ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΟΥΡΤΑΝΙΩΤΗΣ

...κρίνω περιττόν να αναφέρω τον ένθερμον ζήλον, και τας όσας κατά δύναμιν εκδουλεύσεις εδυνήθην να προσφέρω εις την πατρίδαν και εις όσον καιρόν εφύλαττον τον τόπον θηβών δεν απετόλμησε ο εχθρός να κάμη την παραμικράν καταδρομήν. σπεύδω λοιπόν να προσφέρω και αύθις εις την σεβαστήν διοίκησιν τον ίδιον ζήλον μου και επειδή ο εχθρός καθημερινώς λεηλατεί και αιχμαλωτεί τους αδελφούς μας και ο τόπος επαπειλείται από μέγαν κίνδυνον... να δυνηθώ να προφθάσω τους δυστυχείς αδελφούς μας από τον επαπειλούμενον κίνδυνον. μ' όλον ότι εισέτι δεν ημπορώ να ησυχάσω από τους δριμυτάτους πόνους της πληγής μου, δε βαστά η ψυχή μου να βλέπω τους αδελφούς μας να αιχμαλωτούνται αδίκως...


τη 20 μαϊου 1825
ναύπλιον
ο πατριώτης
αθανάσιος σκουρτανιώτης

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2007

Το ολοκαύτωμα Σκουρτανιώτη/Στρατηγικό λάθος η αποτέλεσμα διχόνοιας; (μέρος α΄')


Και ενώ είχα χαθεί σε έναν κυκεώνα βιβλίων σχετικά με την ελληνική επανάσταση και τους εμφυλίους πολέμους του 1821 για να βρω κάποια άκρη και να απαντήσω στα προηγούμενα ερωτήματα, έπεσε στα χέρια μου ένα άρθρο του ιστορικού ανθρωπολόγου Μήτρου Ιωάννη, δημοσιευμένο στην εφημερίδα ''ΠΟΛΥΑΝΔΡΙΟΝ'' του Λεονταρίου Θεσπιών, που είναι πολύ σημαντικό. Επικοινώνησα τηλεφωνικά με τον κ. Μήτρου να του ζητήσω την άδεια να δημοσιεύσω το κείμενό του και όχι μόνο δέχτηκε αλλά και μου το έστειλε διορθωμένο από την δημοσίευση στην συγκεκριμένη εφημερίδα που το βρήκα. Ευχαριστώ τον κ. Μήτρου και ελπίζω να βοηθήσει και στην συνέχεια την έρευνά μας γιατί η ματιά του είναι πολύ διεισδυτική, δεν μένει μόνο στην απλή καταγραφή των γεγονότων και φυσικά δε φοβάται να ρισκάρει έτσι ώστε η ίδια η ιστορία να ειδωθεί πρισματικά και να αποκτήσει την χαμένη της γοητεία, όχι καθαρά γυμνασιακή η εθνικιστική.
Το κείμενο του κ. Μήτρου θα το δημοσιεύσω σε δύο συνέχειες γιατί πραγματικά χωρίζεται σε δύο μέρη. Το ένα καταγράφει το ιστορικό γεγονός και το άλλο το αναλύει.
Και πάλι ευχαριστώ τον κ. Μήτρου.

Το ολοκαύτωμα Σκουρτανιώτη
Στρατηγικό λάθος ή αποτέλεσμα διχόνοιας;

Του Ιωάννη Μήτρου
Ιστορικού-ανθρωπολόγου


(μέρος α')

