ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΚΟΥΡΤΑΝΙΩΤΗΣ

...κρίνω περιττόν να αναφέρω τον ένθερμον ζήλον, και τας όσας κατά δύναμιν εκδουλεύσεις εδυνήθην να προσφέρω εις την πατρίδαν και εις όσον καιρόν εφύλαττον τον τόπον θηβών δεν απετόλμησε ο εχθρός να κάμη την παραμικράν καταδρομήν. σπεύδω λοιπόν να προσφέρω και αύθις εις την σεβαστήν διοίκησιν τον ίδιον ζήλον μου και επειδή ο εχθρός καθημερινώς λεηλατεί και αιχμαλωτεί τους αδελφούς μας και ο τόπος επαπειλείται από μέγαν κίνδυνον... να δυνηθώ να προφθάσω τους δυστυχείς αδελφούς μας από τον επαπειλούμενον κίνδυνον. μ' όλον ότι εισέτι δεν ημπορώ να ησυχάσω από τους δριμυτάτους πόνους της πληγής μου, δε βαστά η ψυχή μου να βλέπω τους αδελφούς μας να αιχμαλωτούνται αδίκως...


τη 20 μαϊου 1825
ναύπλιον
ο πατριώτης
αθανάσιος σκουρτανιώτης

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2007

Οδυσσέα Ελύτη ''Ο ύπνος των γεναίων''


Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμά
τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.

Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο

Μπρούμυτα, σ’ ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα ‘φτανε
να πικράνει τον αέρα του Άδη

(Το ‘να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν’ αρπαχτεί απ’ το μέλλον,
τ’ άλλο κάτω απ’ την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι

Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου
αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)

Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κάλυψε
τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες
στο διάστημα.

Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα

Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να χαράζεται,
μέσα στη μελανάδα τ’ ουρανού

Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη

Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό
τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το
έρεβος…

Κι απαρχής Κοιλάδες. Όρη, Δέντρα, Ποταμοί

Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη και ανα-
στρεμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με θανατωμένο
μέσα τους τον Δήμιο

Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!

Μήτε η ώρα δώδεκα χτυπώντας μες στα έγκατα, μήτε η φωνή του Πόλου
κατακόρυφα πέφτοντας, αναιρούσανε τα βήματά τους.

Διάβαζαν άπληστα τον κόσμο με τα μάτια τ’ ανοιχτά για πάντα, κει
που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο

Μπρούμυτα, κι όπου με βία κατέβαιναν οι γύπες να ευφρανθούν τον
πηλό των σπλάχνων τους και το αίμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: