ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΟΥΡΤΑΝΙΩΤΗΣ

...κρίνω περιττόν να αναφέρω τον ένθερμον ζήλον, και τας όσας κατά δύναμιν εκδουλεύσεις εδυνήθην να προσφέρω εις την πατρίδαν και εις όσον καιρόν εφύλαττον τον τόπον θηβών δεν απετόλμησε ο εχθρός να κάμη την παραμικράν καταδρομήν. σπεύδω λοιπόν να προσφέρω και αύθις εις την σεβαστήν διοίκησιν τον ίδιον ζήλον μου και επειδή ο εχθρός καθημερινώς λεηλατεί και αιχμαλωτεί τους αδελφούς μας και ο τόπος επαπειλείται από μέγαν κίνδυνον... να δυνηθώ να προφθάσω τους δυστυχείς αδελφούς μας από τον επαπειλούμενον κίνδυνον. μ' όλον ότι εισέτι δεν ημπορώ να ησυχάσω από τους δριμυτάτους πόνους της πληγής μου, δε βαστά η ψυχή μου να βλέπω τους αδελφούς μας να αιχμαλωτούνται αδίκως...


τη 20 μαϊου 1825
ναύπλιον
ο πατριώτης
αθανάσιος σκουρτανιώτης

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2007

Το ολοκαύτωμα Σκουρτανιώτη/Στρατηγικό λάθος η αποτέλεσμα διχόνοιας; (μέρος β)


Ακόμη πιο σημαντικό είναι το δεύτερο μέρος του άρθρου του κ. Μήτρου. Παρακαλώ δώστε ιδιαίτερη σημασία.

Το ολοκαύτωμα Σκουρτανιώτη
Στρατηγικό λάθος η αποτέλεσμα διχόνοιας;

(μέρος β΄)

Του Ιωάννη Μήτρου
Ιστορικού-ανθρωπολόγου


Το πρόσωπο που θα διαδεχόταν τον οπλαρχηγό έγινε αμέσως το μήλο της έριδος ανάμεσα στη κυβέρνηση Κουντουριώτη και στη Διοίκηση Δερβενοχωρίων. Αντίθετα με τα γραφόμενα του Τσεβά και άλλων, τον Νοέμβριο του 1825 η θέση του Θανάση Σκουρτανιώτη δεν καταλήφθηκε από τον αδελφό του Γεώργιο, αλλά από κάποιον Κωνσταντίνο Μασκλαβάνη. Η τοποθέτηση αυτή έγινε με πρωτοβουλία του στρατηγού Διονυσίου Ευμορφόπουλου, ο οποίος από τα τέλη του 1824 ως κύριος εκπρόσωπος των κυβερνητικών συμφερόντων στην περιοχή, επιδίωκε τον καθολικό έλεγχο των ιθυνόντων του στρατηγικού περάσματος και των αυτοχθόνων στρατιωτικών. Από την πρώτη στιγμή είχε διαπιστώσει, ότι η επιχώρια πολιτική βούληση στηριζόταν στη στρατιωτική δύναμη, η οποία με τη σειρά της εκπήγαζε από την ισχυρή προσωπικότητα του Θανάση Σκουρτανιώτη. Ο Ευμορφόπουλος προσπάθησε να κλονίσει και να γκρεμίσει το στρατιωτικό έρεισμα των τοπικών προυχόντων επινοώντας συστηματικά, τεχνάσματα απομάκρυνσης του Σκουρτανιώτη από την έδρα του, ώστε να αποδυναμώσει την -εκπορευόμενη από εκείνον- ισχύ της επαρχιακής δημογεροντίας. Ελπίζοντας ότι θα υλοποιούσε την πρώτη φάση του σχεδίου του που ήταν η τοποθέτηση καπετάνιου δικής του επιρροής στην περιοχή17, επιχειρούσε να εμπλέξει τον οπλαρχηγό σε αποστολές αρμοδιότητας άλλων στρατιωτικών ηγετών εκμεταλλευόμενος το φιλότιμο και τον πατριωτισμό του. Η Διοίκηση των Δερβενιών έχοντας αντιληφθεί έγκαιρα τις υποβολιμαίες σκέψεις του στρατηγού, αρνούνταν να συμμορφωθεί στο διαφαινόμενο διορισμό νέου καπετάνιου στέλνοντας συνεχείς επιστολές διαμαρτυρίας προς την κυβέρνηση, η οποία και φυσικά αδιαφορούσε. Η Διοίκηση συνειδητοποιώντας την αδυναμία της και αντιδρώντας με τη σειρά της στην παραπάνω σκόπιμη πολιτική αμεριμνησία, άρχισε να οικοδομεί σταδιακά τον ολοκληρωτικό εναγκαλισμό του Αθανασίου Σκουρτανιώτη σε κείνη, χρησιμοποιώντας ως συστατικά στοιχεία τα υποτιθέμενα κοινά τους συμφέροντα και ως συνδετικούς κρίκους τα προσχήματα του σοβινισμού.
Η δημογέροντες όμως, μέσα σε ένα γενικευμένο κλίμα πανικού, αγνόησαν να συνυπολογίσουν στις μεθοδεύσεις τους, ότι το γόητρο του αρχηγού είχε σοβαρότατα πληγεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια εξαιτίας τριών περιστατικών: Ενώ στην αρχή της Επανάστασης ο Σκουρτανιώτης είχε πρωταγωνιστήσει στην απελευθέρωση της επαρχίας, έχασε το αξίωμα της οπλαρχηγίας από το Φιλικό Θανάση Ζαρίφη στις 25.4.1821, και από το Μινιό Κατσικογιάννη στις 3.2.1822. Κατά την πολιορκία δε της Καρύστου και ως τον Οκτώβριο του 1823, δεν είχε λάβει ως στράτευμα ούτε τους πιο κοντινούς του πατριώτες18. Έτσι, οι μεθοδεύσεις των προεστών ήταν πολύ φυσικό να πέσουν στο κενό. Αντίθετα, η ανεκδήλωτη πικρία του οπλαρχηγού μόλις έγινε αντιληπτή από την κυβέρνηση, αντιμετωπίστηκε έξυπνα επ’ ωφελεία της κατά τη διάρκεια του δευτέρου εμφυλίου πολέμου, με την προσφορά της προς αυτόν, των βαθμών της χιλιαρχίας αρχικά και της αντιστρατηγίας κατόπιν. Η αποδοχή τον Οκτώβριο του 1824 του τελευταίου –και πραγματικά- ηχηρού αξιώματος οδήγησε αναπόφευκτα τον Σκουρτανιώτη σε ένα ψυχοφθόρο ακροβατισμό μεταξύ των δύο αλληλοσυγκρουόμενων πόλων. Κάποτε θα έπεφτε.
Η λήψη από εκείνον, της καθοριστικής κυβερνητικής εντολής τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1825 για πλήρη εκκαθάριση των δύο κεντρικών οδικών αρτηριών Χαλκίδας-Θηβών και Θηβών-Λιβαδειάς από τον εχθρό, τον έβρισκε πολιτικά εξουθενωμένο και στρατιωτικά εξασθενημένο: Ο προσεταιρισμός του από την πλευρά των κυβερνώντων, του αποστερούσε τη δυνατότητα άρνησης εκτελέσεως της διαταγής. Η σταδιακή ερήμωση της επαρχίας από τον οθωμανικό στρατό του περιόριζε τα ήδη στενά περιθώρια χρόνου. Το μικρό μέγεθος στρατεύματος που του διατέθηκε, τον καθιστούσε εξαρτώμενο από άλλες -αμφίβολης φερεγγυότητας- δυνάμεις με τις οποίες έπρεπε ταχύτατα να συνεννοηθεί και οπότε ο κίνδυνος να γίνει κάποιο λάθος μεγάλωνε. Η εγκατάλειψη της ιδιαίτερής του πατρίδας ήταν πλέον δεδομένη. Δεδομένη συνάμα ήταν και η διάρρηξη των σχέσεών του με τη Διοίκηση Δερβενοχωρίων, γιατί την άφηνε αποδυναμωμένη, εκτεθειμένη και ανυπεράσπιστη τόσο στις επερχόμενες αποπνιχτικές απαιτήσεις της κυβέρνησης Κουντουριώτη, όσο και στο έλεος των Οθωμανών. Οι προσδοκίες της Διοικήσεως είχαν διασυρθεί, γκρεμιστεί και διασκορπιστεί από μια απλή διαταγή, που ήταν όμως ισχυρότατη, διότι είχε δοθεί την καταλληλότερη στιγμή. Και ο Σκουρτανιώτης γινόταν ο εκτελεστής της. Ο θείος του Παπαδιπλός έφτασε τότε σε μια τεραστίων διαστάσεων κρίση αλλοφροσύνης. Σε μια επίδειξη υψηλής τεχνικής αναθέματος, του οποίου πίσω του υπολάνθανε ένα φθονερό και απαίσιο ατομικό συμφέρον, εκστόμισε -στην αρβανίτικη διάλεκτο- στον υποτιθέμενο αγαπημένο του ανιψιό το ανείπωτο «να πας και να μη ξαναγυρίσεις», ή όπως πολύ εύστοχα ανέφερε πρόσφατα ο μελετητής Θανάσης Κυριάκος «να πας αλλά δε θα ξαναγυρίσεις». Και στις δυο περιπτώσεις, είτε ως κατάρα, είτε ως προειδοποίηση19, τα λόγια επαληθεύτηκαν. Ο Θανάσης δε ξαναγύρισε ποτέ.
