ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΟΥΡΤΑΝΙΩΤΗΣ

...κρίνω περιττόν να αναφέρω τον ένθερμον ζήλον, και τας όσας κατά δύναμιν εκδουλεύσεις εδυνήθην να προσφέρω εις την πατρίδαν και εις όσον καιρόν εφύλαττον τον τόπον θηβών δεν απετόλμησε ο εχθρός να κάμη την παραμικράν καταδρομήν. σπεύδω λοιπόν να προσφέρω και αύθις εις την σεβαστήν διοίκησιν τον ίδιον ζήλον μου και επειδή ο εχθρός καθημερινώς λεηλατεί και αιχμαλωτεί τους αδελφούς μας και ο τόπος επαπειλείται από μέγαν κίνδυνον... να δυνηθώ να προφθάσω τους δυστυχείς αδελφούς μας από τον επαπειλούμενον κίνδυνον. μ' όλον ότι εισέτι δεν ημπορώ να ησυχάσω από τους δριμυτάτους πόνους της πληγής μου, δε βαστά η ψυχή μου να βλέπω τους αδελφούς μας να αιχμαλωτούνται αδίκως...


τη 20 μαϊου 1825
ναύπλιον
ο πατριώτης
αθανάσιος σκουρτανιώτης

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2019

Έχουμε γάμο...




''... Και ωσεί προαισθανόμενος το ένδοξον, αλλά θλιβερόν τέλος του ''έχουμε γάμο...'' έγραφε ''και δεν πρέπει να λείψη κανείς, διότι τέτοιο δεν θα ξαναϊδούμε άλλον.''

Έχουμε γάμο και δε πρέπει να λείψει κανείς!
Αυτή η φράση λοιπόν, αποδίδεται από τον Τσεβά στον Αθανάσιο Σκουρτανιώτη, την παραμονή ή τις παραμονές της ένδοξης μάχης του Μαυροματίου και του θανάτου του. Παράξενη φράση αλήθεια. Ποιητικά φορτισμένη. Ο πολέμαρχος Αθανάσιος Σκουρτανιώτης, μεταμορφώνεται εδώ, έστω και για μια στιγμή σε ποιητή.
Όμως, είπε πραγματικά αυτή τη φράση ή ήταν μια ''ποιητική παρέμβαση'' του Τσεβά, μια αυθαίρετη εκ των υστέρων πινελιά που την χρέωσε στον Σκουρτανιώτη λίγο πριν περιγράψει το επερχόμενο δράμα; Ο ίδιος ξεκαθαρίζει εξ' αρχής, πως τη μάχη του Μαυροματίου έγραψε σύμφωνα με τις διηγήσεις αυτόπτων μαρτύρων, όπως των τεσσάρων αγγελιοφόρων που έφυγαν την τελευταία στιγμή από το Μαυρομάτι, άρα ακολουθούσαν μέρες πριν τον Σκουρτανιώτη, του οπλαρχηγού Γκέλη που πήγε το ίδιο βράδυ εκεί μετά τη μάχη, του καλόγερου που βρισκόταν στο ναό και του μικρού Τάσου. Οπότε δεν έχουμε κανέναν λόγο να αμφισβητήσουμε τον Τσεβά στο συγκεκριμένο σημείο. Η φράση αυτή, πράγματι ειπώθηκε από τον Σκουρτανιώτη και μετά το δράμα συζητήθηκε από τους αυτόπτες μάρτυρες ξανά, τόσο που έφτασε στα αυτιά του ιστορικού Τσεβά 50-60 περίπου χρόνια αργότερα. 
Όμως γιατί ο Σκουρτανιώτης μίλησε τόσο αινιγματικά;
Υπάρχουν κάποιες στιγμές στη ζωή ενός ανθρώπου και ιδιαίτερα όταν πλησιάζει ένας απρόσμενος και τραγικός θάνατος, που μια αστραπή λάμπει ξαφνικά μέσα στο πνεύμα του. Μια λάμψη προφητική, ποιητική, ιδιαίτερη. Υπό κανονικές συνθήκες, η λέξη δε θα πρέπει να ήταν γάμος, αλλά μάχη, ή πόλεμος. Έχουμε μάχη, έχουμε πόλεμο και δεν πρέπει να λείψει κανείς! Όμως η λέξη γάμος τη στιγμή που ο Σκουρτανιώτης προσκαλεί άλλους οπλαρχηγούς και πολεμιστές κοντά του για να αντιμετωπίσουν τους σκληρούς Οθωμανούς του Ομέρ του Ευρίπου ηχεί παράξενα, μοιάζει αταίριαστη, παράταιρη. Είναι ένα αίνιγμα. Από πού κι ως πού γάμος μέσα στη φωτιά του πολέμου; Και μάλιστα γάμος που... ''τέτοιον, δεν θα ξαναϊδούμε άλλον!'';
Ναι, ο Σκουρτανιώτης έστω και για μια στιγμή μεταμορφώνεται σε ποιητή. Σε προφήτη. Δεν προσκαλεί τους οπλαρχηγούς της Βοιωτίας να είναι παρόντες σε καμία μάχη, αλλά σε γάμο. Τι γάμο αλήθεια;


