξω-από το κράτος ξυπόλυτους και γυμνούς και νηστικούς.
Κι έβαλαν έναν Τούρκον αρχηγόν οι αγωνισταί της πατρίδος ονομαζόμενον Ταφίλ-Μπούζη δια-να φάνε κομμάτι ψωμί. Και σκοτώθηκαν τόσοι εκεί και ρήμαξαν και τα γειτονικά μας μέρη κι έπαθε και η Άρτα ό,τι έπαθε όταν μπήκαμεν κι εμείς τα 1821.
Και πήγαιναν κλαίγοντας, ότι φεύγαν από την πατρίδα τους ξυπόλυτοι και γυμνοί, κι έλεγαν Πατρίδα, δεν μας βαστάγει η καρδιά να σου κάμωμεν εσένα της πατρίδας μας κακό, ότι δια σένα χύσαμεν το αίμα μας. Και τώρα πάμεν σε εκείνους οπού πολεμούσαμεν να φάμεν κομμάτι ψωμί -όχι να προσκυνήσωμεν να ερθούμεν αναντίον σου δεν το κάνομεν καμπούλι, ότι χύσαμεν το αίμα μας δια σένα να γένης βασίλειον».
Αυτείνοι κι όλοι οι άνθρωποι οπού είχαν αίστηση κλαίγαν και οι απατεώνες γέλαγαν και χαίρονταν ότι στείλαν τους αγωνιστάς εις τους Τούρκους να ζήσουνε. Κάρπισε η προκήρυξη του Ζωγράφου και οι κακοί σκοποί των μακιαβέληδων. Τότε με φωνάζει η Αντιβασιλεία με οργή καθώς κι ο φίλος μου ο Αγιντέκ και μου δίνουν σφοδρές διαταγές να πάγω εις Λεψίνα.
Μέλη της επιτροπής ο Τουρέτης Γάλλος, ο Δυοβουνιώτης κι εγώ πρόεδρος. Όποιος έρθη δια-να αργανιστή είχε μιστό δώδεκα γρόσια, μισό τάλλαρο το μήνα και κάτι ολίγο (ότι το τάλλαρο είναι είκοσι-ένα γρόσι και μισό), και το ψωμί του και τίποτα άλλο. Κι αν είχε γυναίκα και παιδιά, ας ζούσαν με τον αγέρα. Δικαιοσύνη φόρτωμα κι από τους Μπαυαρεζοαντιβασιλείς. Μου δίνουν κι ένα καράβι αλεύρι σάπιον να μεράσω εις τους ανθρώπους οπού θα αργανιστούν. Κατά τον μιστόν ήταν τέτοιον και το αλεύρι -ούτε τα γουρούνια δεν το τρώγαν. Έκατζα καμπόσον καιρόν εκεί, οργανίσαμεν είκοσι ανθρώπους, κάτι μπεκρήδες και τεμπέληδες, και ξόδιασα και σαράντα-πέντε οκάδες αλεύρι. Σηκωθήκαμε και ήρθαμεν εδώ εις Ανάπλι. Ευτύς-οπού ΄ρθα με τρατάρει ένας Φρατζέζος, τον λένε Φεράλντη. Αφού με τρατάρησε, την άλλη ημέρα μου φέρνει ένα αποδειχτικόν να το υπογράψω ως πρόεδρος της επιτροπής να πλερωθή ένα καράβι αλεύρι.
Του είπα ότι «Υπογράφω σαράντα-πέντε οπού ΄λαβα.
-Όχι, μου λέγει, ένα καράβι.
-Ούτε μια οκά δεν υπογράφω παραπάνου».
Με περικαλούνε μεγάλοι άνθρωποι, Αντιβασιλείς, να δώσω την υπογραφή μου με περικαλούνε οι Πρέσβες κι ο υπουργός Ζωγράφος. Δεν θέλησα. Είπα και των αλλουνών μελών να μην υπογράψη κανένας.
Ο Φεράλντης έβγαλε εις το μοναστήρι εις την Κούλουρη αυτό το αλεύρι και πήγε όλο χαμένο. Τότε κατάλαβα και οι νέοι κυβερνήται μας είναι χερότεροι, κι ελεεινολογούσα την πατρίδα, ότι ο Θεός δεν είπε να την λευτερώση ακόμα αληθινά, και κρίμα για τους κόπους μας εβγιαστήκαμεν, και την πήραμεν εις το λαιμό μας. Θέλουν να με κάμουν αρχηγόν της χωροφυλακής.
Τους έδωσα γνώμη να βάλουν από ούλους τους σημαντικούς δια-να ενωθή το Κράτος με τον Βασιλέα του. Τους κακοφάνη. Διορίζουν τον Γραλλιάρη τον Γάλλο και με διορίζουν κι εμένα εις την οδηγίαν του και να βάλω τα στενά.
Ούτε εις την οδηγίαν του Γραλλιάρη μπαίνω, τους είπα, ούτε τα φορέματά μου βγάζω». Τότε, σαν δεν θέλησα να έμπω εις αυτείνη την υπηρεσία, πήρα την άδεια και με την φαμελιά μου πέρασα εις την Αθήνα, ότι είδα ότι του-κάκου κοπιάζομεν.
Και δυστυχία εμάς και της πατρίδος μας.
1833 Μαγιού 4 ήρθα εδώ εις Αθήνα. Οι πολιτικοί μας και οι ξένοι τρώγονταν και καθένας κύταζε να υπερισκύση η δική-του φατρία. Άλλος το ήθελε Αγγλικόν, άλλος Ρούσσικον, άλλος Γαλλικόν. Οι Αντιβασιλείς μας τήραγαν κι αυτείνοι να πάρουν κάνα λεπτό, ότι εις την Ελλάδα ήβραν αλώνι να αλωνίσουν. Πιάσαν φατρίες με τους δικούς μας. Τότε άλλοι απάτησαν τους οπλαρχηγούς, τους λέγαν να σηκωθούν να ζητήσουνε τα δίκια τους, και με αυτό τους γέλασαν τους ανθρώπους.