Η εξέλιξη αυτή, ενίσχυσε τη θέση της κυβερνήσεως που ευθύς αμέσως επέβαλλε την άποψή της προχωρώντας στο διορισμό του Μασκλαβάνη. Ωστόσο, άφησε ανικανοποίητους και χολωμένους τους επίδοξους στρατιωτικούς μνηστήρες της επαρχίας που είχαν πουλήσει την τιμή και την αξιοπρέπειά τους λίγο πριν σε κείνην προσδοκώντας εναγωνίως μια θέση στον ήλιο, εξαιρουμένου του Βαγαίου Μήτρου Μπινιάρη που απουσίαζε στην Κρήτη. Η καταιγίδα μαινόταν και μετά το θάνατο του οπλαρχηγού. Οι κακοί χειρισμοί των εκπροσώπων της κυβερνήσεως σε ζητήματα τοπικού ενδιαφέροντος (για παράδειγμα η διαχείριση μιας αμφίβολης οικονομικής ατασθαλίας από τον Έπαρχο Δερβενοχωρίων Νικόλαο Νάκη) διεύρυναν το χάσμα με τη Δημογεροντία και συνάμα άνοιξαν έναν νέο γύρο αντιπαραθέσεων.
Στο νέο αυτό γύρο, η Επιτροπή Δερβενοχωρίων προέτρεπε συνεχώς τα αδέλφια του εκλιπόντος να παρενοχλούν συστηματικά την κυβέρνηση για την άδικη τοποθέτηση του νέου οπλαρχηγού. Πράγματι, το Δεκέμβριο του 1825 ο Γεώργιος κατηγόρησε στην κυβέρνηση τον ήδη διορισμένο Κων/ο Μασκλαβάνη ως ανάξιο της θέσης του αδελφού του20, για να του απαντήσει ο πρόεδρος του Βουλευτικού Πανούτσος Νοταράς, ότι «…το Εκτελεστικό πριν διορίσει τον Μασκλαβάνη επληροφορήθη ότι δεν υπάρχει αδελφός του αποθανόντος Σκουρτανιώτη άξιος να διαδεχθή τον τόπον αυτού…»21. Για πέντε σχεδόν μήνες ο Γεώργιος μαζί με τον αδελφό του Λουκά, με αλλεπάλληλες αναφορές προς την Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος εκλιπαρούσαν να λάβουν «εις εξ αυτών τον τόπον του υπέρ πατρίδος αποθανόντος αυταδέλφου των Αθανασίου Σκουρτανιώτου…»22. Και η κυβέρνηση πεισματικά αρνιόταν, έχοντας υπόψη ένα ατυχές περιστατικό που είχε συμβεί στις αρχές του 1825 και είχε σημαδέψει τον ένα από τα δύο αδέλφια23. Μόλις το Μάρτιο, στις 29.3.1826, και με τη διαμεσολάβηση του φρούραρχου Αθηνών Ιωάννη Γκούρα η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας αρχίζει να βλέπει θετικά το να αναλάβει ο Γεώργιος «…αρχηγός των αρμάτων της ιδίας επαρχίας [Θηβών] δια τας εκδουλεύσεις του μακαρίτου…»24. Αυτή η φυσική εξέλιξη όμως, αναχαιτίστηκε από τα γενικότερα πολιτικά δρώμενα (με κυριότερο γεγονός το σχηματισμό κομμάτων), με αποτέλεσμα ο Γεώργιος ως το 1829, παρά την πλούσια στρατιωτική του δράση να μην έχει αποκτήσει κάποιο υψηλό βαθμό πέραν του Πεντακοσίαρχου25.
Η αυτοθυσία του ελληνικού στρατιωτικού σώματος μέσα στην εκκλησία της Αγίας Σωτήρας Μαυροματίου μπορεί να ιδωθεί υπό το πρίσμα δύο αντιθετικών όψεων. Από εθνοκεντρική και συναισθηματική άποψη μπορεί να θεωρηθεί ως μια ανιδιοτελής επαναστατική αυταπάρνηση, ως το βαρύ τίμημα μιας προσπάθειας υπέρ της ελευθερίας και της απελευθέρωσης της πατρίδος. Εδώ, η κριτική προσέγγιση του γεγονότος συνεξαρτάται ή αγκιστρώνεται από την καθολική δράση και τη συνεισφορά του Αθανασίου Σκουρτανιώτη στον αγώνα της Ανεξαρτησίας∙ οπότε είναι μεροληπτική. Ο αξιόπιστος Μακρυγιάννης θέτοντας την εύλογη απορία στο «ποιος πρόδωσε τον γενναίο Θανάση με τα σαράντα παλικάρια και τους έκαψαν όλους μέσα σε μια εκκλησιά;»26, διαγράφει έναν συγκεκριμένο άξονα ερμηνείας του συμβάντος, ο οποίος με τη σειρά του μας εξωθεί στην διερεύνηση των πολιτικών και στρατιωτικών συνθηκών που προηγήθηκαν της μάχης. Η απάντηση στο παραπάνω θλιβερό ερώτημα, θα αποκάλυπτε βέβαια, ότι πίσω από τις φαινομενικά ειδυλλιακές σχέσεις μεταξύ των αγωνιστών, υπέβοσκε ζήλια, συμφέρον, καιροσκοπισμός και ιδιοτέλεια. Οι κομπάρσοι του δράματος, που αναφέρει ο Τσεβάς ότι θα συναντούσαν τον πρωταγωνιστή και συμπατριώτη τους Σκουρτανιώτη την επόμενη ημέρα στα Παραπούγγια, ίσως δεν ήταν άγγελοι όπως παρουσιάζονται κατόπιν, ούτε φυσικά και διάβολοι, αλλά άνθρωποι που είχαν φιλοδοξίες, πάθη και (για τους ερευνητές της περιοχής που γνωρίζουν) κακό παρελθόν. Εδώ, θα ήταν καλό να σταματήσουμε, γιατί η περαιτέρω ανάλυση θα εμφάνιζε αθέατες εκφάνσεις μιας πραγματικότητας, η οποία θα ήταν αδύνατο να εξεταστεί στα πλαίσια του ενδεικτικού αυτού άρθρου27.