Το Νοέμβριο του 1825 διεξήχθη στο Μαυρομάτι Βοιωτίας μία φονική μάχη κατά την οποία 44 Έλληνες υπερασπιστές της ελευθερίας βρήκαν τραγικό θάνατο πολεμώντας εναντίων υπέρτερων οθωμανικών στρατιωτικών δυνάμεων1. Το σημαντικό αυτό γεγονός που εκτυλίχθηκε στην επαρχία Θηβών για πολύ καιρό παρέμεινε στη λήθη. Μόλις το 1895 ο νομικός Ευκλείδης Βάγιαννης επιχείρησε για πρώτη φορά να σκιαγραφήσει το γεγονοτολογικό του υπόβαθρο. Η ενδελεχής συγκέντρωση πληροφοριών όμως, δεν ήταν μέσα στις προσδοκίες του συγγραφέα με αποτέλεσμα τα στοιχεία και οι λεπτομέρειες που το συνέθεταν να παραμείνουν στην αφάνεια2. Διαφορετικές προθέσεις είχε ο ιστοριογράφος Γεώργιος Τσεβάς που 33 χρόνια αργότερα έδωσε στη δημοσιότητα την ολοκληρωμένη εικόνα αυτής της στρατιωτικής αναμέτρησης3. Αν και η κριτική του προσέγγιση στον αριθμό των στρατιωτών4, στην ημερομηνία5 και στις ευρύτερες διεργασίες που επηρέασαν αναπόδραστα την πλοκή του συμβάντος6 ήταν ανύπαρκτη, κατάφερε να διαγράψει αφηγηματικά την πιο λεπτομερή μάχη στη Βοιωτία μετά από εκείνη της Πέτρας. Χρησιμοποιώντας το μεθοδολογικό εργαλείο της προφορικής παράδοσης, της οποίας αποδείχτηκε και ο μοναδικός θεματοφύλακας, ο συγγραφέας ανέδειξε την ηγετική φυσιογνωμία του εκ Σκούρτων Θηβών οπλαρχηγού Αθανασίου Γάτση, που ως τότε βρισκόταν υπό την σκιά των Οδυσσέα Ανδρούτσου και Αθανασίου Διάκου. Αρκετά χρόνια αργότερα ο ιστοριοδίφης Τάκης Λάππας εμπλούτισε τη διήγηση με νέα στοιχεία, συμβάλλοντας στην παγίωση του ήδη συγκινησιακού της χαρακτήρα7. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ο Λουκάς Φανόπουλος σε μια μνημειώδη παρουσίαση της βοιωτικής αντίστασης στο 1821, ανέδειξε πρωτογενές υλικό σχετιζόμενο με τον πρωταγωνιστή του ολοκαυτώματος Θανάση Σκουρτανιώτη, κλείνοντας έτσι την αυλαία του ρομαντικού δράματος8. Έκτοτε, ως και σήμερα, η εξιστόρηση του Τσεβά επαναλαμβάνεται και αναπαράγεται, περισσότερο για να δημοσιοποιηθεί το θέμα και για να κεντριστεί η εθνική συνείδηση σε διάφορες επετείους, παρά για να ενδυναμωθεί η ιστορική αλήθεια. Εξαίρεση στα παραπάνω αποτελούν οι σχετικές μελέτες των Μελέτη Μπεναρδή, Δημήτρη Καλλιέρη, Βαγγέλη Μίχα, Δημήτρη Λιάκουρη και Θανάση Κυριάκου, οι οποίες εισδύουν βαθύτερα στο θέμα9.
Ας παρακολουθήσουμε αδρομερώς το συμβάν, όπως εκτυλίσσεται μέσα στην καρδιά της Ελληνικής Επανάστασης.