Κι ο σκοπός των πολιτικών μας ήταν με δυο τρόπους αν πετύχη ο καθείς με την μερίδα του και υπερισκύση, είναι κερδεμένος με το κόμμα του και τους άλλους τους κάνει είλωτες. Αν δεν πετύχουν καθένας τους ξένους του σκοπούς, τότε τα φορτώνουν του στρατιωτικού όλα τα βάρητα και λένε αυτείνοι είναι οι αίτιγοι του κακού και πρώτα και τώρα εις τον ερχομόν του Βασιλέως. Και μπαίνουν εις την τζελατίνα όλες οι κεφαλές. Ότι δεν αναπαύτηκαν ότι μείναν οι στρατιωτικοί δυστυχείς κι άλλοι πήγαν εις την Τουρκιά κι όσοι μείναν πεθαίνουν της πείνας. Έρχεται εδώ ένας απόστολος από του Κωλέτη το παρτίδο και του Μαυροκορδάτου και μου λέγει «Εις το Ανάπλι είναι σύνφωνοι όλοι οι πολιτικοί και στρατιωτικοί και θα πιάσουνε το Παλαμήδι και είναι και η χωροφυλακή έτοιμη και από την Δυτική Ελλάδα ήρθαν γράμματα ότι χτύπησαν. Και μου έστειλαν και εσένα εδώ να αγροικηθής με τους άλλους να βαρέσετε κι εσείς. -Διατί να βαρέσουμεν; του λέγω. -Δια τα δίκια μας. -Ποιος σε έστειλε; -Ο Κωλέτης κι ο Μαυροκορδάτος.
- Εκείνοι παίρνουν μιστόν ο κάθε-ένας από χίλιες δραχμές, και δεν έχουν ανάγκες. Εμείς τίποτα δεν παίρνομεν και προσμένομεν.
Η Κυβέρνηση διόρισε μιαν επιτροπή δια να κυτάξη του κάθε αγωνιστού τα δίκια του. Δεν προσμένομεν τι θα κάμη η επιτροπή; Κι αν αδικηθούμεν, τότε αναφέρνεται ο καθείς με αναφορά του εις τον Βασιλέα και μιαν βολά κι άλλη κι άλλη και σαν ιδούμε η δικαιοσύνη εχάθη από τους ανθρώπους, τότε συλλογιώμαστε δι᾿ αυτά.
Κάθε μέρα θα κάνετε εσείς τους σκοπούς του Κωλέτη και Μαυροκορδάτου κι αλλουνών -και να καίμε εμείς την πατρίδα μας και να σκοτωνώμαστε; Όταν υποκινούσαν κάθε καιρόν από έναν εφύλιον πόλεμον, δεν ήξεραν ότι τέτοια αγαθά θα απολάψωμεν; Δεν θυμώνται εις την Συνέλεψη της Πρόνοιας οπού πλέρωσαν το Ζέρβα κι άλλους και δέσαν τους πληρεξούσιους, τέτοια καλά θα ιδούμεν;
Και θέλουν τώρα άλλος να μας κάνη Άγγλους, άλλος Γάλλους κι άλλος Ρούσσους; Εγώ θέλω να τους προσφέρω μόνον σέβας ολουνών αυτεινών των ευεργέτων και να τηράξω την πατρίδα οπού γεννήθηκα και τον Βασιλέα οπού όταν της τύχης της να βασιλέψη. Εμείς ακόμα δεν είδαμεν το κακό του, ούτε το καλό του. Δεν προσμένομεν; Τι βιάζεστε; Εσύ τι θέλεις, κερατά, και οι άλλοι οι μπερμπάντες -όλο αυτά θα έχωμεν;
Πήρα ένα γερό ξύλο και το έδωσα έναν δαρμόν καλόν και τον έβγαλα έξω από το σπίτι μου. Τα ασκέρια ήταν, οι περισσότεροι οπλαρχηγοί, εις την Φήβα και Λιβαδειά και Ταλάντι.
Τους έστειλα ολουνών έναν επίτηδες και τους έλεγε αυτά αυτεινού του αποστόλου και να μην γελαστούν όσο-να ιδούμεν την επιτροπή. Τους το είπε ο άνθρωπος οπού έστειλα. Όσοι τον άκουσαν γλύτωσαν. Τότε αυτός ο απόστολος φεύγοντας από εμένα πήγε σε αυτούς.
Αφού τους έβγαλε από τα μυαλά τους, τους πρόδωσαν και τους πήραν και τους έβαλαν όλους χάψη τους οπλαρχηγούς και ήθελαν να τους κόψουν με το κοπίδι, οπού ήφεραν οι φωτισμένοι άνθρωποι της Ευρώπης να κόψουν τους άγριους Έλληνες- κι έπρεπε να κόψη η Αγγλία τον Ντώκινς τον πρέσβυ της, η Γαλλία τον δικόν-της και η Ρουσσία το-ίδιον κι ο βασιλέας της Μπαυαρίας τους Αντιβασιλείς του και ύστερα να κόψη κι ο ίδιος το κεφάλι του. Ότι η Μεγαλειότης του είναι νεκροθάφτης της πατρίδος μας και του αθώου Βασιλέα μας και ή καλά πάθη η πατρίς ή κακά τα χρωστούμεν εις-το-εξής εις την καλωσύνη της Μεγαλειότης του δια τις συβουλές του Μετερνίκ κι αλλουνών οπού άκουγε. Η Μεγαλειότης του πολλές νύχτες και ημέρες κοπίαζε και θυσίαζε τα βασιλικά του φώτα να φκειάνη στίχους δια την Ελλάδα και δια τους Έλληνες, όταν πολεμούσαν εις το Μισολόγγι κι αλλού και κιντύνευαν νηστικοί και ταλαιπωρεμένοι.
Τώρα εύγε του Μεγαλειότατου Βασιλέως! Μπρός-εις το νιτερέσιον σου ούτε παιδί σου συλλογίστης, ούτε αθώον έθνος ματοκυλημένο. Δια τούτο όλοι οι τοιούτοι βασιλείς -ο τίτλος τους πρέπει να είναι «αθώων ανθρώπων τύραννοι».
Θε, που είναι οι βασιλικές δικαιοσύνες;
Τέλος-πάντων με τέτοιες δικαιοσύνες ήθελαν να κόψουν τους πρωταγωνιστάς ως κακούργους, τον Κολοκοτρώνη, τον Κολιόπουλον, τον Κριτζώτη, τον Τζαβέλα, τον Γρίβα, τον Μαμούρη, τον Ρούκη, τον Ντουμπιώτη, τον Αποστολάρα, τον Μήλιον κι άλλους πολλούς τοιούτους.
Φυλακώνοντας αυτεινούς, έστειλε ένα τζιράκι του ο Κωλέτης να πάγη εις την Φήβα διοικητής, Κλεομένη τον λένε. Με ανταμώνει ο Κλεομένης, μου λέγει:
«Τήρα ό,τι κάνετε εσείς οι στρατιωτικοί και δεν ξέρομεν εμείς οι πολιτικοί -τήρα τι παθαίνετε.- Του λέγω, να δώση ο Θεός να φυλακώσουνε κι εμένα, και τότε θα ιδούμεν αν ξέρουν οι πολιτικοί ή όχι, και ποιους θα χαλέψω συντρόφους εις την φυλακή.
Και δεν μπορεί ούτε ο Βασιλέας να το αποφύγη, ούτε η Αντιβασιλεία. Ότι αν το αποφύγουν, τότε δεν υποτάζονται εις το δίκιον και εις τους νόμους -τότε γλυτώνουν όλοι αυτείνοι και κόψετε εμάς!
-Ποιους θα πάρης συντρόφους; μου λέγει ο Κλεομένης. -Τον Κωλέτη τον αφέντη σου, τον Μαυροκορδάτο και τους τοιούτους όλους. Να φυλακωθώ και τότε τους βλέπεις και μπορεί να είσαι κι ένας εσύ. Τότε φαίνεται».
Ο Κλεομένης παραγγέλνει όλα αυτά του Κωλέτη. Και τότε τράβησαν χέρι από εμένα. Στέλνουν τον Ψύλλα εδώ εις την Αθήνα, οπού ήταν Γραμματέας του Εσωτερκού (ενέργησα κι εγώ κατά δύναμη να έμπη σε αυτείνη την θέση).
Τον στείλαν εις την Αθήνα να συνφωνήση με τους Αθηναίους δια τους τόπους, οπού θα έρθη η Κυβέρνηση εδώ. Αφού ήρθε, πήγα τον είδα. Ήρθε κι αυτός εις το κονάκι μου.
Μου λέγει: «Διατί είσαι πειραμένος με την Κυβέρνηση; -Ότι είμαι με τόση φαμελιά και δεν έχω να την ζήσω. Κι όταν κλέβαν οι άλλοι κι έχουν και τρώνε τώρα, εγώ, το γνωρίζεις ο ίδιος, αγωνιζόμουν και πληγωνόμουν και πλέρωνα κι από το εδικό-μου. -Λέγει, όλα αυτά τα γνωρίζω και τα γνωρίζει και η πατρίς και φκειάσε μου μιαν αναφορά και δος τηνε μου και θα μιλήσω και μόνος μου».
Του έφκειασα την αναφορά, την τηράγει, μου λέγει ο φίλος μου ο Ψύλλας «Βρε Μακρυγιάννη, τι δικαιώματα ζητάτε της πατρίδος; Εσείς είστε όλοι λησταί. Εσύ έδενες τα συνφέροντά σου με τον Δυσσέα και Γκούρα κι άλλους και βασανίζετε την πατρίδα, καθώς κι ο Κολοκοτρώνης με τους άλλους κι αφανίσετε εσείς όλοι αυτείνη την πατρίδα.
-Πότε ήμουν σύνφωνος εγώ με αυτούς οπού μου λες, κύριε Ψύλλα; Εσύ με την εφημερίδα σου τους θυμιάτιζες όλους αυτούς κι εγώ τους γύριζα ντουφέκι και τους πολέμαγα όταν πήγαιναν αναντίον της πατρίδος. -Πως, μου λέγει, δεν έμπαινες εις του Γραλλιάρη την οδηγίαν στην χωροφυλακή; -Πως δεν έμπαινες εσύ, του λέγω, τελώνης, οπού είσαι υπουργός του Εσωτερκού;
Όταν ήταν ο κίντυνος της πατρίδος πήγαινες εις τα νησιά». Τον βλέπω κι έρχεται θυμωμένος «Κάτζε αυτού, του είπα (κι έπιασα μιαν καθέκλα), να μην χαλάσω την Γραμματείαν του Εσωτερκού- θα γυρεύη νέον υπουργόν!
-Πρέπει ο Βασιλέας, μου είπε, να πάρη μέτρα μόνον δια σένα, ότι εσύ ταράττεις τα πράματα. -Δεν θα τον φκειάσης τον Βασιλέα τζελάτη να σκοτώνη τους υπηκόγους του με αυτά τα λόγια και τις συκοφαντίες τις δικές-σας! Και δια να σε δείξω έξω σε όλο το κοινό, δια εκείνο δεν το καμα καμπούλι να σε κυβερνήσω με την καθέκλα- τότε θα δικιολογέσουνε εις τον τύπον θα δείξω κι εσένα και τους συντρόφους σου τι άνθρωποι είστε». Σηκώθηκα κι έφυγα.
Πήγε και εις την εκκλησία, οπού ήταν συνασμένοι όλοι οι Αθηναίγοι, να μιλήση δια εκείνο οπού ΄ρθε -δεν το δωσε κανένας ακρόασιν. Κι έφυγε καθώς ήρθε. Τότε έφκειασα όλα όσα μου είπε ενγράφως και τα έστειλα εις τον τύπον την εφημερίδα «Ήλιος».
Τον μάλλωσαν οι συντρόφοι του διατί να πιαστή με εμένα και θα βάλω αυτείνη την έκθεσιν εις τον τύπον. Μου γραψαν να μην την βάλω -είναι το μόνο αδύνατο να μείνη οπίσου!»
Τότε την έβαλα.
Ύστερα μίλησα και στον Αρμασμπέρη κι αλλουνών και τον έβγαλαν και τον έστειλαν διοικητή εδώ εις την Αθήνα. Τότε με τον μοίραρχον τον Βογινέσκον μου επισωρεύουν μίαν κατηγορία ότι έβρισα τον Βασιλέα κι Αντιβασιλεία.
Παίρνουν ένα παλιάλογον να με βάλουν απάνου και να με στείλουν να με δικάσουν εις την Χαλκίδα. Του λέγω «Θα πάγω», του μοιράρχου θα πάγω κι ελπίζω να μη σκοτωθώ και την υπόληψή μου θα την ζητήσω από σένα, ότι εσύ γένεσαι ο αίτιος να διατιμηθώ αδίκως. Αυτείνη την υπόληψη την βάσταξα από μικρούθεν κι εσύ θέλεις να μου την γκρεμίσης.
Κι όταν λευτερωθώ, ως του βοϊδιού το κέρατο μέσα να είσαι, θα σε βρω να πεθάνωμε».
Φώναξαν κι όλοι οι νοικοκυραίγοι δια την αδικία οπού θα μου κάμουν κι έρχεται ο μοίραρχος και μου ζητεί το «παρντόν» και μου λέγει όλα τα τρέχοντα: Ότι ο Ψύλλας τον έβγιασε και τον Ψύλλα οι κεχαγιάδες του Κωλέτης και Μαυροκορδάτος, οι νεκροθάφτες των αγωνιστών οπού θέλουν να μας διατιμήσουνε όλους. Τότε, αδελφοί αναγνώστες, σώθηκα με την βοήθειαν του Θεού. Αφού είδα ότι θέλουν να μας φάνε εκείνοι οπού μας κυβερνούν, και η δικαιοσύνη τους είναι εις την τζελατίνα, τότε να μην αφήσω τόση φαμελιά οπού κρέμεται εις τον λαιμό μου -απόξω-εις τις κολώνες του Ολυμπίου-Διός είχα από την Αίγινα αγοράση ολίγα χωράφια, όταν εις την Αθήνα ήταν ο Κιτάγιας και πνιμένη από Τούρκους. Πήγα εκεί έξω και πήρα και πεντέξι αργάτες κι έβαλα και κόβαν πλίθες. Και μου ΄φκειασαν κι ένα πράμα σαν σαμαράκι και φορτωνόμουν πλίθες. Και καθόμουν εκεί. Κι όποτε απόσταινα έκλαιγα βλέποντας τα μέρη εκείνα οπού πολεμούσαμεν με τόση Τουρκιά και πληγωνόμαστε και σκοτωνόμαστε -και σε αυτείνη την γης οπού ζυμώσαμεν με το αίμα μας θέλουν να μας θάψουν αδίκως και παράωρα όσοι μας κάναν σίγρι από-μακρυά, όταν κιντυνεύαμεν.
Μας πήραν την ματοκυλισμένη μας γης, την αγόρασαν από ένα γρόσι το στρέμμα, και βάλαν εμάς με τ᾿ο αλέτρι και τραβούμεν το γενί και βγάνομεν των συγγενών μας τα κόκκαλα και οι αφεντάδες μας περπατούνε με τις καρότζες τους, και οι αγωνισταί δεν έχουν ούτε γουμάρι και ξυπόλυτοι και γυμνοί διακονεύουν εις τα σοκάκια. Έφκειασα το σπίτι μου και φύτεψα κι αμπέλι κι άλλα δέντρα και εργάζομαι ως το σουρούπωμα να με γλυτώση ο Θεός από τους επίβουλους απατεώνες.
Τότε οι πομπιωμένοι μας πολιτικοί έστειλαν εις την Πελοπόννησον και ερέθισαν τους κατοίκους τους είπαν να σηκωθούν να χαλέψουν δικιώματα. Ανακάτεψαν άλλοι την Σπάρτη και πήγαν αναντίον τους τα τάματα και καταφανίστηκαν οι Μπαυαρέζοι εις τον σκοτωμόν. Κι όσους πιάσαν ζωντανούς οι ντόπιοι τους πουλούσαν ένα τάλλαρον τον έναν Μπαυαρέζο. Κι όσοι από αυτούς σκοτώθηκαν εκεί δίνομεν σύνταξη των φαμελιών τους εις την Μπαυαρία κι αχώρια πλήθος δικαιώματα οπού παίρνουν οι Σπαρτιάτες.
Κι αφανίστη το δυστυχισμένο ταμείον πήραμεν δάνεια και θα σωθούνε εις αυτά.
Έστειλε κι ο Κωλέτης τους συντρόφους του αναντίον-εις τους Πελοποννησίους, οπού τους βαίναν να κάμουν το κίνημα και ύστερα στέλναν και τους σκότωναν και τους γύμνωναν και χάθηκαν τόσοι αγωνισταί αδίκως και παραλόγως και χήρεψαν γυναίκες δια το χατίρι αυτεινών.
Κι όσους δεν σκότωσαν εις τον πόλεμον τους σκοτώνουν στην τζελατίνα με τους προκομμένους τους κριτάς, οπού ενεργούνε τους νόμους καθώς θέλουν.
Τον Γρίβα τον φυλάκωσαν δια τον σκοτωμόν του Πράσινου και βάλθηκαν όλοι οι φίλοι του και συντρόφοι του, ο Κωλέτης και η γενεά, και τον έβγαλαν. Κι όταν φυλάκωσαν τους άλλους οπλαρχηγούς τον ξαναφυλάκωσαν οπίσου. Διόρισαν και την επιτροπή να δικιώση τους αγωνιστάς και να τους βαθμολογήση. Ήταν φίλοι οι περισσότεροι του Μαυροκορδάτου και του Κωλέτη και βαθμολογούσαν πολλούς φίλους τους με και χωρίς δικαιώματα. Και γεννήθηκαν πλήθος παράπονα δια την αδικία οπού κάμαν εις τους αγωνιστάς πολλούς.
Τότε έβγαλαν και τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς από την χάψη τους βαθμολόγησαν συνταματάρχηδες και τους κρέμασαν κι από ένα σταυρό και γκεζερούν εις τα σοκάκια του Αναπλιού και καμαρώνουν.
Και δεν γύρευαν, αν ήταν άνθρωποι με χαραχτήρα, ικανοποίηση από τους αίτιους, οπού τους είχαν τόσον καιρό χαψωμένους.
Εις τα 1834 τα έβγα Αγούστου ήρθε ο βασιλέας εις Αθήνα.
Ήθελε να πάγη εις την περιοδεία της Ρούμελης και μου είπε να πάγω κιεγώ μαζί του.
Είχε και τον Τζαβέλα, Βάσιον και Μαμούρη.
Πήγαμεν παντού εις την Ανατολική Ελλάδα ως τα ᾿ροθέσια της Λαμίας. Τον δέχτηκαν όλοι οι κάτοικοι με μεγάλη επίδειξιν.
Γυρίσαμεν πίσου εδώ τέλη Σεπτεβρίου.
Μου είπαν οι αξιωματικοί να τους κάμω ένα τραπέζι εις το σπίτι μου να φάνε. Πήγα εις την Μεγαλειότη του να πάρω την άδεια.
Λέγει η Μεγαλειότη του «Θέλω να έρθω κι εγώ εις το σπίτι σου να φάγω». Του είπα ότι είναι δικόν του και είναι μεγάλη η τιμή οπού θα λάβω. Ότι δεν είχε πάγη σε κανέναν να φάγη ψωμί έξω από εκεί οπού διάβαινε, οπού του ετοίμαζαν κονάκι οι κάτοικοι.
Τότε τον πήρα εις το σπίτι μου και με το φτωχικόν μου έμεινε ευκαριστημένος.
Τότε οι φίλοι της κακίας δεν είχαν μάτια να με ιδούνε κι όλο με κακολαλούσαν δια να μην προβοδέψω και πλησιάσω μαζί του και μάθη την αλήθεια κι αυτό τους θανάτωνε.
Ότι εις την περιοδεία του είπα καμπόσες αλήθειες κι έμεινε ευκαριστημένος και παρουσία-σε όλους αυτό το μολόγησε ο Βασιλέας, ότι είναι πολύ ευκαριστημένος. Έμαθαν αυτό και το τραπέζι -τότε έπρεπε όλοι να καταγίνωνται να με κακοσυσταίνουν. Τον Νοέβριον μήνα τα 1834 αποφάσισε η Κυβέρνηση να έρθη εις Αθήνα κι έστειλε τον Κωλέτη γραμματέα του Εσωτερκού να κάμη τα καταστήματα.
Έκαμεν καμπόσες ημέρες εδώ δεν πήγα να τον χαιρετήσω, ότι με κρυφοδάγκωνε. Μιαν ημέραν πήγα. Μου λέγει «Εγώ τόσον καιρό εδώ, τώρα ήρθες να με ιδής; -Δεν το θεώρησα ως αναγκαίον χρέος μου. Τώρα ήρθα, κι αν δεν σου αρέση φέγω και δεν ματάρχομαι. -Μου λέγει, πολλοί φίλοι μου μου λένε «Διατί είναι αγγισμένος ο Μακρυγιάννης με εσένα; Τους λέγω (μου λέγει) Δεν ξέρω τίποτα.
-Του λέγω, ανόητοι άνθρωποι σου λένε τοιούτα και τα πιστεύεις; Πώς μπορεί ένας σουλντάτος να πιαστή με βασιλικόν υπουργόν;
Δεν είναι αυτό, του λέγω, οπού δεν έρχομαι. Ήταν ένα παλάτι χαλασμένο και το γκρεμίσαμεν από θεμελιού και το φκειάσαμεν να καθίσουμεν όλοι μέσα. Βάλαμεν εις τις πόρτες εγγλέζικες κλειδωνιές και σου δώσαμεν τα κλειδιά εσένα δια να βαίνης εκείνους οπού κοπιάσαν κι έφκειασαν το σπίτι αυτό, οπού βαστάς τα κλειδιά του λόγου σου δια να μην μπαίνη όποιος θέλη δια εκείνο σου δώσαμεν εσένα τα κλειδιά.
Του-λόγου-σου, ανοιγοκλείνοντας δια το νιτερέσιον μόνον το δικόν-σου κι όχι του σπιτιού, χάλασες αυτές τις παλιοκλειδωνιές κι έβαλες εις το σπίτι κλειδωνιές τεφαρίκια Ευρωπαίγικα και τις παλιοκλειδωνιές τις πέταξες εις τα σκούπρα (εις τις χάψες), εκεί που να μην ανεμείνη τζίτα γερή και χρήσιμη.
Θυμήσου, κύριε Κωλέτη, αυτό το σπίτι είπε ο Θεός να χτιστή και θέλει εκείνους οπού αγωνίστηκαν κι έγινε -θα ΄ρθη καιρός να ψάξης εσύ κι οι συντρόφοι σου δια αυτές τις κλειδωνιές τις σάπιες και να μην εβρήτε καμμίνια εσείς τότε θα βαρέσετε το κεφάλι σας τώρα είναι πολλά ήσυχον.
-Μου λέγει, τ᾿ είναι αυτά οπού μου λες; Θα ΄ρθω εις το σπίτι σου να μιλήσωμεν.
-Να μην έρθης και δεν χωράς και να έρθης, θα μου ειπής να βγω από το παλεθύρι. Όμως εγώ έχω σκάλα φκειασμένη, δεν ματατζακίζομαι. Και είδαμεν την ειλικρίνειάν σας ολουνών.
Και κάμετε το χερότερον, ό,τι σας περάση. Εγώ τώρα προσκυνώ Θεόν, πατρίδα και Βασιλέα. Έχω σέβας εις την Κυβέρνησιν κι Αντιβασιλεία όσο να ηλικιωθή και να κυβερνήση ο Βασιλέας».
Τότε έβαλε τους φίλους του Κριτζώτη, Ροζού κι άλλους να φιλιωθούμεν.
Τους είπα «Δεν θέλω φιλίαν με αυτούς. Όταν είμαι οχτρός, φυλάγομαι και με την φιλίαν με τρώνε». Απολπίστη από μένα.
Είχε τον Κλεομένη φερμένον διοικητή εδώ τον έβαλε να του κάμη παρτίδο εις την Αθήνα.
Διάλυσαν τα μοναστήρια συνφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και πούλαγαν τα δισκοπότηρα κι όλα τα γερά εις το παζάρι και τα ζωντανά δια-δίχως τίποτα. Παίρναν οι τοιούτοι πήρε κι ο Κλεομένης με άλλους τα ζωντανά των μαναστηργιών και τα ᾿φερε εδώ.
Κι έκαμαν και τα μούλκια λιβάδια και τα βόσκαγαν. Τότε πιαστήκαμεν και γενήκαμεν κομμάτια. Με διόρισαν επίτροπόν τους όλοι οι νοικοκυραίγοι και τρομάξαμεν να λευτερωθούμεν από τα μαναστηριακά τα ζωντανά, οπού κάμαν λάφυρα όλοι αυτείνοι τα μούλκια.
Αφάνισαν όλως διόλου τα μοναστήρια και οι καϊμένοι οι καλογέροι, οπού αφανίστηκαν εις τον αγώνα, πεθαίνουν της πείνας μέσα τους δρόμους, οπού αυτά τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα προπύργια της απανάστασής μας.
Ότι εκεί ήταν και οι τζεμπιχανέδες μας κι όλα τα αναγκαία του πολέμου ότι ήταν παράμερον και μυστήριον από τους Τούρκους. Και θυσιάσαν οι καϊμένοι οι καλογέροι και σκοτώθηκαν οι περισσότεροι εις τον αγώνα.
Και οι Μπαυαρέζοι παντήχαιναν ότι είναι οι Καπουτζίνοι της Ευρώπης, δεν ήξεραν ότι είναι σεμνοί κι αγαθοί άνθρωποι και με τα έργα των χεριών τους απόχτησαν αυτά, αγωνίζοντας και δουλεύοντας τόσους αιώνες και ζούσαν μαζί τους τόσοι φτωχοί κι έτρωγαν ψωμί.
Και οι αναθεματισμένοι της πατρίδας πολιτικοί μας και οι διαφταρμένοι αρχιγερείς κι ο τουρκοπιασμένος Κωσταντινοπολίτης Κωστάκης Σκινάς συνφώνησαν με τους Μπαυαρέζους και χάλασαν και ρήμαξαν όλους τους ναούς των μοναστηριών.
Ο Κωλέτης, συνειθισμένος από το Ανάπλι -ήθελε την Κυβέρνηση εκεί, ότι έκαμεν τόσα σπίτια κι αργαστήρια σε αλλουνού όνομα κι αυτός έπαιρνε τα νοίκια και παίρνει από αυτά δια αυτό είχε νιτερέσιον πρώτο και ύστερα, στενό το μέρος εκείνο, έκανε τις φατρίες του όπως ήθελε ευτύς σύναζε τους οπαδούς του και φοβέριζε το έθνος και την Κυβέρνηση με τους παντίδους τους συντρόφους του, πολιτικούς και στρατιωτικούς -εδώ οπού ΄ρθε, η Αθήνα εκτεταμένη, οι Αθηναίοι θέλουν ησυχία, άλλος θα πάγη εις το αμπέλι του, άλλος στο το χωράφι του, και δεν τηράνε συντροφιές κάλπικες, τηράνε την δουλειά τους κι όχι μπιλλιάρδους και καφφενέδες τότε ο Κωλέτης επιφόρτισε τον Κλεομένη του να του κάμη παρτίδο.
Συνφώνησαν μυστικούς συντρόφους τον Ζαχαρίτζα και τον Βλάχον, παλιά συντροφιά, οπού κυβέρνησαν μαζί-με τον Γκούρα την Αθήνα και την έσπειραν αλάτι, και δένουν αυτείνοι οι τέσσεροι κοντράτα και παίρνουν τα τρόφιμα της πόλεως και το ψωμί δια-να βρίσκωνται.
Έδωσε ο Γραμματέας του Εσωτερκού των τέσσερων συντρόφων, Κωλέτη κι αλλουνών, πενήντα-πέντε-χιλιάδες δραχμές να βρίσκεται κρέας και ψωμί εις την πιάτζα. Πριν πάρουν τις 55-χιλιάδες είχε εξήντα λεπτά το κρέας τότε το ΄καμαν μιαν δραχμή και ψόφιον. Το ίδιον και το ψωμί και τα άλλα. Τότε βούγησε όλος ο κόσμος δια αυτό και πήγαν εις τον Βασιλέα και το ψωμί και το κρέας.
Και κατηγόραγαν τους Αθηναίους. Ήταν και εις τον Περαιά στην άκρη εις την θάλασσαν κι ολόγυρα ιδιοχτησίες πήγε ο κύριος Κωλέτης και τη μέρασε των συντρόφωνέ του μυστικά κι όποιος ιδιοχτήτης είχε δέκα στρέμματα, του άφιναν μόνον τρακόσες πήχες, ένα πέφτο του στρεμμάτου, και α άλλα τα μέραζε ο κύριος Κωλέτης την ιδιοχτησίαν των ανθρώπων την μέραζε των φίλωνέ του δια να χτιστή ο τόπος.
Και δεν τα προκήρυχνε σε όλο το κράτος, να βάλη και μιαν προθεσμίαν, αλλά τα μέρασε με τους φίλους του και πήραν τις καλύτερες θέσες και τότε οπού μαθεύτηκε, οι άλλοι λάβαιναν τα βουνά. Τότε, ότι κάνει δούλεψη η συντροφιά του Κωλέτη Κλεομένης, Ζαχαρίτζας και Βλάχος και θα γένουν πρώτοι κτίτορες, λέγει ο Κωλέτης εις τους Αντιβασιλείς να δώσουνε αυτής της συντροφιάς εκατόν ογδοήντα-χιλιάδες δραχμές να χτίσουνε, βραβείον πρώτο.
Τους έδωσε κι από τριάντα έξι αργαστηρότοπους στην πρώτη φάτζα, της συντροφιάς εκατόν οχτώ αργαστήρια, και εις το μυστικόν να έχη τα μισά ο ενεργητής, αργαστήρια πενήντα-τέσσαρα. Κλεισμένα τα μάτια, εκείνη η θέση νοικιάζεται εκατό δραχμές το μήνα κάθε αργαστήρι.
Μαθαίνοντας αυτά όλα και το μυστικόν διάταμα οπού τα μέραζε κρυφίως εις τους συντρόφους του, βάνω και φκειάνω μιαν αναφορά και την υπογράφουν όλοι οι νοικοκυραίγοι και λέγαμεν αυτό και δια τα τρόφιμα και διατί να κατηγοριώνται οι Αθηναίοι ότι κάνουν πραμάτεια τους ανθρώπους κι αυτείνοι οπού κάνουν αυτά είναι παλιοί συντρόφοι. Τότε μαθαίνει την αναφορά ο Κωλέτης, στέλνει και με φοβερίζει να σηκώσω την υπογραφή μου και να τραβήσω χέρι και να ξεκληστή η αναφορά, ότι γένεται συνήθεια να γράφουν οι πολίτες εις την Κυβέρνηση και γένεται κακή συνήθεια κι αν δεν σηκώσω την υπογραφή μου, θα με στείλη εις το Μπούρτζι.
Του αποκρίθηκα θα διπλώσω την υπογραφή μου και θα την πάρω μόνος-μου την αναφορά να την πάγω εις τον Αρμασμπέρη κι ό,τι μπορέση κουσούρι να μην κάμη. Την πήρα και την πήγα την αναφορά με άλλους δυο πολίτες και μιλήσαμεν και ρήμαξαν τα σκέδιά τους. Και μοναχά οι συντρόφοι του, οπού ενέργαγε κρυφά και γράφονταν, εκείνοι ωφελήθηκαν. Τότε άρχισε να κάμη και τις εκλογές τω δημάρχω σε όλο το κράτος. Αγροικηθήκαμεν παντού και δεν έλαβε καμμίαν εκλογή με το πνεύμα του μάλιστα από την Τήνο και Σάλωνα με είχαν κάμη επίτροπόν τους. Άρχισε και εις την Αθήνα επιστήριζε τον Ζαχαρίτζα και τους Βλαχαίγους. Ψηφοφόρησαν οχτακόσοι και πήραν αυτείνοι από εκατόν-πενήντα ψήφους, και το μέρος οπού είχα εγώ με τους νοικοκυραίγους πήραμεν όλους τους άλλους.
Βάλαμεν τον Ανάργυρον δήμαρχον, τον Καλλεφουρνά πρόεδρον κι εμείς σύνβουλοι. Όταν ήρθε η Κυβέρνηση εδώ, ήρθαν και πολλοί αγωνισταί πεθαμένοι της πείνας και καταξοχή αξιωματικοί. Είδαν οπού έφκειασα αυτό το σπίτι, έλπιζαν ότι μου έδωσε κανένας πλούτη, άρχισαν και μου γύρευαν άλλος είκοσι τάλλαρα, άλλος δέκα κι άλλος απάνου κι άλλος κάτου.
Τέλος πάντων κι εγώ καταχρεωνόμουν και τους ανθρώπους δεν μπορούσα να τους ευκαριστήσω σε όλη την αίτησίν τους τους έδινα ό,τι μπορούσα κι αντίς να τους έχω φίλους, τους έπιανα οχτρούς.
Είχα κι ένα μήνα οπού άρχισα να παίρνω μιστόν του βαθμού μου, καθώς και οι άλλοι έπαιρνα τρακόσες εξήντα δραχμές. Είδα αυτό, και πέθαιναν και οι άνθρωποι εις τα παλιοκλήσια, οπλαρχηγοί κι άλλοι, κι από την πείνα κι από το κρύον, τότε στοχάστηκα:
«Οι αγωνισταί να πεθαίνουν της πείνας, κι εμείς να πλερωνώμαστε ολίγοι άνθρωποι; Εμείς οι ολίγοι φέραμεν την λευτεριά; Να κόψωμεν κι εμείς τον μιστόν μας, είτε να πάρουν και οι αδελφοί μας συναγωνισταί!
Ειδέ ξίκι να γένη και σε εμάς!"
...............................
Μέσα λοιπόν από την περιγραφή και τα λεγόμενα του Μακρυγιάννη βγαίνουν εύκολα (τα) συμπεράσματα...
Για το πως "χάθηκαν" οι αιτήσεις των αγωνιστών του 1821 που τυχόν υποβλήθηκαν αλλά και τι τύχη είχαν αυτές που πέρασαν από την "Επιτροπή".
Δεν είναι λοιπόν πιστεύω, "οι αιτήσεις" ο πλέον αντικειμενικός και αξιόπιστος "δείκτης" ύπαρξης ή μη αγωνιστών και ταυτοποίησης της προσφοράς τους, στην εθνική υπόθεση του 1821...
Γιατί ακριβώς και οι συνθήκες που υποβλήθηκαν οι όποιες αιτήσεις ήταν εξαιρετικά ρευστές έως και αντίξοες αλλά και οι "ισορροπίες" που τηρούνταν και οι όποιες συμφωνίες πιθανώς έγιναν, ίσως "παραποίησαν" ή "παράλλαξαν" σημαντικές πτυχές της ατομικής προσφοράς ενός εκάστου.
Κι αν δεν υπήρχε και η ιστορική έρευνα του Γιώργη Φανόπουλου τη δεκαετία του 1970 για τους Βοιωτούς αγωνιστές αλλά και ο Γ. Τσεβάς, "Κύριος οίδε" τι θα γνωρίζαμε τελικά για τους προγόνους μας, αφού τίποτα και πουθενά δεν διδαχτήκαμε !!!
{Γίνεται δε ειδικά σ΄ ότι αφορά τα Βάγια, μια επεξεργασία ιστορικών στοιχείων και όλοι ελπίζουμε σ΄ ένα θετικό αποτέλεσμα}.
Και ειρήσθω εν παρόδω, ο αδερφός της γιαγιάς μου, περί το 1972-1975, υπέργηρος ήδη, μας διηγούνταν επακριβώς και με λεπτομέρειες όλη την εκστρατεία στην Μικρά Ασία και την πολύπαθη επιστροφή...
Τίποτα και από κανέναν δεν διασώθηκε...
Δυστυχώς...
Όπως και άλλες τοπικές ηρωϊκές πράξεις της νεότερης ιστορίας όπου οι μνήμες ήταν πιο ισχυρές...
Λ.χ η σωτηρία των Βαγίων από την ολοσχερή καταστροφή, από μια όντως ηρωϊκή γυναίκα που αψηφώντας τον κίνδυνο, από μόνη της, πήρε και έθαψε τους νεκρούς Γερμανούς μετά από την μάχη με αντάρτικη ομάδα στην είσοδο του χωριού...
Γεγονός, που γνωρίζαμε από τους γονείς μας και που έχουμε έχουμε καταγράψει και δημοσιεύσει από καιρό σε αντίστοιχη ιστορική ενότητα στην ιστοσελίδα του Δήμου Βαγίων που ατυχώς παρέμεινε ημιτελής λόγω περαιτέρω ελλείψεως ενδιαφέροντος και συνεργασίας των πνευματικών ανθρώπων του Δήμου...
Εξ ου και η δουλειά που γίνεται πλέον από προσωπικό ενδιαφέρον και με "πείσμα και ιστορικό τοπικό γινάτι", όπως το άριστο τούτο ιστολόγιο, είναι η καλύτερη ιστορική απάντηση!!!
Για να έρθουν στο φως της δημοσιότητας όλα όσα δεν ξέρουμε και να διδαχτούμε όλα εκείνα που μας διαφεύγουν...
Θερμή λοιπόν παράκληση να συνεχίσετε το σπουδαίο έργό σας...

** Ειδικά για το συμβάν στην Κατοχή, νομίζω ότι ο κ. Μήτρου το κατέγραψε προσφάτως από τη διήγηση του γιού της ηρωϊκής Βαγαίας.

"VAGAIOS".

Πύργαρης είπε...

Σε ότι αφορά την έρευνα που γίνεται στα Βάγια, θα παρακαλούσα να έχω κάποια ενημέρωση εάν υπάρξει κάποιο θετικό αποτέλεσμα, γιατί το παραμικρό στοιχείο, μπορεί να έχει πολύ μεγάλη αξία.

Και πάλι ευχαριστώ

Ανώνυμος είπε...

Ευχαριστούμε πολύ για την τόσο αξιόλογη παρουσίαση !
Καλή Συνέχεια.

Τσέλου Κατερίνα
(Βάγια)