ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΟΥΡΤΑΝΙΩΤΗΣ

...κρίνω περιττόν να αναφέρω τον ένθερμον ζήλον, και τας όσας κατά δύναμιν εκδουλεύσεις εδυνήθην να προσφέρω εις την πατρίδαν και εις όσον καιρόν εφύλαττον τον τόπον θηβών δεν απετόλμησε ο εχθρός να κάμη την παραμικράν καταδρομήν. σπεύδω λοιπόν να προσφέρω και αύθις εις την σεβαστήν διοίκησιν τον ίδιον ζήλον μου και επειδή ο εχθρός καθημερινώς λεηλατεί και αιχμαλωτεί τους αδελφούς μας και ο τόπος επαπειλείται από μέγαν κίνδυνον... να δυνηθώ να προφθάσω τους δυστυχείς αδελφούς μας από τον επαπειλούμενον κίνδυνον. μ' όλον ότι εισέτι δεν ημπορώ να ησυχάσω από τους δριμυτάτους πόνους της πληγής μου, δε βαστά η ψυχή μου να βλέπω τους αδελφούς μας να αιχμαλωτούνται αδίκως...


τη 20 μαϊου 1825
ναύπλιον
ο πατριώτης
αθανάσιος σκουρτανιώτης

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2007

Το ολοκαύτωμα Σκουρτανιώτη/Στρατηγικό λάθος η αποτέλεσμα διχόνοιας; (μέρος β)


Ακόμη πιο σημαντικό είναι το δεύτερο μέρος του άρθρου του κ. Μήτρου. Παρακαλώ δώστε ιδιαίτερη σημασία.

Το ολοκαύτωμα Σκουρτανιώτη
Στρατηγικό λάθος η αποτέλεσμα διχόνοιας;

(μέρος β΄)

Του Ιωάννη Μήτρου
Ιστορικού-ανθρωπολόγου


Το πρόσωπο που θα διαδεχόταν τον οπλαρχηγό έγινε αμέσως το μήλο της έριδος ανάμεσα στη κυβέρνηση Κουντουριώτη και στη Διοίκηση Δερβενοχωρίων. Αντίθετα με τα γραφόμενα του Τσεβά και άλλων, τον Νοέμβριο του 1825 η θέση του Θανάση Σκουρτανιώτη δεν καταλήφθηκε από τον αδελφό του Γεώργιο, αλλά από κάποιον Κωνσταντίνο Μασκλαβάνη. Η τοποθέτηση αυτή έγινε με πρωτοβουλία του στρατηγού Διονυσίου Ευμορφόπουλου, ο οποίος από τα τέλη του 1824 ως κύριος εκπρόσωπος των κυβερνητικών συμφερόντων στην περιοχή, επιδίωκε τον καθολικό έλεγχο των ιθυνόντων του στρατηγικού περάσματος και των αυτοχθόνων στρατιωτικών. Από την πρώτη στιγμή είχε διαπιστώσει, ότι η επιχώρια πολιτική βούληση στηριζόταν στη στρατιωτική δύναμη, η οποία με τη σειρά της εκπήγαζε από την ισχυρή προσωπικότητα του Θανάση Σκουρτανιώτη. Ο Ευμορφόπουλος προσπάθησε να κλονίσει και να γκρεμίσει το στρατιωτικό έρεισμα των τοπικών προυχόντων επινοώντας συστηματικά, τεχνάσματα απομάκρυνσης του Σκουρτανιώτη από την έδρα του, ώστε να αποδυναμώσει την -εκπορευόμενη από εκείνον- ισχύ της επαρχιακής δημογεροντίας. Ελπίζοντας ότι θα υλοποιούσε την πρώτη φάση του σχεδίου του που ήταν η τοποθέτηση καπετάνιου δικής του επιρροής στην περιοχή17, επιχειρούσε να εμπλέξει τον οπλαρχηγό σε αποστολές αρμοδιότητας άλλων στρατιωτικών ηγετών εκμεταλλευόμενος το φιλότιμο και τον πατριωτισμό του. Η Διοίκηση των Δερβενιών έχοντας αντιληφθεί έγκαιρα τις υποβολιμαίες σκέψεις του στρατηγού, αρνούνταν να συμμορφωθεί στο διαφαινόμενο διορισμό νέου καπετάνιου στέλνοντας συνεχείς επιστολές διαμαρτυρίας προς την κυβέρνηση, η οποία και φυσικά αδιαφορούσε. Η Διοίκηση συνειδητοποιώντας την αδυναμία της και αντιδρώντας με τη σειρά της στην παραπάνω σκόπιμη πολιτική αμεριμνησία, άρχισε να οικοδομεί σταδιακά τον ολοκληρωτικό εναγκαλισμό του Αθανασίου Σκουρτανιώτη σε κείνη, χρησιμοποιώντας ως συστατικά στοιχεία τα υποτιθέμενα κοινά τους συμφέροντα και ως συνδετικούς κρίκους τα προσχήματα του σοβινισμού.
Η δημογέροντες όμως, μέσα σε ένα γενικευμένο κλίμα πανικού, αγνόησαν να συνυπολογίσουν στις μεθοδεύσεις τους, ότι το γόητρο του αρχηγού είχε σοβαρότατα πληγεί τα τελευταία τέσσερα χρόνια εξαιτίας τριών περιστατικών: Ενώ στην αρχή της Επανάστασης ο Σκουρτανιώτης είχε πρωταγωνιστήσει στην απελευθέρωση της επαρχίας, έχασε το αξίωμα της οπλαρχηγίας από το Φιλικό Θανάση Ζαρίφη στις 25.4.1821, και από το Μινιό Κατσικογιάννη στις 3.2.1822. Κατά την πολιορκία δε της Καρύστου και ως τον Οκτώβριο του 1823, δεν είχε λάβει ως στράτευμα ούτε τους πιο κοντινούς του πατριώτες18. Έτσι, οι μεθοδεύσεις των προεστών ήταν πολύ φυσικό να πέσουν στο κενό. Αντίθετα, η ανεκδήλωτη πικρία του οπλαρχηγού μόλις έγινε αντιληπτή από την κυβέρνηση, αντιμετωπίστηκε έξυπνα επ’ ωφελεία της κατά τη διάρκεια του δευτέρου εμφυλίου πολέμου, με την προσφορά της προς αυτόν, των βαθμών της χιλιαρχίας αρχικά και της αντιστρατηγίας κατόπιν. Η αποδοχή τον Οκτώβριο του 1824 του τελευταίου –και πραγματικά- ηχηρού αξιώματος οδήγησε αναπόφευκτα τον Σκουρτανιώτη σε ένα ψυχοφθόρο ακροβατισμό μεταξύ των δύο αλληλοσυγκρουόμενων πόλων. Κάποτε θα έπεφτε.
Η λήψη από εκείνον, της καθοριστικής κυβερνητικής εντολής τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1825 για πλήρη εκκαθάριση των δύο κεντρικών οδικών αρτηριών Χαλκίδας-Θηβών και Θηβών-Λιβαδειάς από τον εχθρό, τον έβρισκε πολιτικά εξουθενωμένο και στρατιωτικά εξασθενημένο: Ο προσεταιρισμός του από την πλευρά των κυβερνώντων, του αποστερούσε τη δυνατότητα άρνησης εκτελέσεως της διαταγής. Η σταδιακή ερήμωση της επαρχίας από τον οθωμανικό στρατό του περιόριζε τα ήδη στενά περιθώρια χρόνου. Το μικρό μέγεθος στρατεύματος που του διατέθηκε, τον καθιστούσε εξαρτώμενο από άλλες -αμφίβολης φερεγγυότητας- δυνάμεις με τις οποίες έπρεπε ταχύτατα να συνεννοηθεί και οπότε ο κίνδυνος να γίνει κάποιο λάθος μεγάλωνε. Η εγκατάλειψη της ιδιαίτερής του πατρίδας ήταν πλέον δεδομένη. Δεδομένη συνάμα ήταν και η διάρρηξη των σχέσεών του με τη Διοίκηση Δερβενοχωρίων, γιατί την άφηνε αποδυναμωμένη, εκτεθειμένη και ανυπεράσπιστη τόσο στις επερχόμενες αποπνιχτικές απαιτήσεις της κυβέρνησης Κουντουριώτη, όσο και στο έλεος των Οθωμανών. Οι προσδοκίες της Διοικήσεως είχαν διασυρθεί, γκρεμιστεί και διασκορπιστεί από μια απλή διαταγή, που ήταν όμως ισχυρότατη, διότι είχε δοθεί την καταλληλότερη στιγμή. Και ο Σκουρτανιώτης γινόταν ο εκτελεστής της. Ο θείος του Παπαδιπλός έφτασε τότε σε μια τεραστίων διαστάσεων κρίση αλλοφροσύνης. Σε μια επίδειξη υψηλής τεχνικής αναθέματος, του οποίου πίσω του υπολάνθανε ένα φθονερό και απαίσιο ατομικό συμφέρον, εκστόμισε -στην αρβανίτικη διάλεκτο- στον υποτιθέμενο αγαπημένο του ανιψιό το ανείπωτο «να πας και να μη ξαναγυρίσεις», ή όπως πολύ εύστοχα ανέφερε πρόσφατα ο μελετητής Θανάσης Κυριάκος «να πας αλλά δε θα ξαναγυρίσεις». Και στις δυο περιπτώσεις, είτε ως κατάρα, είτε ως προειδοποίηση19, τα λόγια επαληθεύτηκαν. Ο Θανάσης δε ξαναγύρισε ποτέ.