Το ψυχρό πρωινό της 3ης Νοεμβρίου 1825, το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα 48 άτακτων υπό την αρχηγία του αντιστράτηγου10 Αθανασίου Γάτση ή Σκουρτανιώτη, κατά τη διάρκεια μιας αναγνωριστικής περιπόλου στην ευρύτερη περιοχή του τέως Δήμου Θεσπιέων, αφού αντιλήφθηκε αιφνιδίως την παρουσία του Οθωμανικού στρατού σε κοντινή απόσταση, και συγκεκριμένα στο σημερινό κεντρικό δρόμο Θηβών-Λιβαδειάς, αποφάσισε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες να το προσελκύσει σε μάχη, παρά το γεγονός ότι υπολειπόταν συντριπτικά σε αριθμό και πολεμοφόδια. Ο χώρος που επέλεξε ο αρχηγός για να οργανώσει την άμυνά του ήταν ο βυζαντινός ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στο Μαυρομάτι11. Βασικό ρόλο στην απόφασή του έπαιξαν, αφενός μεν η επιμονή του συναρχηγού του Ιωάννη Δρίτσουλα ότι θα κερδίσουν τη μάχη και θα δοξασθούνε όπως συνέβη με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στη Γραβιά και αφετέρου δε, η προσδοκία του ιδίου για στρατιωτική υποστήριξη, που ευελπιστούσε να επιτευχθεί κατά τις απογευματινές ώρες. Για το λόγο αυτόν απέστειλε τέσσερις γοργοπόδαρους αγγελιοφόρους στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα για να ειδοποιήσουν τα πλησιέστερα φίλια τμήματα «ώστε να έλθωσι να τους βοηθήσουν ή να τους θάψουν». Ο Σκουρτανιώτης ήλπιζε ότι η άφιξη στρατιωτικής ενισχύσεως, εκ φύσεως θα παρείχε τη δυνατότητα αιφνιδιασμού, πλευροκοπήσεως και αποδυναμώσεως του εχθρού, και με λίγη τύχη ίσως και εκμηδενισμού του. Οπότε η άμυνα που θα παρέθετε αποτελούσε τμήμα μιας γενικότερης στρατηγικής στόχευσης με σκοπό την άπαξ εξολόθρευση μιας εκ των ισχυρότερων εχθρικών δυνάμεων του σαντζακιού του Ευρίπου που τον καιρό εκείνο διοικούσε ο Ομέρ Πασάς της Καρύστου.
Η οθωμανική επίθεση ξεκίνησε τις μεσημεριανές ώρες της ίδιας ημέρας και ήταν σφοδρή. Λεπτό προς λεπτό γινόταν σφοδρότερη και συνοδευόταν με αλαλαγμούς και τυμπανοκρουσίες, αλλά ώρα με την ώρα ασθενικότερη και συνοδευόταν από ακατάπαυτα βογκητά. Το απόγευμα είχε πλήρως αποδυναμωθεί και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εντελώς αποτυχημένη. Αιτία ήταν η στρατηγική ικανότητα του Έλληνα αρχηγού που επέτυχε, αφενός μεν να αντιτάξει στον αντίπαλό του σθεναρή αντίσταση καθ’ όλη τη διάρκεια των εχθροπραξιών έχοντας ως αντιστήριγμα τον οχυρωματικό περίβολο της εκκλησίας, και αφετέρου δε, να διατηρήσει το έμψυχό του υλικό σε άριστη κατάσταση μείον τους συνήθεις μικροτραυματισμούς. Αξιοσημείωτο είναι επίσης, ότι οι επιθέσεις του εχθρού, αν και ήταν αλλεπάλληλες, θυελλώδεις και μαζικές, αποκρούστηκαν ή απορροφήθηκαν εξαιτίας της ψυχραιμότατης και αποτελεσματικής στάσης των ίδιων των υπερασπιστών. Ο υπερκερασμός μάλιστα του προστατευτικού μαντρότοιχου μετέτρεπε συχνά τη μάχη σε εκ του συστάδην οδηγώντας τον εχθρό σε απροσμέτρητες απώλειες και τον τόπο να ομοιάζει με ένα συμφυρμό χώματος, σάρκας και αίματος. Εκατόν πενήντα και πλέον Οθωμανοί σφαγιάστηκαν ή τέθηκαν εκτός μάχης στα πρώτα κύματα της επιθέσεως. Η πρώτη φάση της αναμέτρησης κινδύνευε να είναι για εκείνους και η οριστική. Η απελπισία τους κυρίευσε διότι η πλάστιγγα της νίκης είχε γείρει φανερά με το μέρος των Ελλήνων.