....................................................


Το βράδυ της 3ης Νοεμβρίου 1825, οι Οθωμανοί του Ευρίπου αφού έχουν ολοκληρώσει το φρικώδες έργο τους στο εκκλησάκι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος, αποσύρονται βιαστικά από τους χωμάτινους λόφους του Μαυροματίου, προς το δρόμο της Θήβας που θα τους οδηγήσει στη Χαλκίδα. Μαζί τους ίσως κουβαλούν τους νεκρούς τους -αν δε τους έθαψαν σε ομαδικό τάφο στα ψηλώματα- και ίσως κουβαλούν ακόμη και κάτι άλλο. Ένα πολύτιμο λάφυρο. Το κομμένο κεφάλι του Σκουρτανιώτη. Του μεγάλου εχθρού τους από την αρχή της επανάστασης, που προσπαθούν να τον εκδικηθούν τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Μπορεί να είχαν πολλές απώλειες σ' αυτήν τη μάχη, αλλά ο διοικητής του αποσπάσματος είναι ευχαριστημένος. Το να πάει  πεσκέσι στον Ομέρ το κεφάλι του ντεβριμτσή από τα Σκούρτα, είναι μεγάλο πράμα. Χαλάλι κι οι σκοτωμένοι. Δίπλα τους καθώς απομακρύνονται από τον τόπο του δράματος, γυαλίζουν αμυδρά στο λιγοστό φως του φεγγαριού που κάθε τόσο κρύβεται από σύννεφα, τα νερά της λίμνης της Κωπαϊδας.

...οι εχθροί απεσύρθησαν
σκότος πίπτει βαθύ
φρικιασμένος τριγύρω
κεκρυμμένος λαός
εις όρη και τρύπας

Λίγο πιο πάνω, μέσα στο εκκλησάκι της Αγια Σωτήρας, κείτονται άψυχα τα σώματα του Σκουρτανιώτη, του αδερφού του Κώτσιου, του Γιάννη Βιέννα, του Δρίτσουλα, του Λεβεντάκη και των υπολοίπων μαρτύρων πολεμιστών. Με ανοιχτά στόματα σα να γυρεύουν ακόμη απεγνωσμένα οξυγόνο, σώματα μελανά, τουμπανιασμένα, φρικώδη. Η σκεπή, οι εικόνες, το τέμπλο του ναού συνεχίζουν ακόμη να καίγονται. Οι καπνοί ανεβαίνουν στον νυχτερινό ουρανό και η θερμοκρασία μέσα στο ναό είναι ακόμη απαγορευτική για τα ανθρώπινα μέτρα. Ο καλόγερος καθισμένος στην άκρη της μάντρας του μικρού ναού, τρέμει. Αν μπορούσε κανείς να διακρίνει το πρόσωπό του μέσα στο σκοτάδι, θα ήταν ωχρό, πάνινο. Δεν μπορεί να συνέλθει ακόμη από το δράμα που έζησε. Δεν ξέρει τι να κάνει παρά στέκεται αναποφάσιστος, ακίνητος, μια μαύρη φιγούρα ριζωμένη στη μάντρα σαν αποτρόπαιο ανατριχιαστικό άγαλμα. Ένας κόμπος του έχει φράξει το λαιμό. Δεν μπορεί καν να κλάψει. Νιώθει στα κόκαλά του το κρύο της νύχτας που κατεβαίνει ακάθεκτο απ' τα βουνά μα φαίνεται να μην τον νοιάζει. Μονάχα ο μικρός Τάσος που παρακολούθησε τη φονική μάχη από τους λόφους δυτικά, τρέχει μες στο σκοτάδι να ειδοποιήσει το χωριό πως όλα τέλειωσαν, έφυγαν κι οι Τούρκοι.

Σε λίγο αρχίζουν να καταφθάνουν δειλά, οι πρώτες γυναίκες και οι άντρες του Μαυροματίου, οι περισσότεροι ηλικιωμένοι. Δεν τολμούν ακόμη να πλησιάσουν τον ναό παρά κάθονται απόμερα έξω από τη μάντρα, έχοντας φράξει με τις παλάμες τα στόματα από τρόμο, μπροστά στην υποψία της τραγωδίας που κρύβουν οι πέτρινοι τοίχοι της εκκλησίας. Λίγο πολύ άλλωστε, τους είχε προετοιμάσει για το τι θα δουν και ο Τάσος. Που και που κάποια γυναίκα προσπαθεί να ψιθυρίσει κάτι, αλλά αυτό που βγαίνει είναι ένας πνιχτός λυγμός. Τίποτα σχεδόν δεν κινείται. Ούτε καν τα φύλλα των δέντρων. Όλοι και όλα τριγύρω έχουν παγώσει, κοιτάζοντας το λιγοστό πια φως που βγαίνει από τα μικρά τρίλοβα παράθυρα και τη μισάνοιχτη πόρτα του ναού από τις εναπομείνασες εστίες φωτιάς που σιγοκαίει ακόμη...

Και τότε σα να ήρθε από το πουθενά ή σα να έφθασε πετώντας μέσα από τα σύννεφα του Ελικώνα, μια ψηλόλιγνη φιγούρα γυναίκας φορώντας ένα λευκό μακρύ φόρεμα, εμφανίστηκε ξαφνικά στο ήσυχο πια προαύλιο του ναού που μέχρι πριν λίγη ώρα μαινόταν η φωτιά και οι κραυγές της μάχης. Ευθυτενής, αγέρωχη, λυγερόκορμη. Οι γυναίκες του Μαυροματίου που στέκουν φοβισμένες ακόμη μακριά, οι γέροι, ο καλόγερος και ο μικρός Τάσος που έχει επιστρέψει ξανά μαζί με τους άλλους, κοιτάζουν με δέος τη λαμπρή γυναίκα να περπατά περήφανα και μεγαλόπρεπα προς τον ναό. Μόνο όταν φτάνει, σκύβει ταπεινά για να περάσει τη χαμηλή πόρτα η πανέμορφη νύφη...

-μοναχά η δόξα απόψε τολμά
να διαβεί την θύραν σιγαλά
ταπεινά
και να έμβη εις ναόν θλιβερόν
και πικρόν
που τρίζει έτι εκ του πυρός
και προς ουρανόν μελανόν
καπνίζει ακαταπαύστως...-

Οι αγγελιοφόροι τρέχουν ακόμη λαχανιασμένοι και ειδοποιούν τους ανθρώπους. Έχουμε γάμο! Από ανατολικά φθάνει ο οπλαρχηγός Γκέλης με τους δικούς του. Κι ο Μάμαλης. Απ' το νοτιά ο Πετεινάρης. Από τη Δύση έρχεται ο Σουλιώτης Διαμαντή ή Τζήμα Ζέρβας με καμιά εκατοστή νοματαίους. Στα γύρω χωριά οι πιο τολμηροί ξεσηκώνονται για το Μαυρομάτι. Από τα Σκούρτα ο Κώτσο Βόγκλης με τον Κουκούλεζα και όλους τους άλλους. Θα μάθει εμβρόντητος κι ο Γιώργης στο Ναύπλιο το φοβερό μαντάτο. Θα κινήσει κι αυτός αστραπή κατά κει. Μαζί του κι ο γραμματικός, ο Αναστάσης Θεοδωριάδης. Κι άλλοι. Κι άλλοι πολλοί γυναίκες κι άντρες θα φτάσουν και θα φτάνουν απ' όλα τα μέρη και τους χρόνους, στη μικρή εκκλησία όπου έγινε ο γάμος. Στην Αγια Σωτήρα στο Μαυρομάτι!

''Έχουμε γάμο και δεν πρέπει να λείψει κανείς!''

Αυτόν τον γάμο εννοούσε λοιπόν. Τον γάμο του με τη δόξα...