Η εξέλιξη αυτή, ενίσχυσε τη θέση της κυβερνήσεως που ευθύς αμέσως επέβαλλε την άποψή της προχωρώντας στο διορισμό του Μασκλαβάνη. Ωστόσο, άφησε ανικανοποίητους και χολωμένους τους επίδοξους στρατιωτικούς μνηστήρες της επαρχίας που είχαν πουλήσει την τιμή και την αξιοπρέπειά τους λίγο πριν σε κείνην προσδοκώντας εναγωνίως μια θέση στον ήλιο, εξαιρουμένου του Βαγαίου Μήτρου Μπινιάρη που απουσίαζε στην Κρήτη. Η καταιγίδα μαινόταν και μετά το θάνατο του οπλαρχηγού. Οι κακοί χειρισμοί των εκπροσώπων της κυβερνήσεως σε ζητήματα τοπικού ενδιαφέροντος (για παράδειγμα η διαχείριση μιας αμφίβολης οικονομικής ατασθαλίας από τον Έπαρχο Δερβενοχωρίων Νικόλαο Νάκη) διεύρυναν το χάσμα με τη Δημογεροντία και συνάμα άνοιξαν έναν νέο γύρο αντιπαραθέσεων.
Στο νέο αυτό γύρο, η Επιτροπή Δερβενοχωρίων προέτρεπε συνεχώς τα αδέλφια του εκλιπόντος να παρενοχλούν συστηματικά την κυβέρνηση για την άδικη τοποθέτηση του νέου οπλαρχηγού. Πράγματι, το Δεκέμβριο του 1825 ο Γεώργιος κατηγόρησε στην κυβέρνηση τον ήδη διορισμένο Κων/ο Μασκλαβάνη ως ανάξιο της θέσης του αδελφού του20, για να του απαντήσει ο πρόεδρος του Βουλευτικού Πανούτσος Νοταράς, ότι «…το Εκτελεστικό πριν διορίσει τον Μασκλαβάνη επληροφορήθη ότι δεν υπάρχει αδελφός του αποθανόντος Σκουρτανιώτη άξιος να διαδεχθή τον τόπον αυτού…»21. Για πέντε σχεδόν μήνες ο Γεώργιος μαζί με τον αδελφό του Λουκά, με αλλεπάλληλες αναφορές προς την Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος εκλιπαρούσαν να λάβουν «εις εξ αυτών τον τόπον του υπέρ πατρίδος αποθανόντος αυταδέλφου των Αθανασίου Σκουρτανιώτου…»22. Και η κυβέρνηση πεισματικά αρνιόταν, έχοντας υπόψη ένα ατυχές περιστατικό που είχε συμβεί στις αρχές του 1825 και είχε σημαδέψει τον ένα από τα δύο αδέλφια23. Μόλις το Μάρτιο, στις 29.3.1826, και με τη διαμεσολάβηση του φρούραρχου Αθηνών Ιωάννη Γκούρα η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας αρχίζει να βλέπει θετικά το να αναλάβει ο Γεώργιος «…αρχηγός των αρμάτων της ιδίας επαρχίας [Θηβών] δια τας εκδουλεύσεις του μακαρίτου…»24. Αυτή η φυσική εξέλιξη όμως, αναχαιτίστηκε από τα γενικότερα πολιτικά δρώμενα (με κυριότερο γεγονός το σχηματισμό κομμάτων), με αποτέλεσμα ο Γεώργιος ως το 1829, παρά την πλούσια στρατιωτική του δράση να μην έχει αποκτήσει κάποιο υψηλό βαθμό πέραν του Πεντακοσίαρχου25.