Ακριβώς στο χρονικό αυτό σημείο επήλθε σιωπή. Η παύση των πάσης φύσεως πολεμικών ορυμαγδών έδωσε μάλιστα, προς στιγμήν, την εντύπωση της ολοκληρωτικής υποχωρήσεως του εχθρού. Αλλά η εντύπωση ήταν εντελώς απατηλή. Η σιωπή ήταν το προμήνυμα της κύριας καταιγίδας. Και πράγματι, εκείνο το οποίο δεν είχε ως τότε συμβεί στην ελληνική, συνέβη στην αντίπαλο πλευρά. Μια ισχυρή επικουρική δύναμη αποτελούμενη από 600 Οθωμανούς πεζικάριους και ιππείς είχε αναφανεί στα βορειοδυτικά του λόφου της Αγια-Σωτήρας και αφού πρώτα ήσυχα ενημερώθηκε για την υπάρχουσα κατάσταση, κινήθηκε ολοταχώς και αιφνιδίως εναντίον των αμυνομένων, εξανεμίζοντάς τους κάθε ίχνος ελπίδας για επιτυχή έκβαση του αγώνα. Παρόλα αυτά, οι Έλληνες μαχητές δίχως να χάσουν τη ψυχραιμία τους, εξακολούθησαν να πολεμούν πεισματωδώς, σαν ένας αποφασισμένος άνθρωπος, «…άφωνοι, εν θαυμαστή αταραξία…» παρά του ότι οι πιθανότητες επιβίωσης είχαν απελπιστικά ελαττωθεί.
Η μάχη τώρα συνεχιζόταν, πολύ πιο σκληρή, πολύ πιο φονική. Οι άμυνες όμως κρατούσαν. Η προσπάθεια για την επιβίωση απομάκρυνε την κούραση των αμυνομένων και συνάμα έσπρωχνε την ώρα να κυλάει κατευθυνόμενη προς το σούρουπο. Η επικουρία όμως και πάλι δεν ερχόταν. Και είναι ως σήμερα ανεξακρίβωτες οι σκέψεις που έκαναν κάποιοι αλητήριοι Έλληνες στρατιώτες στην Αλυκή πάνω στο θέμα της επικουρίας, όταν έβλεπαν με ασφάλεια τον ήλιο να βυθίζεται στο πέλαγος, ενώ την ίδια στιγμή κάποιοι άλλοι έβλεπαν το αίμα τους να βυθίζεται στο χώμα. Η δύση του ηλίου λοιπόν, βρήκε τους υπερασπιστές στη χειρότερη ψυχολογική κατάσταση, διότι ναι μεν η παρελκυστική τους τακτική είχε επιτύχει, αλλά οι φίλιες δυνάμεις δεν είχαν ακόμα αναφανεί12. Αφού εξάντλησαν το σύνολο των αποθεμάτων από τα πυρομαχικά που διέθεταν, υποχώρησαν του περιτειχίσματος και οχυρώθηκαν μέσα στο μικρής χωρητικότητας ναό. Τι άλλο άλλωστε θα μπορούσαν να κάνουν; Η αναπόφευκτη αυτή κίνηση αποδείχτηκε ολέθρια. Ο επικεφαλής της οθωμανικής στρατιωτικής φάλαγγας εκμεταλλευόμενος αυτόν τον «αυτοπεριορισμό», διέταξε αμέσως την περικύκλωσή τους ώστε να τους αποστερήσει κάθε ενδεχόμενη ενέργεια προς διάρρηξη του κλοιού. Μόλις μάλιστα διαπίστωσε ότι τα βόλια των αμυνομένων καταναλώθηκαν μέχρι ενός, βρέθηκε αντιμέτωπος με τρεις θανάσιμες επιλογές: πρώτο, να ζητήσει βαρύ οπλισμό από την κοντινότερη έδρα ανεφοδιασμού, δηλαδή