Από την αντίθετη πλευρά, την κυνική και αποστειρωμένη από χρησιμοθηρικές προθέσεις, η μάχη του Μαυροματίου μπορεί να θεωρηθεί ως ένα στρατηγικό σφάλμα και μια μάταιη θυσία, διότι τα προσδοκώμενα στρατιωτικά οφέλη της ήταν ελάχιστα ως μηδαμινά. Η εξαίρεση εκείνων που προσδιορίστηκαν στη στιγμή είναι αμφίβολο αν πρέπει να ληφθούν υπόψη στην ιστορική διαπραγμάτευση, διότι υποτίθεται πως υπήρχε ένα προμελετημένο σχέδιο καταστρωμένο από τον ίδιο τον αρχηγό. Η μάχη του Μαυροματίου, θα μπορούσε να αντιστοιχιστεί με κείνη στο Μανιάκι που διεξήχθη το Μάιο του 1825. Εδώ ο Παπαφλέσσας δεν έλαβε τη στρατιωτική βοήθεια που ανέμενε, δεν ανέκοψε την προέλαση του στρατεύματος του Ιμπραήμ, και, παρά τη σθεναρή άμυνα που παρέθεσε, πέθανε με φρικιαστικό τρόπο χάνοντας το κεφάλι του.
Το καλοκαίρι του 1825 οι στρατιωτικές συνθήκες στο ελλαδικό χώρο ήταν κακές. Σταδιακά χειροτέρευαν. Φτάνοντας το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, όχι μόνο δε βελτιώθηκαν, αλλά είχαν γίνει κάκιστες. Το έθνος στα πλαίσια της στενής πληθυσμιακής του αυθυπαρξίας αδημονούσε να αυξήσει τους στρατευσίμους για να συγκροτήσει τακτικό στρατό28, είχε ανάγκη τον καθένα που θα μπορούσε να φέρει όπλο, είχε αριθμητικές απώλειες από το «προσκύνημα» και την ανυποταξία, και οι εφεδρείες του είχαν φτάσει στο ελάχιστο δυνατό σημείο. Επρόκειτο ουσιαστικά περί μιας μάχης υπάρξεως, όπου το ελληνικό αίμα ήταν περισσότερο από ποτέ πολύτιμο. Και στις δυο περιπτώσεις όμως χύθηκε αφειδώς.
Ο Τσεβάς που ήταν γνώστης αυτής της θλιβερής πραγματικότητας, αφού έγινε συνειδητός αποδέκτης μιας μεροληπτικής πληροφόρησης από συμπατριώτες του Αθανασίου Σκουρτανιώτη προσπάθησε ουσιαστικά να τον προφυλάξει. Μεταφέροντας την κύρια ευθύνη του δράματος σε άλλο πρόσωπο, χαρακτηριστικά ανέφερε, ότι ο επικεφαλής της «ανιχνευτικής» περιπόλου Γιάννης Δρίτσουλας ήταν εκείνος που έπεισε τον αρχηγό του κυρίου σώματος ότι ο αριθμός των Οθωμανών στρατιωτών που θα αντιμετώπιζαν δεν θα υπερέβαινε τους διακόσιους, πως η νίκη ήταν σίγουρη και ότι η δόξα τους περίμενε. Η Γενική Εφημερίδα όμως διέψευσε το συγγραφέα γράφοντας ότι «…εννοήθηκαν [οι Οθωμανοί] παρά των ημετέρων…»29. Η ίδια διάψευση ήρθε και από άλλους απομνημονευματογράφους της εποχής, ενώ η βασικότερη –ασυνείδητα προέκυψε- από τον ίδιο τον συγγραφέα, αφού ισχυριζόταν πως η ομάδα του Σκουρτανιώτη παρακολουθούσε επί βδομάδες (!) τις κινήσεις των Τούρκων.
Τέλος, το γεγονός ότι οι περισσότεροι στρατιώτες έκλιναν προς την πλευρά του Δρίτσουλα στη ψηφοφορία περί παραμονής ή μη στην Αγια-Σωτήρα για τη διεξαγωγή της μάχης, καθώς και η μετέπειτα αξιολόγηση και κατάταξη των Σκουρτανιώτη και Δρίτσουλα από την Επιτροπή του Αγώνα στην ίδια (5η) τάξη αξιωματικών, συνολικά καταδηλώνουν μια υποψία συναρχηγίας στο συγκεκριμένο στράτευμα. Σχετικές αναφορές θα συναντήσει κανείς στα έργα των Ευκλείδη Βάγιαννη και Λουκά Φανόπουλου. Πρόκειται δηλαδή για μια εντελώς λογική κίνηση κάτω από την πίεση της ελλείψεως έμψυχου υλικού∙ να ενωθούν δηλαδή οι δυνάμεις των αρχηγών νοτιοανατολικής (Σκουρτανιώτης) και νοτιοδυτικής (Δρίτσουλας) Βοιωτίας για να αντιμετωπιστεί ο πανίσχυρος εχθρός που λυμαινόταν την περιοχή. Η τελευταία διαπίστωση, είναι προς το παρόν μια εικασία, αφού κυρίως αναφέρεται από το Βάγιαννη30, αλλά ωστόσο χρήζει ιδιαίτερης προσοχής.
Τα παραπάνω που εκτέθηκαν εν συντομία, σε καμία περίπτωση δεν έχουν πρόθεση να μειώσουν την αξία της αυτοθυσίας. Θα ήταν άλλωστε κακόβουλο και κακοπροαίρετο να επικριθούν άνθρωποι που πέθαναν για την πατρίδα. Το ότι διέσωσε όμως ένας συγγραφέας χρονογραφικά ένα συμβάν, δε του δίνει και το απόλυτο προβάδισμα στην ιστορική αξιοπιστία. Ακαδημαϊκά, θα λέγαμε, πως η ιστορική αντικειμενικότητα δεν είναι ταυτόσημη με τη διάσωση του χρονογραφικού γεγονότος, αλλά με τη διάταξη της ιστορικής ύλης μέσα σε ένα ερμηνευτικό σχήμα, του οποίου η εγκυρότητα είναι αποτέλεσμα δύο λογικών: της λογικής που αποδεσμεύεται από την ιστορική ύλη και της δικής μας λογικής που τίθεται κάτω από τον έλεγχο της πρώτης. Ακολουθώντας αυτούς τους τεχνικούς βηματισμούς, ενδεχομένως θα πλησιάζουμε ολοένα και πιο κοντά σε μιαν αιρετική ιστορία, ή, καλύτερα, στον αντίθετο πόλο της χρησιμοθηρικής ιστορίας.





ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Για το ίδιο θέμα, βλ., Ιωάννης Κ. Μήτρου, Η Αγια-Σωτήρα Μαυροματίου και το ολοκαύτωμα Σκουρτανιώτη στον ομώνυμο ναό, Αθήνα, 2004., σ. 44-69. Στις ημερομηνίες χρησιμοποιείται αποκλειστικά το Γρηγοριανό ημερολόγιο, που υιοθετήθηκε από την Ελλάδα το 1923. Το χωριό Μαυρομάτι βρίσκεται 15 χιλιόμετρα δυτικά των Θηβών.
2. Βάγιαννης Ευκλείδης, Τύχαι Θηβαίων, Θήβαι, 1895, σ.23-26.
3. Τσεβάς Γεώργιος, Ιστορία των Θηβών και της Βοιωτίας, τ. Β΄, Αθήναι, 1928.
4. Ο Τσεβάς θεωρεί ότι 23 Βαγαίοι υπό τον Αθανάσιο Τζουνάρα συμμετείχαν στο ολοκαύτωμα βασιζόμενος σε προφορικές μαρτυρίες μισό αιώνα μετά. Αντίθετα με όλους τους απομνημονευματογράφους όπως π.χ Μιχαήλ Οικονόμου, Ιστορικά περί της Εθνικής Παλιγγενεσίας, Τσουκαλάς, Αθήναι, 1957, σ.113-114. // Ν. Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα δια να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ελληνικήν Ιστορίαν, επιμ. Π.Φ. Χριστόπουλου, 1972, τ. Β΄, σ. 472. Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, Μέλισσα, χ.χ., Αθήνα, σ. 388. // Για να προσθέσουμε πρόχειρα ότι α) δεν υπάρχει εκ Βαγίων Αθανάσιος, αλλά Αντώνιος Βασιλείου ή Τζουνάρης ο οποίος πέθανε τουλάχιστον μετά το 1828, β) ότι δεν απαντάται το ονοματεπώνυμό του σε καμία αίτηση αγωνιστών ή κληρονόμων αγωνιστών γ) ότι δεν υπάρχει απάντηση στο προφανές ερώτημα ότι: δεν υπήρξε κανείς από τους κληρονόμους των αδικοχαμένων 23 Βαγαίων να κάνει έστω μία αίτηση για αποζημίωση στην Επιτροπή του Αγώνα;., κ.α.
5. Ο Τσεβάς δίνει την 26η Οκτωβρίου ως ημερομηνία του γεγονότος βασιζόμενος σε μαρτυρίες πολλά χρόνια έπειτα και όχι στα επίσημα έγγραφα της εποχής: Βλ., Γενικά Αρχεία Κράτους, Συλλογή Βλαχογιάννη, Ρήγα Παλαμήδη, αρ.Φ.308. // Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, εν Ναυπλίω 11.11.1825, αρ.Φ.11. // Οικονόμου, ο.π., // Σπηλιάδης., ο.π., κ.α.
6. Πρόχειρα για τους δύο εμφύλιους πολέμους, τις πολιτικές μηχανορραφίες, το σχηματισμό κομμάτων το 1825 και τη διαίρεση του λαού, τις εσωτερικές έριδες, τη διασπάθιση χρημάτων, τους στρατιωτικούς βραχύβιους προσεταιρισμούς, κ.α., βλ. ενδεικτικά, Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1978, σ. 373-408.
7. Τάκης Λάππας, Αληθινό Παραμύθι, στο, Αθάνατο 21, Φωτοανατύπωση Βιβλιοθήκης Λιβαδειάς, Αθήνα, σ. 143-160.
8. Γιώργης Β. Λουκάς Φανόπουλος, Θήβα και Λειβαδιά, Χωραΐται και Χωρικοί στο 21, τ. Α΄, Αθήναι, 1975, τ. Β΄, Αθήναι 1976.
9. Μελέτης Α. Μπεναρδής, Μεγαρείς και Δερβενοχωρίται, Αθήναι, 1936. // Δημήτριος Καλλιέρης, οι κάτοικοι των Δερβενοχωρίων τον 19ο αιώνα, ΕΕΒΜ, Αθήνα, 2000, σ. 704-727. // Ευάγγελος Χ. Μίχας, Δερβενοχώρια, τα Ελευθεροχώρια της Βοιωτίας, Δερβενοχώρια, 2002. // Δημήτριος Λιάκουρης, στο 9ο Συμπόσιο Ιστορίας και Λαογραφίας Αττικής, Αγωνιστές του 1821 από τον Αυλώνα και ορισμένα γειτονικά χωριά, Αυλώνα, 21-24.6.2002. // Αθανάσιος Κυριάκος, Ο Θανάσης Σκουρτανιώτης και η μάχη του Μαυροματίου, Κλειδί, 1995. Και του ιδίου σε περίληψη, Το Ολοκαύτωμα στο Μαυρομάτι , εφημερίδα. Ελεύθερος Λόγος, Σχηματάρι, Απρίλιος 2007. // Τέλος, αξίζει να σημειωθεί και η αξιόλογη προσπάθεια του Γεωργίου Σκουρτανιώτη από το χωριό Καλλιθέα Βοιωτίας, απόγονου του οπλαρχηγού, που ίδρυσε σχετική σελίδα στο διαδίκτυο στη διεύθυνση (www.skourtaniotisathanasios.blogspot.com) και μπορεί ο καθένας ελεύθερα να ενημερωθεί ή να προσθέσει σχετικές πληροφορίες.
10. Χιλίαρχος από τις 30.5.1824 ως «…ομολογουμένως καλός πατριώτης γενναίος εις τους πολέμους και εις τας θυσίας και πρόθυμος κατά των εχθρών…» Βλ., Αρχεία Παλιγγενεσίας, τ. 10ος, σ. 136 και 323-324 και Αντιστράτηγος μαζί με τον Κων/ο Καλύβα από τις 7.10.1824. Βλ., Αρχεία Παλιγγενεσίας, τ. 10ος, σ. 510-511 που υπογράφουν Γ. Κουντουριώτης, Ι. Κωλέττης, Αν. Σπηλιωτάκης και Π. Νοταράς.
11. Ναός που βρίσκεται 500 μέτρα περίπου δυτικά της κεντρικής πλατείας και στα όρια του οικισμού και το 1825 είχε εμβαδόν ~ 30 τετραγωνικά μέτρα.
12. Τσεβάς., ο.π., σ. 199-205.
13. Προφορική παράδοση Μαυροματίου, (Αικατερίνη Παπαθανασίου: σε ηλικία 103 ετών, περιέγραφε με λεπτομέρεια, πως ένας άγνωστος αριθμός «φουστανελάδων» παρευρισκόταν στην Αλυκή του Κορινθιακού και παρατηρούσε αμήχανα τους εντοπίους που προσπαθούσαν με βάρκες να περάσουν στην Πελοπόννησο, μέχρι να απομακρυνθεί ο κίνδυνος του Ομέρ Πασά).
14. Κατά μία έκφραση της επιτροπής Δερβενοχωριτών., βλ., Καλλιέρης, ο.π., σ. 714.
15. Τσεβάς., ο.π., σ. 205. Το αν ο Πανάρετος είναι κατασκεύασμα του συγγραφέα ή όχι, φαίνεται από τα «Μοναχολόγια» των Βοιωτικών μοναστηριών. Είναι μέχρι σήμερα ανεξακρίβωτο αν υπήρξε ποτέ ο Πανάρετος.
16. Αντίθετα με τους ισχυρισμούς του Λάππα, περί ερχομού του παππού του Μήτρο. Βλ., Λάππας, ο.π., σ. 159
17. Αρχεία Παλιγγενεσίας, για την 21.10.1825., τ. 7ος , σ. 364.
18. Οι οποίοι συμπατριώτες του είχαν συμμετάσχει υπό τον Στάθη, αδελφό του Μίνιου Κατσικογιάννη και το Γιάννη Δρίτσουλα στην αποστολή στην Κάρυστο. Και στις 7 Ιουλίου 1824 πρέπει να έπεσε από τα σύννεφα όταν ο Ανδρούτσος πρότεινε στην πολιτική ηγεσία, ανθρώπους για προβιβασμό χωρίς καν να τον αναφέρει. Βλ., Φανόπουλος, ο.π., τ. Α΄, σ. 91. Ίσως έτσι να εξηγείται (ως δεύτερος λόγος) η μετέπειτα προσχώρηση του Γεωργίου Σκουρτανιώτη στο εκστρατευτικό σώμα του Γκούρα εναντίον του Ανδρούτσου.
19. Ο Παπαδιπλός εκπροσωπεί τους Δερβενοχωρίτες στην αφήγηση του Τσεβά. Και στις δυο περιπτώσεις, είτε αναθεματίζοντας, είτε προειδοποιώντας, προμηνύει ουσιαστικά το θάνατο του οπλαρχηγού: Εμείς, σε καταριόμαστε και γι’ αυτό θα πεθάνεις, ενώ οι άλλοι δε θα σε βοηθήσουν και γι’ αυτό θα πεθάνεις.
20. Αρχεία Παλιγγενεσίας, τ. 8ος, σ. 379 και 7ος, 391-392-393.
21. Αρχεία Παλιγγενεσίας, τ. 7ος, σ. 401.
22. Αρχεία Παλιγγενεσίας, τ. 7ος , Αθήναι, 1971, σ. 459.
23. Αρχεία Παλιγγενεσίας, τ. 7ος , σ. 175. «Ανεγνώσθη αναφορά του Παπά Θανάση και Γεωργίου Σκουρτανιώτου [στις 17 Μαρτίου 1825], ευρισκομένων εις την φυλακήν της Αστυνομίας επί λόγω ότι είναι προδόται. Εστάλη εις του Υπουργείον της Αστυνομίας με απόφασιν του Βουλευτικού και, αν τω όντι, ως λέγουσιν είναι αθώοι της συκοφαντίας να ελευθερωθώσι της φυλακής». Βέβαια οι συκοφαντίες ποτέ δεν έλλειπαν και το έγγραφο δε διασταυρώνεται. Απλώς όμως ισχυροποιεί την άποψη ότι υπήρχαν και άλλοι διεκδικητές της οπλαρχηγίας στα Δερβενοχώρια, που θα μπορούσαν να κάνουν οτιδήποτε για να πετύχουν τα σχέδιά τους. Το έγγραφο αυτό επίσης δείχνει (τον πρώτο λόγο) που ώθησε το Γεώργιο Σκουρτανιώτη να ταχθεί με το μέρος του Γκούρα κατά την εκστρατεία του εναντίον του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
24. Αρχεία Παλιγγενεσίας, τ. 7ος, σ. 478.
25. Γενική Εφημερίς, 25.9.1829.
26. Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, ο.π.
27. Αναλυτικά βλ., Ιωάννης Κ. Μήτρου, ο.π. // Μια νέα μελέτη με θέμα τον «αρματολισμό» και τα «κόλια», περιλαμβάνει το ζήτημα Σκουρτανιώτη και βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Για το λόγο αυτό δίνονται ενδεικτικές (οι γνωστότερες) παραπομπές.
28. Νόμος «περί κατ’ απογραφήν στρατολογίας υπ. αριθμόν 10 της 10.5.1825 για στρατολόγηση 1/100 κατοίκους, σε συνολικό πληθυσμό 700.000 δεν έφερε 7.000 στρατευσίμους γιατί το μεγαλύτερο μέρος της χώρας ήταν υπό εχθρικό έλεγχο και πολλοί δεν παρουσιάζονταν. Έτσι, ακολούθησε δεύτερος Νόμος Στρατολόγησης, ο ΜΗ΄ της 10.9.1825.
29. Για το λόγο αυτόν, η αφήγησή μας ξεκινάει χωρίς την υποτιθέμενη δράση της ομάδας Δρίτσουλα.
30. Βάγιαννης, ο.π., σ. 25. «όλο συ θα ακούεσαι καπεταν-Θανάση, σήμερα είναι μέρα που θα φανή και ο Δρίτσουλας».