Η αυτοθυσία του ελληνικού στρατιωτικού σώματος μέσα στην εκκλησία της Αγίας Σωτήρας Μαυροματίου μπορεί να ιδωθεί υπό το πρίσμα δύο αντιθετικών όψεων. Από εθνοκεντρική και συναισθηματική άποψη μπορεί να θεωρηθεί ως μια ανιδιοτελής επαναστατική αυταπάρνηση, ως το βαρύ τίμημα μιας προσπάθειας υπέρ της ελευθερίας και της απελευθέρωσης της πατρίδος. Εδώ, η κριτική προσέγγιση του γεγονότος συνεξαρτάται ή αγκιστρώνεται από την καθολική δράση και τη συνεισφορά του Αθανασίου Σκουρτανιώτη στον αγώνα της Ανεξαρτησίας∙ οπότε είναι μεροληπτική. Ο αξιόπιστος Μακρυγιάννης θέτοντας την εύλογη απορία στο «ποιος πρόδωσε τον γενναίο Θανάση με τα σαράντα παλικάρια και τους έκαψαν όλους μέσα σε μια εκκλησιά;»26, διαγράφει έναν συγκεκριμένο άξονα ερμηνείας του συμβάντος, ο οποίος με τη σειρά του μας εξωθεί στην διερεύνηση των πολιτικών και στρατιωτικών συνθηκών που προηγήθηκαν της μάχης. Η απάντηση στο παραπάνω θλιβερό ερώτημα, θα αποκάλυπτε βέβαια, ότι πίσω από τις φαινομενικά ειδυλλιακές σχέσεις μεταξύ των αγωνιστών, υπέβοσκε ζήλια, συμφέρον, καιροσκοπισμός και ιδιοτέλεια. Οι κομπάρσοι του δράματος, που αναφέρει ο Τσεβάς ότι θα συναντούσαν τον πρωταγωνιστή και συμπατριώτη τους Σκουρτανιώτη την επόμενη ημέρα στα Παραπούγγια, ίσως δεν ήταν άγγελοι όπως παρουσιάζονται κατόπιν, ούτε φυσικά και διάβολοι, αλλά άνθρωποι που είχαν φιλοδοξίες, πάθη και (για τους ερευνητές της περιοχής που γνωρίζουν) κακό παρελθόν. Εδώ, θα ήταν καλό να σταματήσουμε, γιατί η περαιτέρω ανάλυση θα εμφάνιζε αθέατες εκφάνσεις μιας πραγματικότητας, η οποία θα ήταν αδύνατο να εξεταστεί στα πλαίσια του ενδεικτικού αυτού άρθρου27.
Από την αντίθετη πλευρά, την κυνική και αποστειρωμένη από χρησιμοθηρικές προθέσεις, η μάχη του Μαυροματίου μπορεί να θεωρηθεί ως ένα στρατηγικό σφάλμα και μια μάταιη θυσία, διότι τα προσδοκώμενα στρατιωτικά οφέλη της ήταν ελάχιστα ως μηδαμινά. Η εξαίρεση εκείνων που προσδιορίστηκαν στη στιγμή είναι αμφίβολο αν πρέπει να ληφθούν υπόψη στην ιστορική διαπραγμάτευση, διότι υποτίθεται πως υπήρχε ένα προμελετημένο σχέδιο καταστρωμένο από τον ίδιο τον αρχηγό. Η μάχη του Μαυροματίου, θα μπορούσε να αντιστοιχιστεί με κείνη στο Μανιάκι που διεξήχθη το Μάιο του 1825. Εδώ ο Παπαφλέσσας δεν έλαβε τη στρατιωτική βοήθεια που ανέμενε, δεν ανέκοψε την προέλαση του στρατεύματος του Ιμπραήμ, και, παρά τη σθεναρή άμυνα που παρέθεσε, πέθανε με φρικιαστικό τρόπο χάνοντας το κεφάλι του.