τη Θήβα, για να κανονιοβολήσει τους εσωκλείστους, πράγμα που απαιτούσε χρόνο και οι πολιορκημένοι μπορεί να ενισχύονταν από εξωτερική βοήθεια∙ δεύτερο, να επιδιώξει να εκπορθήσει με εφόρμηση το ναό αλλά θα διακινδύνευε να αυξήσει το μέγεθος των απωλειών του∙ τέλος, να υποχρεώσει τους αγωνιστές σε έξοδο ώστε να τους αιχμαλωτίσει ή να τους εξολοθρεύσει με συγκέντρωση πυρός. Το σχέδιο που συνέφερε ήταν το τρίτο. Ο αξιωματούχος απέστειλε στρατιώτες, που αναρριχήθηκαν στην εξωτερική οροφή της εκκλησίας και αφού άνοιξαν οπές διοχέτευσαν στο εσωτερικό της δηλητηριώδη και δύσοσμα αέρια, καθώς και εύφλεκτες δραστικότατες ουσίες, όπως θειάφι και πίσσα. Οι υπόλοιποι Οθωμανοί με το στόμα ανοιχτό, την ανάσα κρατημένη και το δάκτυλο στη σκανδάλη, περίμεναν την αναμενόμενη έξοδο, ελπίζοντας να αφαιρέσουν ζωές. Αλλά οι υπερασπιστές δεν τους έδωσαν την ευχαρίστηση.
Για να αποφύγουν την αιχμαλώτιση και τις συνεπακόλουθες κακοποιήσεις εις βάρος τους, οι «επαναστάτες» αποφάσισαν το εντελώς ακατανόητο για τα σημερινά δεδομένα: να μην εξέλθουν της εκκλησίας. Θα υπέμεναν έτσι έναν τραγικότερο, ένα μαρτυρικότερο, ένα δυσβάσταχτο θάνατο. Σε αυτό το σημείο μπορούμε να εικάσουμε, πως ενώ η φωτιά μαίνονταν, από το ανατολικό τρίλοβο παράθυρο της εκκλησίας θα πρέπει να ξεπρόβαλλαν περιστασιακά φλογισμένες και ολοκόκκινες ματιές πολεμιστών, που αδημονώντας κοιτούσαν προς τη Θήβα προσβλέποντας και εκλιπαρώντας έστω και την ύστατη αυτή στιγμή σε μια απροσδόκητη βοήθεια. Μπορούμε να φανταστούμε επίσης τον Σκουρτανιώτη να φωνάζει και να ξαναφωνάζει μέσα από τις φλόγες «κρατάτε παλικάρια γιατί όπου να ‘ναι έρχονται». Αλλά κανείς δεν ήλθε. Και όλοι οι Έλληνες μέσα στην εκκλησία, πέθαναν αβοήθητοι και μόνοι. Οι περισσότεροι έχασαν τη ζωή τους από τα ασφυξιογόνα αέρια ενώ οι υπόλοιποι έσβησαν καιγόμενοι ζωντανοί. Τα ουρλιαχτά του πόνου αντηχούσαν στον ορίζοντα εμπρός απογειώνοντας τον τρόμο και βυθίζοντας στη θλίψη τόσο τους κρυμμένους στα γήινα καταφύγια εντοπίους, όσο και τον κάθε τυχόντα που συναντούσαν στο διάβα τους χιλιόμετρα μακριά13.
«Το μεσονύκτιον ολόκληρος η Βοιωτία εγνώριζεν την έναρξιν του δράματος, αλλ’ ήτο αργά…».
Τη χρονική αυτή στιγμή η εχθρική μονάδα, έχοντας ήδη περισυλλέξει τους νεκρούς και τους τραυματίες της, οι οποίοι ξεπερνούσαν τους διακόσιους πενήντα, εγκατέλειψε το χώρο του ανθρώπινου θυσιαστηρίου κινούμενη προς τη Θήβα για να καταλύσει εκεί τη νύχτα. Αλλά το ελληνοπρεπές δράμα δεν είχε ολοκληρωθεί. Τις νυχτερινές ώρες δύο άνθρωποι ήσαν ακόμα ζωντανοί μέσα στην εκκλησία∙ ο Σκουρτανιώτης που παραφυλούσε στην είσοδό της και ένας καλόγερος που