Το ολοκαύτωμα Σκουρτανιώτη/Στρατηγικό λάθος η αποτέλεσμα διχόνοιας; (μέρος α΄')


Και ενώ είχα χαθεί σε έναν κυκεώνα βιβλίων σχετικά με την ελληνική επανάσταση και τους εμφυλίους πολέμους του 1821 για να βρω κάποια άκρη και να απαντήσω στα προηγούμενα ερωτήματα, έπεσε στα χέρια μου ένα άρθρο του ιστορικού ανθρωπολόγου Μήτρου Ιωάννη, δημοσιευμένο στην εφημερίδα ''ΠΟΛΥΑΝΔΡΙΟΝ'' του Λεονταρίου Θεσπιών, που είναι πολύ σημαντικό. Επικοινώνησα τηλεφωνικά με τον κ. Μήτρου να του ζητήσω την άδεια να δημοσιεύσω το κείμενό του και όχι μόνο δέχτηκε αλλά και μου το έστειλε διορθωμένο από την δημοσίευση στην συγκεκριμένη εφημερίδα που το βρήκα. Ευχαριστώ τον κ. Μήτρου και ελπίζω να βοηθήσει και στην συνέχεια την έρευνά μας γιατί η ματιά του είναι πολύ διεισδυτική, δεν μένει μόνο στην απλή καταγραφή των γεγονότων και φυσικά δε φοβάται να ρισκάρει έτσι ώστε η ίδια η ιστορία να ειδωθεί πρισματικά και να αποκτήσει την χαμένη της γοητεία, όχι καθαρά γυμνασιακή η εθνικιστική.
Το κείμενο του κ. Μήτρου θα το δημοσιεύσω σε δύο συνέχειες γιατί πραγματικά χωρίζεται σε δύο μέρη. Το ένα καταγράφει το ιστορικό γεγονός και το άλλο το αναλύει.
Και πάλι ευχαριστώ τον κ. Μήτρου.

Το ολοκαύτωμα Σκουρτανιώτη
Στρατηγικό λάθος ή αποτέλεσμα διχόνοιας;

Του Ιωάννη Μήτρου
Ιστορικού-ανθρωπολόγου


(μέρος α')

Το Νοέμβριο του 1825 διεξήχθη στο Μαυρομάτι Βοιωτίας μία φονική μάχη κατά την οποία 44 Έλληνες υπερασπιστές της ελευθερίας βρήκαν τραγικό θάνατο πολεμώντας εναντίων υπέρτερων οθωμανικών στρατιωτικών δυνάμεων1. Το σημαντικό αυτό γεγονός που εκτυλίχθηκε στην επαρχία Θηβών για πολύ καιρό παρέμεινε στη λήθη. Μόλις το 1895 ο νομικός Ευκλείδης Βάγιαννης επιχείρησε για πρώτη φορά να σκιαγραφήσει το γεγονοτολογικό του υπόβαθρο. Η ενδελεχής συγκέντρωση πληροφοριών όμως, δεν ήταν μέσα στις προσδοκίες του συγγραφέα με αποτέλεσμα τα στοιχεία και οι λεπτομέρειες που το συνέθεταν να παραμείνουν στην αφάνεια2. Διαφορετικές προθέσεις είχε ο ιστοριογράφος Γεώργιος Τσεβάς που 33 χρόνια αργότερα έδωσε στη δημοσιότητα την ολοκληρωμένη εικόνα αυτής της στρατιωτικής αναμέτρησης3. Αν και η κριτική του προσέγγιση στον αριθμό των στρατιωτών4, στην ημερομηνία5 και στις ευρύτερες διεργασίες που επηρέασαν αναπόδραστα την πλοκή του συμβάντος6 ήταν ανύπαρκτη, κατάφερε να διαγράψει αφηγηματικά την πιο λεπτομερή μάχη στη Βοιωτία μετά από εκείνη της Πέτρας. Χρησιμοποιώντας το μεθοδολογικό εργαλείο της προφορικής παράδοσης, της οποίας αποδείχτηκε και ο μοναδικός θεματοφύλακας, ο συγγραφέας ανέδειξε την ηγετική φυσιογνωμία του εκ Σκούρτων Θηβών οπλαρχηγού Αθανασίου Γάτση, που ως τότε βρισκόταν υπό την σκιά των Οδυσσέα Ανδρούτσου και Αθανασίου Διάκου. Αρκετά χρόνια αργότερα ο ιστοριοδίφης Τάκης Λάππας εμπλούτισε τη διήγηση με νέα στοιχεία, συμβάλλοντας στην παγίωση του ήδη συγκινησιακού της χαρακτήρα7. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ο Λουκάς Φανόπουλος σε μια μνημειώδη παρουσίαση της βοιωτικής αντίστασης στο 1821, ανέδειξε πρωτογενές υλικό σχετιζόμενο με τον πρωταγωνιστή του ολοκαυτώματος Θανάση Σκουρτανιώτη, κλείνοντας έτσι την αυλαία του ρομαντικού δράματος8. Έκτοτε, ως και σήμερα, η εξιστόρηση του Τσεβά επαναλαμβάνεται και αναπαράγεται, περισσότερο για να δημοσιοποιηθεί το θέμα και για να κεντριστεί η εθνική συνείδηση σε διάφορες επετείους, παρά για να ενδυναμωθεί η ιστορική αλήθεια. Εξαίρεση στα παραπάνω αποτελούν οι σχετικές μελέτες των Μελέτη Μπεναρδή, Δημήτρη Καλλιέρη, Βαγγέλη Μίχα, Δημήτρη Λιάκουρη και Θανάση Κυριάκου, οι οποίες εισδύουν βαθύτερα στο θέμα9.
Ας παρακολουθήσουμε αδρομερώς το συμβάν, όπως εκτυλίσσεται μέσα στην καρδιά της Ελληνικής Επανάστασης.
Το ψυχρό πρωινό της 3ης Νοεμβρίου 1825, το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα 48 άτακτων υπό την αρχηγία του αντιστράτηγου10 Αθανασίου Γάτση ή Σκουρτανιώτη, κατά τη διάρκεια μιας αναγνωριστικής περιπόλου στην ευρύτερη περιοχή του τέως Δήμου Θεσπιέων, αφού αντιλήφθηκε αιφνιδίως την παρουσία του Οθωμανικού στρατού σε κοντινή απόσταση, και συγκεκριμένα στο σημερινό κεντρικό δρόμο Θηβών-Λιβαδειάς, αποφάσισε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες να το προσελκύσει σε μάχη, παρά το γεγονός ότι υπολειπόταν συντριπτικά σε αριθμό και πολεμοφόδια. Ο χώρος που επέλεξε ο αρχηγός για να οργανώσει την άμυνά του ήταν ο βυζαντινός ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Μαυρομάτι11. Βασικό ρόλο στην απόφασή του έπαιξαν, αφενός μεν η επιμονή του συναρχηγού του Ιωάννη Δρίτσουλα ότι θα κερδίσουν τη μάχη και θα δοξασθούνε όπως συνέβη με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στη Γραβιά και αφετέρου δε, η προσδοκία του ιδίου για στρατιωτική υποστήριξη, που ευελπιστούσε να επιτευχθεί κατά τις απογευματινές ώρες. Για το λόγο αυτόν απέστειλε τέσσερις γοργοπόδαρους αγγελιοφόρους στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα για να ειδοποιήσουν τα πλησιέστερα φίλια τμήματα «ώστε να έλθωσι να τους βοηθήσουν ή να τους θάψουν». Ο Σκουρτανιώτης ήλπιζε ότι η άφιξη στρατιωτικής ενισχύσεως, εκ φύσεως θα παρείχε τη δυνατότητα αιφνιδιασμού, πλευροκοπήσεως και αποδυναμώσεως του εχθρού, και με λίγη τύχη ίσως και εκμηδενισμού του. Οπότε η άμυνα που θα παρέθετε αποτελούσε τμήμα μιας γενικότερης στρατηγικής στόχευσης με σκοπό την άπαξ εξολόθρευση μιας εκ των ισχυρότερων εχθρικών δυνάμεων του σαντζακιού του Ευρίπου που τον καιρό εκείνο διοικούσε ο Ομέρ Πασάς της Καρύστου.
Η οθωμανική επίθεση ξεκίνησε τις μεσημεριανές ώρες της ίδιας ημέρας και ήταν σφοδρή. Λεπτό προς λεπτό γινόταν σφοδρότερη και συνοδευόταν με αλαλαγμούς και τυμπανοκρουσίες, αλλά ώρα με την ώρα ασθενικότερη και συνοδευόταν από ακατάπαυτα βογκητά. Το απόγευμα είχε πλήρως αποδυναμωθεί και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εντελώς αποτυχημένη. Αιτία ήταν η στρατηγική ικανότητα του Έλληνα αρχηγού που επέτυχε, αφενός μεν να αντιτάξει στον αντίπαλό του σθεναρή αντίσταση καθ’ όλη τη διάρκεια των εχθροπραξιών έχοντας ως αντιστήριγμα τον οχυρωματικό περίβολο της εκκλησίας, και αφετέρου δε, να διατηρήσει το έμψυχό του υλικό σε άριστη κατάσταση μείον τους συνήθεις μικροτραυματισμούς. Αξιοσημείωτο είναι επίσης, ότι οι επιθέσεις του εχθρού, αν και ήταν αλλεπάλληλες, θυελλώδεις και μαζικές, αποκρούστηκαν ή απορροφήθηκαν εξαιτίας της ψυχραιμότατης και αποτελεσματικής στάσης των ίδιων των υπερασπιστών. Ο υπερκερασμός μάλιστα του προστατευτικού μαντρότοιχου μετέτρεπε συχνά τη μάχη σε εκ του συστάδην οδηγώντας τον εχθρό σε απροσμέτρητες απώλειες και τον τόπο να ομοιάζει με ένα συμφυρμό χώματος, σάρκας και αίματος. Εκατόν πενήντα και πλέον Οθωμανοί σφαγιάστηκαν ή τέθηκαν εκτός μάχης στα πρώτα κύματα της επιθέσεως. Η πρώτη φάση της αναμέτρησης κινδύνευε να είναι για εκείνους και η οριστική. Η απελπισία τους κυρίευσε διότι η πλάστιγγα της νίκης είχε γείρει φανερά με το μέρος των Ελλήνων.
Ακριβώς στο χρονικό αυτό σημείο επήλθε σιωπή. Η παύση των πάσης φύσεως πολεμικών ορυμαγδών έδωσε μάλιστα, προς στιγμήν, την εντύπωση της ολοκληρωτικής υποχωρήσεως του εχθρού. Αλλά η εντύπωση ήταν εντελώς απατηλή. Η σιωπή ήταν το προμήνυμα της κύριας καταιγίδας. Και πράγματι, εκείνο το οποίο δεν είχε ως τότε συμβεί στην ελληνική, συνέβη στην αντίπαλο πλευρά. Μια ισχυρή επικουρική δύναμη αποτελούμενη από 600 Οθωμανούς πεζικάριους και ιππείς είχε αναφανεί στα βορειοδυτικά του λόφου της Αγια-Σωτήρας και αφού πρώτα ήσυχα ενημερώθηκε για την υπάρχουσα κατάσταση, κινήθηκε ολοταχώς και αιφνιδίως εναντίον των αμυνομένων, εξανεμίζοντάς τους κάθε ίχνος ελπίδας για επιτυχή έκβαση του αγώνα. Παρόλα αυτά, οι Έλληνες μαχητές δίχως να χάσουν τη ψυχραιμία τους, εξακολούθησαν να πολεμούν πεισματωδώς, σαν ένας αποφασισμένος άνθρωπος, «…άφωνοι, εν θαυμαστή αταραξία…» παρά του ότι οι πιθανότητες επιβίωσης είχαν απελπιστικά ελαττωθεί.