Το καλοκαίρι του 1825 οι στρατιωτικές συνθήκες στο ελλαδικό χώρο ήταν κακές. Σταδιακά χειροτέρευαν. Φτάνοντας το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, όχι μόνο δε βελτιώθηκαν, αλλά είχαν γίνει κάκιστες. Το έθνος στα πλαίσια της στενής πληθυσμιακής του αυθυπαρξίας αδημονούσε να αυξήσει τους στρατευσίμους για να συγκροτήσει τακτικό στρατό28, είχε ανάγκη τον καθένα που θα μπορούσε να φέρει όπλο, είχε αριθμητικές απώλειες από το «προσκύνημα» και την ανυποταξία, και οι εφεδρείες του είχαν φτάσει στο ελάχιστο δυνατό σημείο. Επρόκειτο ουσιαστικά περί μιας μάχης υπάρξεως, όπου το ελληνικό αίμα ήταν περισσότερο από ποτέ πολύτιμο. Και στις δυο περιπτώσεις όμως χύθηκε αφειδώς.
Ο Τσεβάς που ήταν γνώστης αυτής της θλιβερής πραγματικότητας, αφού έγινε συνειδητός αποδέκτης μιας μεροληπτικής πληροφόρησης από συμπατριώτες του Αθανασίου Σκουρτανιώτη προσπάθησε ουσιαστικά να τον προφυλάξει. Μεταφέροντας την κύρια ευθύνη του δράματος σε άλλο πρόσωπο, χαρακτηριστικά ανέφερε, ότι ο επικεφαλής της «ανιχνευτικής» περιπόλου Γιάννης Δρίτσουλας ήταν εκείνος που έπεισε τον αρχηγό του κυρίου σώματος ότι ο αριθμός των Οθωμανών στρατιωτών που θα αντιμετώπιζαν δεν θα υπερέβαινε τους διακόσιους, πως η νίκη ήταν σίγουρη και ότι η δόξα τους περίμενε. Η Γενική Εφημερίδα όμως διέψευσε το συγγραφέα γράφοντας ότι «…εννοήθηκαν [οι Οθωμανοί] παρά των ημετέρων…»29. Η ίδια διάψευση ήρθε και από άλλους απομνημονευματογράφους της εποχής, ενώ η βασικότερη –ασυνείδητα προέκυψε- από τον ίδιο τον συγγραφέα, αφού ισχυριζόταν πως η ομάδα του Σκουρτανιώτη παρακολουθούσε επί βδομάδες (!) τις κινήσεις των Τούρκων.
Τέλος, το γεγονός ότι οι περισσότεροι στρατιώτες έκλιναν προς την πλευρά του Δρίτσουλα στη ψηφοφορία περί παραμονής ή μη στην Αγια-Σωτήρα για τη διεξαγωγή της μάχης, καθώς και η μετέπειτα αξιολόγηση και κατάταξη των Σκουρτανιώτη και Δρίτσουλα από την Επιτροπή του Αγώνα στην ίδια (5η) τάξη αξιωματικών, συνολικά καταδηλώνουν μια υποψία συναρχηγίας στο συγκεκριμένο στράτευμα. Σχετικές αναφορές θα συναντήσει κανείς στα έργα των Ευκλείδη Βάγιαννη και Λουκά Φανόπουλου. Πρόκειται δηλαδή για μια εντελώς λογική κίνηση κάτω από την πίεση της ελλείψεως έμψυχου υλικού∙ να ενωθούν δηλαδή οι δυνάμεις των αρχηγών νοτιοανατολικής (Σκουρτανιώτης) και νοτιοδυτικής (Δρίτσουλας) Βοιωτίας για να αντιμετωπιστεί ο πανίσχυρος εχθρός που λυμαινόταν την περιοχή. Η τελευταία διαπίστωση, είναι προς το παρόν μια εικασία, αφού κυρίως αναφέρεται από το Βάγιαννη30, αλλά ωστόσο χρήζει ιδιαίτερης προσοχής.
Τα παραπάνω που εκτέθηκαν εν συντομία, σε καμία περίπτωση δεν έχουν πρόθεση να μειώσουν την αξία της αυτοθυσίας. Θα ήταν άλλωστε κακόβουλο και κακοπροαίρετο να επικριθούν άνθρωποι που πέθαναν για την πατρίδα. Το ότι διέσωσε όμως ένας συγγραφέας χρονογραφικά ένα συμβάν, δε του δίνει και το απόλυτο προβάδισμα στην ιστορική αξιοπιστία. Ακαδημαϊκά, θα λέγαμε, πως η ιστορική αντικειμενικότητα δεν είναι ταυτόσημη με τη διάσωση του χρονογραφικού γεγονότος, αλλά με τη διάταξη της ιστορικής ύλης μέσα σε ένα ερμηνευτικό σχήμα, του οποίου η εγκυρότητα είναι αποτέλεσμα δύο λογικών: της λογικής που αποδεσμεύεται από την ιστορική ύλη και της δικής μας λογικής που τίθεται κάτω από τον έλεγχο της πρώτης. Ακολουθώντας αυτούς τους τεχνικούς βηματισμούς, ενδεχομένως θα πλησιάζουμε ολοένα και πιο κοντά σε μιαν αιρετική ιστορία, ή, καλύτερα, στον αντίθετο πόλο της χρησιμοθηρικής ιστορίας.





ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Για το ίδιο θέμα, βλ., Ιωάννης Κ. Μήτρου, Η Αγια-Σωτήρα Μαυροματίου και το ολοκαύτωμα Σκουρτανιώτη στον ομώνυμο ναό, Αθήνα, 2004., σ. 44-69. Στις ημερομηνίες χρησιμοποιείται αποκλειστικά το Γρηγοριανό ημερολόγιο, που υιοθετήθηκε από την Ελλάδα το 1923. Το χωριό Μαυρομάτι βρίσκεται 15 χιλιόμετρα δυτικά των Θηβών.
2. Βάγιαννης Ευκλείδης, Τύχαι Θηβαίων, Θήβαι, 1895, σ.23-26.
3. Τσεβάς Γεώργιος, Ιστορία των Θηβών και της Βοιωτίας, τ. Β΄, Αθήναι, 1928.
4. Ο Τσεβάς θεωρεί ότι 23 Βαγαίοι υπό τον Αθανάσιο Τζουνάρα συμμετείχαν στο ολοκαύτωμα βασιζόμενος σε προφορικές μαρτυρίες μισό αιώνα μετά. Αντίθετα με όλους τους απομνημονευματογράφους όπως π.χ Μιχαήλ Οικονόμου, Ιστορικά περί της Εθνικής Παλιγγενεσίας, Τσουκαλάς, Αθήναι, 1957, σ.113-114. // Ν. Σπηλιάδης, Απομνημονεύματα δια να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ελληνικήν Ιστορίαν, επιμ. Π.Φ. Χριστόπουλου, 1972, τ. Β΄, σ. 472. Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, Μέλισσα, χ.χ., Αθήνα, σ. 388. // Για να προσθέσουμε πρόχειρα ότι α) δεν υπάρχει εκ Βαγίων Αθανάσιος, αλλά Αντώνιος Βασιλείου ή Τζουνάρης ο οποίος πέθανε τουλάχιστον μετά το 1828, β) ότι δεν απαντάται το ονοματεπώνυμό του σε καμία αίτηση αγωνιστών ή κληρονόμων αγωνιστών γ) ότι δεν υπάρχει απάντηση στο προφανές ερώτημα ότι: δεν υπήρξε κανείς από τους κληρονόμους των αδικοχαμένων 23 Βαγαίων να κάνει έστω μία αίτηση για αποζημίωση στην Επιτροπή του Αγώνα;., κ.α.
5. Ο Τσεβάς δίνει την 26η Οκτωβρίου ως ημερομηνία του γεγονότος βασιζόμενος σε μαρτυρίες πολλά χρόνια έπειτα και όχι στα επίσημα έγγραφα της εποχής: Βλ., Γενικά Αρχεία Κράτους, Συλλογή Βλαχογιάννη, Ρήγα Παλαμήδη, αρ.Φ.308. // Γενική Εφημερίς της Ελλάδος, εν Ναυπλίω 11.11.1825, αρ.Φ.11. // Οικονόμου, ο.π., // Σπηλιάδης., ο.π., κ.α.
6. Πρόχειρα για τους δύο εμφύλιους πολέμους, τις πολιτικές μηχανορραφίες, το σχηματισμό κομμάτων το 1825 και τη διαίρεση του λαού, τις εσωτερικές έριδες, τη διασπάθιση χρημάτων, τους στρατιωτικούς βραχύβιους προσεταιρισμούς, κ.α., βλ. ενδεικτικά, Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1978, σ. 373-408.
7. Τάκης Λάππας, Αληθινό Παραμύθι, στο, Αθάνατο 21, Φωτοανατύπωση Βιβλιοθήκης Λιβαδειάς, Αθήνα, σ. 143-160.