ονομαζόταν Πανάρετος. Η ατυχία δυστυχώς κατευθύνθηκε προς την είσοδο. Ο Πανάρετος για να ανασάνει φρέσκο αέρα, ξέφυγε από την προσοχή του ζαλισμένου από τα χημικά αέρια οπλαρχηγού που τον είχε σε περιορισμό και προχώρησε αμελώς στο περίβολο του ναού. Εκεί συνελήφθη από κρυμμένους Οθωμανούς, οι οποίοι παραμόνευαν για να σκυλέψουν τους νεκρούς∙ μετά από πίεση που του άσκησαν απέσπασαν την πληροφορία ότι ο καπετάνιος βρίσκεται «εν τη ζωή». Ευθύς αμέσως ενημερώθηκε η διοίκηση του στρατιωτικού σώματος, τμήμα του οποίου επέστρεψε και επιτέθηκε ομαδόν εναντίον του Σκουρτανιώτη. Εκείνος αντιστάθηκε, μαχόμενος σαν άγριο και μανιασμένο θηρίο, έως τη στιγμή που μια εκ των πολλών (εκρηκτικών) βομβών που εξακόντιζαν οι εχθροί εναντίον του, τον βρήκε κατάστηθα «κατακαίοντας και διαμελίζοντας αυτόν». Οι Οθωμανοί περιχαρείς, αφού «έκαυσαν τον καπετάνιο των Δερβενοχωριτών»14, χάρισαν τη ζωή στον Πανάρετο θεωρώντας τον «όλως ανίκανος προς πόλεμον και ότι ήχθη βιαίως εις την εκκλησίαν υπό των επαναστατών»15.
Τα φλογοκαμένα και ολόμαυρα πτώματα των πολεμιστών καθώς και το διαμελισμένο κορμί του αρχηγού τους Σκουρτανιώτη, ανακαλύφθηκαν το χάραμα της επόμενης ημέρας από τους ντόπιους, όχι μονάχα εξαιτίας της υποχωρήσεως του πυκνού στρώματος πάχνης, το οποίο είχε καλύψει σα σάβανο τη γη θέλοντας ίσως να αποκρύψει το αποτρόπαιο δράμα, αλλά και λόγω της έντονης μυρωδιάς θανάτου που κυριαρχούσε και διαπότιζε τον αέρα. Οι νεκροί αφού ψάλθηκαν από τον Βαγαίο ιερέα Νικόλαο, ενταφιάστηκαν από Μαυροματαίους χωρίς την παρουσία και συμμετοχή κάποιας ελληνικής στρατιωτικής μονάδας, αφήνοντας έτσι ανεκπλήρωτη και την δεύτερη επιθυμία του οπλαρχηγού λίγο πριν το θάνατό του16. Αλλά ελάχιστη σημασία είχε αυτό πλέον, διότι «ο αρχηγός είχεν αποθάνει». Ο όγκος του εχθρικού στρατεύματος σε συνδυασμό με την έλλειψη πυρομαχικών και στρατιωτικής υποστήριξης είχαν επικρατήσει επί της ελληνικής θελήσεως για τη νίκη και τη ζωή. Η πυρπολημένη θολωτή εκκλησία για 181 και πλέον χρόνια, θα έμενε ο μοναδικός μάρτυρας εκείνης της πεισματικής μάχης και της φρικαλέας πυρπόλησης των ανθρώπινων σωμάτων.


(συνεχίζεται)

2 σχόλια:

topoliandrion είπε...

Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΗΤΡΟΥ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΕΙΝΑΙ "ΤΟ ΠΟΛΥΑΝΔΡΙΟΝ" ΤΟΠΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΑΡΙΟΥ ΘΕΣΠΙΩΝ.

Πύργαρης είπε...

Ναι, συγνώμη για την μη αναφορά της εφημερίδας, ο αγαπητός φίλος έχει δίκιο, το σφάλμα είναι δικό μου. Το άρθρο το βρήκα στην εφημερίδα ''ΤΟ ΠΟΛΥΑΝΔΡΙΟΝ'' του Λεονταρίου Θεσπιών. Ευχαριστώ για την αναφορά και την διόρθωση.