Η μάχη τώρα συνεχιζόταν, πολύ πιο σκληρή, πολύ πιο φονική. Οι άμυνες όμως κρατούσαν. Η προσπάθεια για την επιβίωση απομάκρυνε την κούραση των αμυνομένων και συνάμα έσπρωχνε την ώρα να κυλάει κατευθυνόμενη προς το σούρουπο. Η επικουρία όμως και πάλι δεν ερχόταν. Και είναι ως σήμερα ανεξακρίβωτες οι σκέψεις που έκαναν κάποιοι αλητήριοι Έλληνες στρατιώτες στην Αλυκή πάνω στο θέμα της επικουρίας, όταν έβλεπαν με ασφάλεια τον ήλιο να βυθίζεται στο πέλαγος, ενώ την ίδια στιγμή κάποιοι άλλοι έβλεπαν το αίμα τους να βυθίζεται στο χώμα. Η δύση του ηλίου λοιπόν, βρήκε τους υπερασπιστές στη χειρότερη ψυχολογική κατάσταση, διότι ναι μεν η παρελκυστική τους τακτική είχε επιτύχει, αλλά οι φίλιες δυνάμεις δεν είχαν ακόμα αναφανεί12. Αφού εξάντλησαν το σύνολο των αποθεμάτων από τα πυρομαχικά που διέθεταν, υποχώρησαν του περιτειχίσματος και οχυρώθηκαν μέσα στο μικρής χωρητικότητας ναό. Τι άλλο άλλωστε θα μπορούσαν να κάνουν; Η αναπόφευκτη αυτή κίνηση αποδείχτηκε ολέθρια. Ο επικεφαλής της οθωμανικής στρατιωτικής φάλαγγας εκμεταλλευόμενος αυτόν τον «αυτοπεριορισμό», διέταξε αμέσως την περικύκλωσή τους ώστε να τους αποστερήσει κάθε ενδεχόμενη ενέργεια προς διάρρηξη του κλοιού. Μόλις μάλιστα διαπίστωσε ότι τα βόλια των αμυνομένων καταναλώθηκαν μέχρι ενός, βρέθηκε αντιμέτωπος με τρεις θανάσιμες επιλογές: πρώτο, να ζητήσει βαρύ οπλισμό από την κοντινότερη έδρα ανεφοδιασμού, δηλαδή τη Θήβα, για να κανονιοβολήσει τους εσωκλείστους, πράγμα που απαιτούσε χρόνο και οι πολιορκημένοι μπορεί να ενισχύονταν από εξωτερική βοήθεια∙ δεύτερο, να επιδιώξει να εκπορθήσει με εφόρμηση το ναό αλλά θα διακινδύνευε να αυξήσει το μέγεθος των απωλειών του∙ τέλος, να υποχρεώσει τους αγωνιστές σε έξοδο ώστε να τους αιχμαλωτίσει ή να τους εξολοθρεύσει με συγκέντρωση πυρός. Το σχέδιο που συνέφερε ήταν το τρίτο. Ο αξιωματούχος απέστειλε στρατιώτες, που αναρριχήθηκαν στην εξωτερική οροφή της εκκλησίας και αφού άνοιξαν οπές διοχέτευσαν στο εσωτερικό της δηλητηριώδη και δύσοσμα αέρια, καθώς και εύφλεκτες δραστικότατες ουσίες, όπως θειάφι και πίσσα. Οι υπόλοιποι Οθωμανοί με το στόμα ανοιχτό, την ανάσα κρατημένη και το δάκτυλο στη σκανδάλη, περίμεναν την αναμενόμενη έξοδο, ελπίζοντας να αφαιρέσουν ζωές. Αλλά οι υπερασπιστές δεν τους έδωσαν την ευχαρίστηση.
Για να αποφύγουν την αιχμαλώτιση και τις συνεπακόλουθες κακοποιήσεις εις βάρος τους, οι «επαναστάτες» αποφάσισαν το εντελώς ακατανόητο για τα σημερινά δεδομένα: να μην εξέλθουν της εκκλησίας. Θα υπέμεναν έτσι έναν τραγικότερο, ένα μαρτυρικότερο, ένα δυσβάσταχτο θάνατο. Σε αυτό το σημείο μπορούμε να εικάσουμε, πως ενώ η φωτιά μαίνονταν, από το ανατολικό τρίλοβο παράθυρο της εκκλησίας θα πρέπει να ξεπρόβαλλαν περιστασιακά φλογισμένες και ολοκόκκινες ματιές πολεμιστών, που αδημονώντας κοιτούσαν προς τη Θήβα προσβλέποντας και εκλιπαρώντας έστω και την ύστατη αυτή στιγμή σε μια απροσδόκητη βοήθεια. Μπορούμε να φανταστούμε επίσης τον Σκουρτανιώτη να φωνάζει και να ξαναφωνάζει μέσα από τις φλόγες «κρατάτε παλικάρια γιατί όπου να ‘ναι έρχονται». Αλλά κανείς δεν ήλθε. Και όλοι οι Έλληνες μέσα στην εκκλησία, πέθαναν αβοήθητοι και μόνοι. Οι περισσότεροι έχασαν τη ζωή τους από τα ασφυξιογόνα αέρια ενώ οι υπόλοιποι έσβησαν καιγόμενοι ζωντανοί. Τα ουρλιαχτά του πόνου αντηχούσαν στον ορίζοντα εμπρός απογειώνοντας τον τρόμο και βυθίζοντας στη θλίψη τόσο τους κρυμμένους στα γήινα καταφύγια εντοπίους, όσο και τον κάθε τυχόντα που συναντούσαν στο διάβα τους χιλιόμετρα μακριά13.
«Το μεσονύκτιον ολόκληρος η Βοιωτία εγνώριζεν την έναρξιν του δράματος, αλλ’ ήτο αργά…».
Τη χρονική αυτή στιγμή η εχθρική μονάδα, έχοντας ήδη περισυλλέξει τους νεκρούς και τους τραυματίες της, οι οποίοι ξεπερνούσαν τους διακόσιους πενήντα, εγκατέλειψε το χώρο του ανθρώπινου θυσιαστηρίου κινούμενη προς τη Θήβα για να καταλύσει εκεί τη νύχτα. Αλλά το ελληνοπρεπές δράμα δεν είχε ολοκληρωθεί. Τις νυχτερινές ώρες δύο άνθρωποι ήσαν ακόμα ζωντανοί μέσα στην εκκλησία∙ ο Σκουρτανιώτης που παραφυλούσε στην είσοδό της και ένας καλόγερος που ονομαζόταν Πανάρετος. Η ατυχία δυστυχώς κατευθύνθηκε προς την είσοδο. Ο Πανάρετος για να ανασάνει φρέσκο αέρα, ξέφυγε από την προσοχή του ζαλισμένου από τα χημικά αέρια οπλαρχηγού που τον είχε σε περιορισμό και προχώρησε αμελώς στο περίβολο του ναού. Εκεί συνελήφθη από κρυμμένους Οθωμανούς, οι οποίοι παραμόνευαν για να σκυλέψουν τους νεκρούς∙ μετά από πίεση που του άσκησαν απέσπασαν την πληροφορία ότι ο καπετάνιος βρίσκεται «εν τη ζωή». Ευθύς αμέσως ενημερώθηκε η διοίκηση του στρατιωτικού σώματος, τμήμα του οποίου επέστρεψε και επιτέθηκε ομαδόν εναντίον του Σκουρτανιώτη. Εκείνος αντιστάθηκε, μαχόμενος σαν άγριο και μανιασμένο θηρίο, έως τη στιγμή που μια εκ των πολλών (εκρηκτικών) βομβών που εξακόντιζαν οι εχθροί εναντίον του, τον βρήκε κατάστηθα «κατακαίοντας και διαμελίζοντας αυτόν». Οι Οθωμανοί περιχαρείς, αφού «έκαυσαν τον καπετάνιο των Δερβενοχωριτών»14, χάρισαν τη ζωή στον Πανάρετο θεωρώντας τον «όλως ανίκανος προς πόλεμον και ότι ήχθη βιαίως εις την εκκλησίαν υπό των επαναστατών»15.
Τα φλογοκαμένα και ολόμαυρα πτώματα των πολεμιστών καθώς και το διαμελισμένο κορμί του αρχηγού τους Σκουρτανιώτη, ανακαλύφθηκαν το χάραμα της επόμενης ημέρας από τους ντόπιους, όχι μονάχα εξαιτίας της υποχωρήσεως του πυκνού στρώματος πάχνης, το οποίο είχε καλύψει σα σάβανο τη γη θέλοντας ίσως να αποκρύψει το αποτρόπαιο δράμα, αλλά και λόγω της έντονης μυρωδιάς θανάτου που κυριαρχούσε και διαπότιζε τον αέρα. Οι νεκροί αφού ψάλθηκαν από τον Βαγαίο ιερέα Νικόλαο, ενταφιάστηκαν από Μαυροματαίους χωρίς την παρουσία και συμμετοχή κάποιας ελληνικής στρατιωτικής μονάδας, αφήνοντας έτσι ανεκπλήρωτη και την δεύτερη επιθυμία του οπλαρχηγού λίγο πριν το θάνατό του16. Αλλά ελάχιστη σημασία είχε αυτό πλέον, διότι «ο αρχηγός είχεν αποθάνει». Ο όγκος του εχθρικού στρατεύματος σε συνδυασμό με την έλλειψη πυρομαχικών και στρατιωτικής υποστήριξης είχαν επικρατήσει επί της ελληνικής θελήσεως για τη νίκη και τη ζωή. Η πυρπολημένη θολωτή εκκλησία για 181 και πλέον χρόνια, θα έμενε ο μοναδικός μάρτυρας εκείνης της πεισματικής μάχης και της φρικαλέας πυρπόλησης των ανθρώπινων σωμάτων.


(συνεχίζεται)