8. Γιώργης Β. Λουκάς Φανόπουλος, Θήβα και Λειβαδιά, Χωραΐται και Χωρικοί στο 21, τ. Α΄, Αθήναι, 1975, τ. Β΄, Αθήναι 1976.
9. Μελέτης Α. Μπεναρδής, Μεγαρείς και Δερβενοχωρίται, Αθήναι, 1936. // Δημήτριος Καλλιέρης, οι κάτοικοι των Δερβενοχωρίων τον 19ο αιώνα, ΕΕΒΜ, Αθήνα, 2000, σ. 704-727. // Ευάγγελος Χ. Μίχας, Δερβενοχώρια, τα Ελευθεροχώρια της Βοιωτίας, Δερβενοχώρια, 2002. // Δημήτριος Λιάκουρης, στο 9ο Συμπόσιο Ιστορίας και Λαογραφίας Αττικής, Αγωνιστές του 1821 από τον Αυλώνα και ορισμένα γειτονικά χωριά, Αυλώνα, 21-24.6.2002. // Αθανάσιος Κυριάκος, Ο Θανάσης Σκουρτανιώτης και η μάχη του Μαυροματίου, Κλειδί, 1995. Και του ιδίου σε περίληψη, Το Ολοκαύτωμα στο Μαυρομάτι , εφημερίδα. Ελεύθερος Λόγος, Σχηματάρι, Απρίλιος 2007. // Τέλος, αξίζει να σημειωθεί και η αξιόλογη προσπάθεια του Γεωργίου Σκουρτανιώτη από το χωριό Καλλιθέα Βοιωτίας, απόγονου του οπλαρχηγού, που ίδρυσε σχετική σελίδα στο διαδίκτυο στη διεύθυνση (www.skourtaniotisathanasios.blogspot.com) και μπορεί ο καθένας ελεύθερα να ενημερωθεί ή να προσθέσει σχετικές πληροφορίες.
10. Χιλίαρχος από τις 30.5.1824 ως «…ομολογουμένως καλός πατριώτης γενναίος εις τους πολέμους και εις τας θυσίας και πρόθυμος κατά των εχθρών…» Βλ., Αρχεία Παλιγγενεσίας, τ. 10ος, σ. 136 και 323-324 και Αντιστράτηγος μαζί με τον Κων/ο Καλύβα από τις 7.10.1824. Βλ., Αρχεία Παλιγγενεσίας, τ. 10ος, σ. 510-511 που υπογράφουν Γ. Κουντουριώτης, Ι. Κωλέττης, Αν. Σπηλιωτάκης και Π. Νοταράς.
11. Ναός που βρίσκεται 500 μέτρα περίπου δυτικά της κεντρικής πλατείας και στα όρια του οικισμού και το 1825 είχε εμβαδόν ~ 30 τετραγωνικά μέτρα.
12. Τσεβάς., ο.π., σ. 199-205.
13. Προφορική παράδοση Μαυροματίου, (Αικατερίνη Παπαθανασίου: σε ηλικία 103 ετών, περιέγραφε με λεπτομέρεια, πως ένας άγνωστος αριθμός «φουστανελάδων» παρευρισκόταν στην Αλυκή του Κορινθιακού και παρατηρούσε αμήχανα τους εντοπίους που προσπαθούσαν με βάρκες να περάσουν στην Πελοπόννησο, μέχρι να απομακρυνθεί ο κίνδυνος του Ομέρ Πασά).
14. Κατά μία έκφραση της επιτροπής Δερβενοχωριτών., βλ., Καλλιέρης, ο.π., σ. 714.
15. Τσεβάς., ο.π., σ. 205. Το αν ο Πανάρετος είναι κατασκεύασμα του συγγραφέα ή όχι, φαίνεται από τα «Μοναχολόγια» των Βοιωτικών μοναστηριών. Είναι μέχρι σήμερα ανεξακρίβωτο αν υπήρξε ποτέ ο Πανάρετος.
16. Αντίθετα με τους ισχυρισμούς του Λάππα, περί ερχομού του παππού του Μήτρο. Βλ., Λάππας, ο.π., σ. 159
17. Αρχεία Παλιγγενεσίας, για την 21.10.1825., τ. 7ος , σ. 364.
18. Οι οποίοι συμπατριώτες του είχαν συμμετάσχει υπό τον Στάθη, αδελφό του Μίνιου Κατσικογιάννη και το Γιάννη Δρίτσουλα στην αποστολή στην Κάρυστο. Και στις 7 Ιουλίου 1824 πρέπει να έπεσε από τα σύννεφα όταν ο Ανδρούτσος πρότεινε στην πολιτική ηγεσία, ανθρώπους για προβιβασμό χωρίς καν να τον αναφέρει. Βλ., Φανόπουλος, ο.π., τ. Α΄, σ. 91. Ίσως έτσι να εξηγείται (ως δεύτερος λόγος) η μετέπειτα προσχώρηση του Γεωργίου Σκουρτανιώτη στο εκστρατευτικό σώμα του Γκούρα εναντίον του Ανδρούτσου.
19. Ο Παπαδιπλός εκπροσωπεί τους Δερβενοχωρίτες στην αφήγηση του Τσεβά. Και στις δυο περιπτώσεις, είτε αναθεματίζοντας, είτε προειδοποιώντας, προμηνύει ουσιαστικά το θάνατο του οπλαρχηγού: Εμείς, σε καταριόμαστε και γι’ αυτό θα πεθάνεις, ενώ οι άλλοι δε θα σε βοηθήσουν και γι’ αυτό θα πεθάνεις.
20. Αρχεία Παλιγγενεσίας, τ. 8ος, σ. 379 και 7ος, 391-392-393.
21. Αρχεία Παλιγγενεσίας, τ. 7ος, σ. 401.
22. Αρχεία Παλιγγενεσίας, τ. 7ος , Αθήναι, 1971, σ. 459.
23. Αρχεία Παλιγγενεσίας, τ. 7ος , σ. 175. «Ανεγνώσθη αναφορά του Παπά Θανάση και Γεωργίου Σκουρτανιώτου [στις 17 Μαρτίου 1825], ευρισκομένων εις την φυλακήν της Αστυνομίας επί λόγω ότι είναι προδόται. Εστάλη εις του Υπουργείον της Αστυνομίας με απόφασιν του Βουλευτικού και, αν τω όντι, ως λέγουσιν είναι αθώοι της συκοφαντίας να ελευθερωθώσι της φυλακής». Βέβαια οι συκοφαντίες ποτέ δεν έλλειπαν και το έγγραφο δε διασταυρώνεται. Απλώς όμως ισχυροποιεί την άποψη ότι υπήρχαν και άλλοι διεκδικητές της οπλαρχηγίας στα Δερβενοχώρια, που θα μπορούσαν να κάνουν οτιδήποτε για να πετύχουν τα σχέδιά τους. Το έγγραφο αυτό επίσης δείχνει (τον πρώτο λόγο) που ώθησε το Γεώργιο Σκουρτανιώτη να ταχθεί με το μέρος του Γκούρα κατά την εκστρατεία του εναντίον του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
24. Αρχεία Παλιγγενεσίας, τ. 7ος, σ. 478.
25. Γενική Εφημερίς, 25.9.1829.
26. Μακρυγιάννη Απομνημονεύματα, ο.π.
27. Αναλυτικά βλ., Ιωάννης Κ. Μήτρου, ο.π. // Μια νέα μελέτη με θέμα τον «αρματολισμό» και τα «κόλια», περιλαμβάνει το ζήτημα Σκουρτανιώτη και βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Για το λόγο αυτό δίνονται ενδεικτικές (οι γνωστότερες) παραπομπές.
28. Νόμος «περί κατ’ απογραφήν στρατολογίας υπ. αριθμόν 10 της 10.5.1825 για στρατολόγηση 1/100 κατοίκους, σε συνολικό πληθυσμό 700.000 δεν έφερε 7.000 στρατευσίμους γιατί το μεγαλύτερο μέρος της χώρας ήταν υπό εχθρικό έλεγχο και πολλοί δεν παρουσιάζονταν. Έτσι, ακολούθησε δεύτερος Νόμος Στρατολόγησης, ο ΜΗ΄ της 10.9.1825.
29. Για το λόγο αυτόν, η αφήγησή μας ξεκινάει χωρίς την υποτιθέμενη δράση της ομάδας Δρίτσουλα.
30. Βάγιαννης, ο.π., σ. 25. «όλο συ θα ακούεσαι καπεταν-Θανάση, σήμερα είναι μέρα που θα φανή και ο Δρίτσουλας».

Δεν υπάρχουν σχόλια: